26.5.15

Μαμάδες 2015 and counting.

Η ώρα είναι περίπου οκτώ όταν αρχίζω να κατευθύνομαι προς τον μεγάλο καθρέφτη της τουαλέτας με το πολύ μικρό τσαντάκι με τα τρία καλλυντικά - αυστηρά τρία γιατί είμαι ανίκανη να βάλω οτιδήποτε άλλο και μία μικρή χτένα που της λείπουν τα μισά δόντια.  Ετοιμάζομαι να φύγω από το γραφείο και να πάω να συναντήσω δύο φίλες μου για ποτό, χωρίς κανένα "σοβαρό" λόγο εκτός από το ότι έχω να βγω έξι μέρες και αυτό είναι μάλλον αρκετό.
Από κάπου από το βάθος ακούγεται αντρική φωνή με γέλιο:
- Πάλι θα βγεις; Τα παιδιά τί θα τα κάνεις, μόνα τους θα μείνουν βραδιάτικα; Mάνα είσαι εσύ;
Είναι ο φίλος μου ο Τάκης που με κοροϊδεύει.
Το γιατί με κοροϊδεύει όμως είναι το θέμα.
Παρόμοιες ατάκες μπορεί να έχω ακούσει πριν τρεις εβδομάδες, πριν τρεις μήνες, πριν τρία χρόνια *three is the magic number* από συναδέλφους, από γνωστούς, από παντελώς αγνώστους που αισθάνθηκαν την ανάγκη να πουν τη χαζομάρα τους για να σπάσει - υποτίθεται - ο πάγος.  Με τον Τάκη το έχουμε συζητήσει κάποιες φορές και αυτό που μας έχει απομείνει είναι να κάνουμε πλάκα.  Ως πότε όμως; Και πρέπει να κάνουμε πλάκα στην πραγματικότητα; Νομίζω πως με τους δικούς μου, ναι πρέπει, απλά και μόνο επειδή αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου παρόλο που γνωρίζω ότι στην πανελλήνια κλίμακα βαθμολόγησης της παναγίας και αδιαιρέτου μητρότητας, μάλλον δεν θα σκοράρω και πολύ ψηλά.
Για να πάρεις καλή βαθμολογία εκεί θεωρώ ότι τα πράγματα είναι πάνω κάτω συγκεκριμένα.  Θέλει περίτρανες αποδείξεις αφοσίωσης που κυρίως μετρώνται με τις ώρες και τρανταχτές θυσίες τύπου κοιμήθηκα μετά τα μεσάνυχτα για να βράσω μπρόκολο επειδή βοηθά να καθαρίσει τους πνεύμονες από βλαβερά βακτήρια (γκούγκλαρα), θέλει φωτογραφίες με καρδούλες, κορώνες, λουλούδια, αποστήθιση και αντιστοιχία όλων των παιδικών εμβολίων με τις αντίστοιχες ηλικίες - ασθένειες και εμφανή σημάδια κούρασης από την υπερπροσπάθεια τελειότητας στο σπίτι, στη δουλειά, στη συζυγική ζωή.  Για να μην παρεξηγηθώ, και επειδή παίζει να είμαι η μόνη που δεν έχω κοροϊδέψει τα γνωστά group μαμάδων στο facebook, η μομφή εδώ δεν είναι για τις μαμάδες που γουστάρουν τη ζωή τους έτσι ακριβώς όπως είναι, αλλά για όλους τους υπόλοιπους που το 2015 πιστεύουν ακόμα ότι καλή μαμά είναι μόνο η αφοσιωμένη και αφοσιωμένη είναι εκείνη που δεν πίνει, δεν ξενυχτάει, δεν βρίζει (μη γελάτε, έχω ακούσει σχόλια και για αυτό) και δεν πηγαίνει ταξίδια παρά μόνο αν έχει διασφαλίσει ότι το περιβάλλον θα είναι ευνοϊκό για τα παιδιά.  Που είναι πάντα μικρά και πάντα θα χρειάζονται ζακέτα, ας μην κοροϊδευόμαστε.
Αν νομίζετε ότι τσιτώνω τις καταστάσεις και σιγά μωρέ, ποιος σκέφτεται πια έτσι, και αυτό θα το δεχτώ για πέντε (πήγα να γράψω τρία) δευτερόλεπτα, με την προϋπόθεση ότι θα μπορέσετε και εσείς να βγείτε λίγο από τη φούσκα που λέγεται εκατό γνωστοί που βγαίνουν στο κέντρο της Αθήνας, φυσικά έχουν gay φίλους ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΒΛΕΠΟΥΝ ΝΑ ΦΙΛΙΟΥΝΤΑΙ και εννοείται ότι βαριούνται ακόμα και να συζητήσουν για την 30χρονη φίλη τους που βγαίνει και κάνει random sex επειδή το καταδιασκεδάζει.  Εκατό βαριά είναι, δεν είναι παραπάνω.
Έξω από αυτή τη φούσκα λοιπόν, οι μαμάδες ακόμα κρίνονται για τις επιλογές τους όταν αυτές δεν συμβαδίζουν με την εικόνα που έχει για εκείνες ο κάθε τυχάρπαστος που είτε έχει φτιάξει οικογένεια με το μοτίβο που διδάχθηκε από τους προγόνους του, ή δεν έχει φτιάξει τίποτα γιατί αναλώνει τη ζωή του στο να κριτικάρει όλους τους υπόλοιπους επειδή φοβάται ακόμα και τη σκιά του.
Με βάση αυτά τα αδιάσειστα κριτήρια λοιπόν, εγώ έχω κατηγορηθεί γιατί βγαίνω.  Γιατί βγαίνω με άντρες.  Γιατί πίνω.  Γιατί καμια φορά πίνω πολύ.  Γιατί γυρίζω αργά το βράδυ.  Γιατί βρίζω και λέω αρχίδια εκατό φορές την ημέρα.  Λέω και μουνί.  Γιατί δεν κοιμίζω τα παιδιά μου εφτά φορές την εβδομάδα.  Γιατί δεν μαγειρεύω.  Γιατί βαριέμαι τις συζητήσεις για παιδιά.  Γιατί δεν έχω πρήξει τα βυζιά της δασκάλας να της τα κάνω όσα της Ντόλυ Πάρτον.  Γιατί δεν διαβάζω τον γιο μου.  Γιατί ο γιος μου είναι τόσο έξυπνος με τόσο αδιάφορη μάνα.  Γιατί έχω γυναίκα να με βοηθάει δύο φορές την εβδομάδα.  Γιατί έχω σύζυγο που με στηρίζει τόσο πολύ και με αγαπάει κιόλας ο ηλίθιος.
Δεν θέλω κανείς να ασχοληθεί με το τί και αν κάνουμε κάτι καλά, αλλά ήρθε η ώρα να σταματήσετε να πυροβολείτε έτσι απερίσκεπτα κάθε γυναίκα που τρελαμένη μέσα στην καθημερινότητά της διεκδικεί πάνω από όλα, αρκετές φορές, να βάζει τον εαυτό της σε πρώτο πλάνο.
Την επόμενη φορά που θα θέλετε να πετάξετε μια πικρόχολη εξυπναδούλα προτείνω να τη φυλάξετε για τον άντρα/μπαμπά του γραφείου που θα βγει για ποτό μετά τη δουλειά.  Προτείνω να του πείτε εκείνου "πού πας τέτοια ώρα ρε μαλάκα, στα παιδιά σου ποιος θα διαβάσει παραμύθι πριν πάνε για ύπνο", να χαζογελάσετε σκεπτόμενοι πόσες θα πηδήξει και με ποιο τρόπο και αν δεν πνιγείτε σαν καπνιστής που ξυπνάει το πρωί μετά από κραιπάλη και δύο πακέτα τσιγάρα γιατί ο DJ έβαλε τραγούδι που του την θύμισε, το ξανασυζητάμε.
Τώρα, κάποιοι/ες μπορεί να έχετε συμπεράνει από αυτό το ποστ πως μητρότητα=αδιαφορία κ να έχετε χάσει όλο το θέμα, να έχετε απορήσει για την υπερβολή, να διαμαρτύρεστε μέσα σας για τα χοντροκομμένα σχόλια που μακάρι να τα σκεφτείτε δεύτερη φορά.
Αυτό είναι το καλό σενάριο, και όσο για το κακό, ξέρετε ότι πάντα θα βρουν χώρο οι ενοχές να ξεφορτώσουν.

πι.ες *οικουμενικό και για πάντα* LIVE AND LET LIVE.

27.2.15

Κακοί, κακοί γονείς.

Τις προηγούμενες μέρες έσκασε το ένα περιστατικό μετά το άλλο, ο φοιτητής που εξαφανίστηκε μετά από σειρά εξευτελιστικών επιθέσεων, το παιδάκι με αυτισμό που κανείς συμμαθητής δεν πήγε στο πάρτυ του, οι γονείς που καταδικάστηκαν σε ισόβια γιατί σκότωσαν το 2,5 χρονών μικρό τους με βραστό νερό έπειτα από χρόνια κακοποίηση, υποθέτω εκατοντάδες ακόμα υποθέσεις που χάνονται μέσα στη ροή των "κακών" νέων, στα αυτιά που κλείνουν πεισματικά μαζί με την αλλαγή της στενάχωρης είδησης στην τηλεόραση και στους αναστεναγμούς απογοήτευσης που χάνονται στις συνδέσεις του διαδικτύου.  Και ταυτόχρονα με όλα αυτά η βροντή αγανάκτησης για τις απαίδευτες κοινωνίες, για τη συνενοχή όλων, για την "νεοελληνική" κουλτούρα, για την έλευση του καινούργιου φασισμού, για τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, για τα μαύρα μας τα χάλια που όλοι βοηθάμε κάθε πρωί να σουλουπωθούν στον καθρέφτη και να κυκλοφορήσουν στο δρόμο.

Λοιπόν.  Βγάλτε με έξω από αυτό.  Εμένα, βγάλτε με έξω.  Βαρέθηκα (σας).

'Επαιξε μία συζήτηση εδώ στο γραφείο σχετικά με το αν οι άνθρωποι γεννιούνται αγκαλιά με ένα τέρας ή με ένα καλοκάγαθο λούτρινο αρκουδάκι που τους ακολουθεί σε όλη τους τη ζωή.  Αν γεννιούνται κακοί και σκληροί και καμουφλάρονται ή κτηνοποιούνται για να επιβιώσουν ή αν γεννιούνται πραγματικά καλοί και παλεύουν όλη τους τη ζωή παρέα με το λούτρινο, με αμφίβολα αποτελέσματα.  Προφανώς και δεν είμαι ειδική να απαντήσω σε αυτό, δεν ξέρω, αυτό που ξέρω όμως είναι ότι στην πορεία της ζωής τους οι άνθρωποι μπορούν σίγουρα να εξελίχθουν σε ζώα μοχθηρά και ανάλγητα.  Και ότι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει διαχρονικά, σε όλες τις κοινωνίες και σε όλα τα πολιτικά συστήματα, όπως αντίστοιχα θα υπάρχουν και αυτοί που προσπαθούν διαρκώς με πράξεις να το ξορκίσουν.
Δεν έχει νόημα να χτυπιόμαστε για αυτό, να ψάχνουμε τη ρίζα του κακού, να αφήνουμε αλαφροΐσκιωτα σχόλια κάτω από δακρύβρεχτα άρθρα, να προτείνουμε θανατικές ποινές και να απορούμε μα πώς είναι δυνατόν να γίνονται τέτοια πράγματα στην εποχή μας, στην κοινωνία των καμουφλαρισμένα πολιτισμένων, στο newsfeed των χιλίων προοδευτικών.  Γίνονται.  Και θα γίνονται.
Μόνο που έτσι όπως είναι συγκεκριμένοι οι "κακοί", είναι και οι καλοί.  
Και οι καλοί δεν είναι αυτοί που το βουλώνουν και μόνο σοκάρονται, οργίζονται, ξεχνούν.
Αντίστοιχα, οι καλοί γονείς, αυτοί δηλαδή πάνω στους οποίους στηριζόμαστε για να δημιουργήσουν εκείνους που - με μία δόση ρομαντισμού - θα αλλάξουν τον κόσμο, δεν είναι αυτοί που όταν ο γιος τους παραπονιέται ότι τον χτυπάει ένα άλλο παιδί στο σχολείο η πρώτη τους απάντηση είναι αν του έριξε και εκείνος καμία. Καταλαβαίνω ότι κουδουνίζει το ανέφελο κεφάλι τους με την ήδη ξεθώριασμένη οργισμένη ανάμνηση της προηγούμενης εβδομάδας, αλλά η πρώτη σκέψη που θα έπρεπε να γίνει είναι αν το γλυκούλι τους έχει οδηγήσει τον συμμαθητή του σε περιθωριοποίηση και άρα σε αναζήτηση προσοχής και, πιθανά, σε επιθετική συμπεριφορά.
Οι καλοί γονείς δεν είναι αυτοί που όταν βγάζει η κόρη σου την κούκλα της βόλτα με το καροτσάκι στην παιδική χαρά της λένε χαζογελώντας "αχ τί όμορφη κουκλίτσα, γιατί είναι μαύρη;".  Επίσης δεν είναι αυτοί που λένε στο παιδί τους να πάει να πάρει ένα πακέτο χαρτομάντηλα "από τον Πακιστανό".  Δεν είναι αυτοί που γελάνε συγκαταβατικά και δεν θυμώνουν, δεν διορθώνουν, δεν εξηγούν, όταν το μικρό μέλος της οικογένειας τούς δηλώνει ότι δεν θέλω να παίξω με αυτή, "γιατί είναι χαζή".  Δεν μιλάνε μπροστά του για αδερφές (-σκατο), για γύφτους (-παλιο), για αλβανούς (-κωλο).  Και πάνω από όλα δεν αγωνίζονται διαρκώς και επιδεικτικά για να μετατρέψουν το παιδί τους στον αρχηγό της φυλής, στον πιο δυνατό, στην πιο έξυπνη, στον πιο πολλά υποσχόμενο, στην πιο ωραία.
Φυσικά οι καλοί γονείς, αφού, αλίμονο, δεν τα κάνουν όλα αυτά, δεν σωπαίνουν και δεν μαθαίνουν στα παιδιά τους να κρύβονται.  Για εμένα όλοι αυτοί, που δεν είναι τροπικά πουλιά, είναι ανάμεσά μας σε κάθε πάρτυ, σε κάθε πάρκο και σε κάθε σχολική συγκέντρωση, και αντιλαμβάνομαι ότι δεν τοποθετούνται πλάι στον αδύναμο παρά μόνο παρακολουθούν τις καταστάσεις να συμβαίνουν χωρίς να παίρνουν καμία θέση, με την συνείδηση καθαρή επειδή οι ίδιοι ή τα παιδιά τους δεν έκαναν κάτι μεμπτό, είναι κάκιστοι γονείς. Είναι "κακοί" σαν αυτούς που στηλιτεύουν.
Δεν υπάρχει καμία άμεση ελπίδα και λύση σε όλο αυτό.  'Ομως η συνενοχή, οι εκφράσεις είμαστε όλοι υπαίτιοι και όλοι θύματα, δημιουργούν μια απάθεια.  Μια θαλπωρή φωλιάς πουλιών που τιτιβίζουν, μια εξίσωση αδράνειας που εκτονώνεται σε σοσιαλομιντικά "κατηγορώ" (όπως αυτό που κάνω εγώ τώρα δηλαδή), μια επισφαλή ασφάλεια παρεούλας που χαχανίζει επειδή ήπιε ένα τσιγαράκι σε κοπάνα την ώρα του μαθήματος.
Για αυτό θέλω να με βγάλετε έξω από αυτό.  Και μαζί με εμένα, με τον γνωστό κίνδυνο να σχολιαστεί η άποψη μου ως αλλαζονική, ή στο πιο μπανάλ, ποια νομίζει ότι είναι αυτή μωρέ, να βγουν και άλλοι γονείς από αυτή τη συναυτoυργία, γιατί δεν είμαστε εμείς αυτό.
Κάποιοι χάνουμε χρόνο λοιπόν, όχι μόνο για τα πιο ωραία γράμματα και την πιο δυνατή κλωτσιά, αλλά για να χτίσουμε σεβασμό και να διασφαλίσουμε ότι τα παιδιά αυτά δεν θα κάνουν κανένα ζωντανό ον να πονέσει.  Εμείς λοιπόν δεν είμαστε συνένοχοι σε τίποτα.
Εσείς που γενικά λουφάζετε και μόνο κράζετε και τόσο γρήγορα ξεχνάτε όταν το "διαφορετικό" σας χτυπήσει την πόρτα ή θρονιαστεί στο σαλόνι σας, είστε.  Να αλλάξετε αν δεν θέλετε να δείτε τα παιδιά σας να γκρεμοτσακίζονται χωρίς κανένα ηρωισμό, και να σέρνουν και άλλους μαζί τους, να, έτσι, σε μια στιγμή "αδυναμίας".
Θα βοήθησουμε κι εμείς ν'ανέβουν, αλλά πρέπει γαμώτο επιτέλους να σπρώξετε.


βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, στα πάρτυ, στα πάρκα και παντού. και αφιερωμένο.





31.12.14

Handle with care.

Η πρώτη φορά που το θυμάμαι τόσο έντονα ήταν όταν της είπα ότι θα πάω να δω την μητέρα μιας φίλης μου στο νοσοκομείο, γραπώθηκε από πάνω μου με ουρλιαχτά, από τον πανικό δεν κατάλαβε καν τί της έλεγα, νόμιζε ότι θα πάω στο νοσοκομείο εγώ, θα μείνω εκεί, θα πεθάνω και δεν θα γυρίσω σπίτι ποτέ.
Της εξήγησα ότι τα νοσοκομεία υπάρχουν για να βοηθούν τον κόσμο να γίνεται καλά και ότι δεν είναι εργοστάσια παραγωγής πτωμάτων και ότι τέλος πάντων "η μαμά πάντα γυρίζει σπίτι". Το είπα αυτό και αισθάνθηκα την καρδιά μου λίγο να τσιμπάει.
Η δεύτερη ήταν ένα τυχαίο πρωινό που την κατέβασα στο σχολικό και ξανακρεμάστηκε πάνω μου με μάτια ολοστρόγγυλα από την αγωνία μη τυχόν όταν γυρίσει από το σχολείο εγώ έχω πεθάνει και δεν με ξαναδεί ποτέ πια, μη τυχόν αυτή ήταν η τελευταία μας αγκαλιά, το τελευταίο φιλί. Της είπα "ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, η μαμά πάντα θα είναι σπίτι. Έχουμε να κάνουμε πολλές πολλές αγκαλιές ακόμα". Το είπα και αυτό και αισθάνθηκα ξανά την καρδιά μου λίγο να τσιμπάει.
Σκέφτομαι από τότε διάφορα απρόοπτα, απρόβλεπτα περιστατικά που καταλήγουν στο να γυρίσει ένα παιδί στο σπίτι από το σχολείο κουνώντας χαρωπά την τσάντα του ή να ξυπνήσει τεντώνοντας τα μικρά του χέρια το πρωί, για να του ανακοινώσει κάποιος ότι η μαμά (ή ο μπαμπάς, ή και οι δύο, ΤΗΕ HORROR) "έφυγε" για πάντα, δηλαδή πέθανε, τέλος, δεν θα σε ξανακάνει μπάνιο πριν τον βραδινό ύπνο και ούτε θα μιμηθεί εφτά διαφορετικές φωνές διαβάζοντας σου ένα παραμύθι, ποτέ ξανά, πέθανε. Για πάντα. 
Και μετά φτερουγίζει από πάνω μου αυτό το τεράστιο πουλί που μάλλον δεν είναι τρομακτικό, αλλά για κάποιο λόγο φοβίζει και το λένε Ευθύνη. Και είναι αυτός ο ήχος του δυνατού φτερουγίσματος που καταλήγω ότι τελικά ίσως είναι o μόνος που κάπως διαφοροποιεί εμάς τους γονείς από τους υπόλοιπους, και όχι η ανοχή στον ήχο του γκρινιάρικου κλάματος, αλλά αυτό το φτερούγισμα, το αίσθημα του να είμαστε πάντα εκεί, δυνατοί, έτσι ακριβώς όπως υποσχεθήκαμε.
Δύσκολο. Και εν μέρει, άδικο. Ίσως και καταπιεστικό.  Γιατί να σε περιορίζει κάποιος άλλος στην απόφαση σου να ταξιδέψεις σε κάποια επικίνδυνη γωνιά της Λατινικής Αμερικής ή να μπλέξεις τα χάπια σου μετά από ένα χαώδες πάρτυ, ή έστω, να κολυμπήσεις σε μια θάλασσα με πολλά μποφόρ ή και να επιβιβαστείς σε ένα άγνωστο αυτοκίνητο ή/και κρεβάτι.  Ποιος μπορεί ξεκάθαρα να βάλει φρένο σε αυτό που ο καθένας μας αξιολογεί ως γονεϊκή απερισκεψία, ποια όρια είναι αυτά που τελικά οφείλεις να σεβαστείς με τον ίδιο τρόπο που υπερασπίζεσαι καθημερινά την απόφασή σου να γίνεις γονιός; Και αν νόμιζες ότι είσαι σούπερ ήρωας, αυτά είναι αηδίες, είσαι πάρα μα πάρα πολύ θνητός και ακόμα πιο ευάλωτος από τους άλλους γιατί έχεις στις πλάτες σου να σηκώσεις μερικά έξτρα φορτία. Ναι, ξαναλέω, άδικο, αλλά αυτό είναι. Πρέπει να είσαι συνετός και αυτό τώρα είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ, πρέπει να προγραμματίζεις τα ταξίδια σου με τα πιο ακριβά, ασφαλή αεροπορικά εισιτήρια, πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι.  Πρέπει.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ο μπαμπάς μου σταμάτησε να τρέχει με αγωνιστικά αυτοκίνητα (και να πετάει την μαμά μου στο δρόμο από το φλεγόμενο δικό του, #αληθινηιστορία) την ημέρα εκείνη που για πρώτη φορά με τοποθέτησε με προσοχή, σαν να ήμουν ένα εύθραυστο, ακριβό πακέτο, στο πίσω κάθισμα. 
Συμβαίνουν ρε γαμώτο πολλά δυσάρεστα τελευταία, τα Χριστούγεννα άλλωστε παραδοσιακά θα ζήσουμε μία κάποια τραγωδία, τα οποία ξεφεύγουν από το φάσμα των επιλογών και των δυνατοτήτων μας, αλλά, να, είναι και μερικά ακόμα για τα οποία μπορούμε να γίνουμε λίγο πιο υπεύθυνοι.  Και αν αυτό σας φαίνεται κάπως παλιομοδίτικο ή και διδασκαλίστικα αναχρονιστικό, μπορώ να το θέσω και κάπως αλλιώς.
Να προσέχετε τους εαυτούς σας ρε, έχετε πολλές αγκαλιές να κάνετε ακόμα. Καλή Χρονιά.


4.12.14

Τέσσερα απ΄όλα.

Την Κυριακή στις εννιά το βράδυ αισθανόμουν ήδη κάπως διαλυμένη, παρότι απλά κάλεσε τους δύο κολλητούς της σπίτι, όχι τίποτα τυχαίες προσωπικότητες, τον φίλο που θα παντρευτεί και είναι ο μόνος που δεν έχει τερματίσει όταν τον βάζει συνέχεια να παίζουν Οικογένεια και τη φίλη που πριν κοιμηθεί ψελλίζει "και εγώ σ΄αγαπώ Χλόη"και την παίρνει ο ύπνος με χαμόγελο, αυτούς λοιπόν τους έφερε να περάσουν όλη τη μέρα μαζί της/μας.
Φτιάξαμε το δέντρο, οι μικροί το τίγκαραν από τη μέση και κάτω γιατί μέχρι εκεί έφταναν, σ'ένα κλαδί επτά τεράστιες μπάλες και δίπλα ένα μικρό καμπανάκι, διαλύοντας όλους τους κανόνες στολίσματος που υπαγορεύουν όχι πολλά μαζί και τα πιο μικρά πάνω, μετά πήγαμε όλοι και αγοράσαμε δύο τούρτες για να υπάρχει και κάστανο και φράουλα στο σπίτι, ποτέ δεν ξέρεις, κάποιος μπορεί να πέσει κάτω με επιληπτικό σοκ και να πρέπει να του βρέξω με μους κάστανο τα χείλη, πήγαμε στο μαγαζί όπου γεμίσαμε ένα τραπέζι με πίτσες και γυρίσαμε πίσω με τα πόδια, τρέχοντας, με ένα καρότσι και ένα ψεύτικο μωρό με μεγάλα γαλάζια μάτια, έναν τεράστιο αρκούδο, σαπουνόφουσκες, μπουφάν, μπαλόνια με κορδέλες, όλα στα χέρια και τέσσερα παιδιά με ποδοβολητά.  Πώς κάνετε τέσσερα παιδιά χωρίς να είστε η Μαρί Σαντάλ (μην έχει και παραπάνω αυτή) ή η Βικτώρια Μπέκαμ, σοβαρά.
Μετά ήρθαν οι παππούδες, σβήσαμε τις δύο τούρτες με ένα γαλάζιο μαραμένο κεράκι, ένα ροζ και δύο μικρά ρεσώ γιατί δεν μπορούμε και να τα θυμόμαστε όλα σε αυτή τη ζωή, τραγουδήσαμε ελληνικά, ιταλικά, όχι κινέζικα και μετά υποτίθεται κάτσαμε να πιούμε κανα ποτήρι κρασί σαν άνθρωποι, δεν το καταφέραμε, μέχρι που έφυγαν όλοι και μπόρεσα να τη χώσω μες στην αγκαλιά μου και να της ψιθυρίσω ευχές και πόσο την αγαπάω.  Της τα είπα όλα για να με διαβεβαιώσει με την καθησυχαστική της φωνή ότι θα αργήσει να πεθάνει, θα είναι για πολλά πολλά χρόνια ακόμα εδώ, για να βουρκώσω λίγο περισσότερο.
Τεσσάρων χρονών η κόρη μου.  Δεν έχω κανένα μικρό παιδί πια.
Ξεκίνησα αυτό το blog με αφορμή την δεύτερη εγκυμοσύνη μου και με αιτία την επιθυμία μου να γράφω.  Από το μυαλό μου δεν πέρασαν ποτέ σχέδια για polished φωτογραφίσεις με μποέμ styling, αμοιβές από εταιρίες για προωθήσεις προϊόντων, σελίδα στο facebook με 129 χιλιάδες μέλη, αναγκαστικές πόζες με τεράστια χαμόγελα ή και άλλες γκριμάτσες, κολύμπι μέσα σε μία βαθιά θάλασσα κολακείας και αλληλοσυμπάθειας.  Για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς ακόμα πιο προσωπικούς, το blog δεν το φρόντισα ποτέ ιδιαίτερα.  Δεν έψαχνα στρατηγικά τις κατάλληλες ώρες για να ανεβάσω post όταν το "κοινό" θα είναι στο γραφείο, στο κρεβάτι ή στην τουαλέτα, δεν ασχολήθηκα καθόλου με το design αρκεί να μην ήταν μια παστέλ ζαλάδα, δεν ήμουν συνεπής και τακτική στις αναρτήσεις μου, αποδείχθηκα ανίκανη στο να διατηρώ με διάφορους μηχανισμούς αμείωτο το ενδιαφέρον των ανθρώπων που έμπαιναν, δεν έβαζα φωτογραφίες, δεν σχολίαζα χωρίς λόγο σε άλλες bloggers, δεν ακολούθησα τυπικά καμία -ούτε καν απλή- "χρυσή" συμβουλή επιτυχίας όπως θα ήταν ο τίτλος του slide στα workshops. Και όμως. Κατάφερε τον ένα και μοναδικό του στόχο. Να το διαβάζει κόσμος αρκετός, που αυξάνεται διαρκώς.
Είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό. Δεν ξέρω πώς έγινε, πραγματικά, αλλά είμαι πραγματικά χαρούμενη και περήφανη.  Από αυτό εδώ το blog-άκι κάποιοι συνειδητοποίησαν ότι μπορώ να γράψω - με εξαίρεση τους καθηγητές στο γυμνάσιο που διάβαζαν τις εκθέσεις μου στην τάξη και δεν θα το θυμούνται, τους συμμαθητές μου που εκείνη την ώρα ή άκουγαν ή κοιμόντουσαν και δεν θα το θυμούνται επίσης, τους γονείς, τους τρεις κολλητούς και τον σύζυγό μου, δεν το είχε διαπιστώσει κανένας άλλος - και μου έδωσαν μερικές ακόμα ευκαιρίες, όπως η Χρύσα στο Fashionism και η Μαρκέλλα Δήμου με σταθερή στήλη στο Τaλκ.  Με αυτά και με αυτά το blog-άκι φούντωνε, παραμένοντας ταυτόχρονα ερασιτεχνικό και άτσαλο και αφρόντιστο και όλοι έλεγαν ότι το κατευχαριστιόντουσαν. Φυσικά και παίζει να έλεγαν όλοι ψέμματα. Συνεχίζω σαν να μην.
Εκείνο το πρωί που μου έστειλε μήνυμα η Δέσποινα Τριβόλη στο κινητό το link με το πρώτο κείμενο της Arianna Huffington για την ελληνική έκδοση της Huffington Post, το πρώτο πράγμα που έκανα καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα την προτελευταία παράγραφο ήταν να ξαναμπώ στο blog μου και να το παρατηρήσω με σουφρωμένα φρύδια και μία παραπάνω έκπληξη.  Όταν στην εκδήλωση στο Μουσείο της Ακρόπολης η Arianna είχε να μου πει δυο λόγια πιο προσωπικά από τους υπόλοιπους, ήθελα να το έχω εκεί δίπλα και να του κάνω ένα δυνατό πατ πατ στην πλάτη.  Όταν στο τέλος ήταν αυτό το blog που ανέφερε στην συνέντευξη τύπου ήθελα να το ζουλήξω, να το ταρακουνήσω και να του ουρλιάξω μέσα στο αυτί: σοβαρά τώρα, εσύ;;;;
Ναι, αυτό. Ναι, εγώ.
Χωρίς να θέλω να πω τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από αυτό που γράφω και αδιαφορώντας σε αυτή τη φάση τί θεωρεί ο καθένας σημαντικό γενικά χωρίς ταυτόχρονη σκέψη για το πώς θα μειώσει την χαρά του άλλου, με τακτοποιημένους πλέον μέσα μου τους χαρακτηρισμούς κομπλεξάκι και φίλος που νοιάζεται, με άρνηση να δημιουργήσω εντυπώσεις ταπεινότητας ή ανεξάντλητου πανηγυρισμού και με διάθεση να μοιραστώ στο πιο προσωπικό μου μέσο τα χαρμόσυνα του μήνα που μας πέρασε, κάτι που αμελώ να κάνω γενικά, το λήγω εδώ.
Ήταν ένας πολύ όμορφος Νοέμβριος και ας μην έγραψα ούτε μία ανάρτηση.
Πρώτα από όλα και πριν από όλα γιατί στην εκπνοή του η κόρη μου έγινε τεσσάρων χρονών και όσο γλυκανάλατο και μονοδιάστατο κι αν φαίνεται σε μερικούς αυτό (κλείστε παρακαλώ την πόρτα φεύγοντας, ανάρρωσα πρόσφατα από πνευμονιά), για εμένα είναι ένα τεράστιο, υπέροχο θέμα που εκτός των προφανέστατων λόγων, συμπαρέσυρε μαζί του και όλο το υπόλοιπο.
Και αισθάνομαι πολύ καλά με αυτό γαμώτο.  Hell yeah.







31.10.14

Και κάπως έτσι, η ζωή τελειώνει.

Το πρώτο ξυπνητήρι χτυπάει 06.40'.
'Eξι και σαράντα ε, λέω μήπως δεν το διαβάσατε καλά. Έξι και σαράντα περίπου χτυπούσε πριν από 154 χρόνια που πήγαινα σχολείο ή στις λίγες περιπτώσεις που είχα να προλάβω κανα αεροπλάνο και δεν έπαιζε πτήση μια ανθρώπινη, φυσιολογική ώρα. 'Η αν είχα γεννήσει με ραντεβού, περίπου εκείνη την ώρα θα χτυπούσε. Τέλος πάντων, σε μεγάλα γεγονότα.
Σνουζ.
Έξι και πενήντα σηκώνομαι για να το χωνέψω, να πάω τουαλέτα, να ανοίξω κανένα παράθυρο, να σκεφτώ τί να πάρει μαζί του ο μικρός για φαγητό. Πέντε λεπτά αργότερα τον ξυπνάω, σηκώνεται σχετικά εύκολα, και ξεκινάμε τις ετοιμασίες για το σχολείο.
Δεν μου τα είχατε πει αυτά παιδιά.
Καθόμασταν και συζητούσαμε στα blogs, στις βεράντες, στα chat και στα καλοκαιρινά τα μπαρ για το πώς θα είναι η πρώτη δημοτικού, ποια είναι τα σημαντικά πράγματα που πρέπει να προσέξεις σε ένα σχολείο, τί θα γίνει με τις εξωσχολικές δραστηριότητες, αν είναι καλύτερο το δημόσιο από το ιδιωτικό, και ουσιαστικά δεν είπαμε το σημαντικότερο.
'Οτι το παιδί ξεκινάει μια καινούργια ζωή στο δημοτικό, και Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ.
Ναι, ναι, μην χαμογελάτε οι experts της μητρότητας, ή τα running freaks, ή οι υπερτυχερές με inhouse βοήθεια, μιλάμε ότι την έχω ακούσει στέρεο, η μέρα μου μού φαίνεται τεράστια και διπλά κουραστική και είμαι στα όρια της παραφροσύνης να ξεκινήσω πανελλαδικό κίνημα για να αρχίζει το σχολείο μία ώρα αργότερα- γιατί από το μαύρο χάραμα δηλαδή, γιατί; Σκεφθείτε το, θα γύριζαν και μία ώρα αργότερα, όλους θα σας βόλευε μια χαρά, όποτε είναι μου λέτε και το πάμε.
Λοιπόν, η μέρα μου εδώ και δύο μήνες ξεκινάει στις έξι και σαράντα και μέχρι τις οκτώ το βράδυ περίπου είμαι εκτός σπιτιού. Αυτό οδηγεί σε έναν αναπόφευκτο τρόπο ζωής, που, εχμ, τελειώνει (η ζωή.)
Γυρίζοντας, αν είναι λίγο νωρίτερα στην καλύτερη των περιπτώσεων, ασχολούμαι φυσικά μόνο με τα δύο παιδιά που έχουν να μου πουν νέα, να μου δείξουν ζωγραφιές, που με τραβάνε να τους διαβάσω, να παίξουμε, να φάμε μαζί, ιδανικά νομίζω θα ήθελαν να με κόψουν μικρά κομματάκια και να με μασουλήσουν, τραγανιστή.  Αν είναι λίγο αργότερα, τα πετυχαίνω οριακά στην ώρα του ύπνου οπότε η μόνη κίνηση που κάνω είναι να πετάξω παπούτσια και να πιάσω μαλλιά, τώρα που κρύωσε ο καιρός να βάλω και μια μακριά ζακέτα "σπιτιού" έτσι για τη λαουντζιά του θέματος και να κάτσω πλάι τους με τραγούδια και παραμύθια μέχρι να κοιμηθούν.
Και στις δύο περιπτώσεις αφού έχω πιεί ένα καφέ το πρωί το έχω πάρει πολύ αισιόδοξα, εγώ δεν ήμουν έτσι, δεν θα με πάρει από κάτω, είναι πολύ νωρίς για σύνταξη και κουβερτάκι. Και έχω ανταλλάξει μηνύματα, έχω σχεδόν κανονίσει εξόδους, έχω τσεκάρει κριτικές ταινιών στο internet και έχω υποσχεθεί βέβαια στον εαυτό μου ότι όχι κοπελιά, δεν θα λιώσεις στον καναπέ πάλι σήμερα.
Και κάθε μέρα, κάθε βράδυ, μόνο ακυρώνω. Την ώρα που μπαίνω στο σπίτι, τη στιγμή εκείνη που χαμηλώνω τα φώτα και αποφορτίζομαι από όλη την τρέλα, η μόνη δύναμη που ψάχνω να βρω είναι για να βάλω βραδινή κρέμα και να πλύνω τα δόντια μου. Στα μεγάλα κέφια κάθομαι με τον Dario όταν δεν δουλεύει και βλέπουμε σειρές - αυτό είναι στρατηγική επιλογή φυσικά γιατί μετά από 45 λεπτά που τελειώνει το επεισόδιο μπορείς να την κάνεις σιγά σιγά προς το υπνοδωμάτιο χωρίς τύψεις. 'Οταν βάζουμε ταινία παθαίνω εκείνη τη γελοιότητα που βαραίνουν τα βλέφαρα και μάταια προσπαθείς να τα σηκώσεις σαν με γερανό και ο άλλος σε κοιτάει με οίκτο, μα καλά κοιμάσαι; και εσύ πετάγεσαι, όχι όχι, βλέπω, και συνεχίζει ο σαδιστής σύζυγος, α ναι και για πες τί έγινε και εσύ διηγείσαι μια σκηνή από το κεφάλι σου επειδή εκείνη την ώρα είδες μια λέξη κλειδί και η ρόμπα η ξεκούμπωτη σε τυλίγει βέβαια σαν τη μούμια στο χαλοουίν (δεν πιστεύω να μην γιορτάζετε χαλοουίν μη γίνει της πουτάνας εδώ μέσα.)
Δεν τα είπαμε αυτά παιδιά, αλλά εγώ είμαι εδώ για εσάς, τους μελλοντικούς γονιούς των παιδιών του δημοτικού. Αν είστε λίγο στη φάση τη δική μου, όχι τόσο hyper active γενικά και με δουλειές που δεν τελειώνουν νωρίς, προετοιμαστείτε για το τέλος της ζωής όπως την ξέρατε. Προετοιμαστείτε για να πίνετε δύο μπίρες στα μεγάλα κέφια καπάκι μετά το γραφείο, να διαλέγετε την πιο νωρίς παράσταση από τη μεταμεσονύκτια που παραδοσιακά είναι πιο και γαμώ και να μεταφράζετε στο μυαλό σας την Παρασκευή ως την ημέρα "που βγαίνει η κούραση όλης της εβδομάδας" - τί μαλακία κλισεδούρα έκφραση, εγώ την Παρασκευή την ήξερα ως την ημέρα των μεγάλων εξόδων, έβγαινες ρετάλι αμέσως μετά τη δουλειά και λόγω κούρασης έλιωνες εύκολα, στα δυόμιση ποτά και μετά τραλαλα όλα ήταν όμορφα.
Αλλά όχι, τώρα που το παιδί σας πάει α' δημοτικού και η ζωή σας τελειώνει, η Παρασκευή είναι η μέρα που κοιμάσαι από τις εννιά μαζί με τα παιδιά. Η Χαμένη Μέρα, δηλαδή. Χαμένη, μαζί με 'σενα.
Χαχ, νομίζετε ότι είμαι υπερβολική. Μπορεί και να είμαι. Μπορεί και να συνηθίσω τελικά και να γυρίσω απρόβλεπτα να σας κεράσω σφηνάκι σε κάποια μπάρα σε ένα εξάμηνο. Μαζί με το σφηνάκι θα σας αναλύσω και μήπως να το παίρναμε αλλιώς, μήπως ρε παιδί μου ήταν καλύτερα να γεννούσαμε στα είκοσι έτσι όπως μας προτείνει η βιολογία, να τραβολογούσαμε παντού το παιδί ή να το παρατούσαμε από εδώ κι από εκεί (νταξ μωρέ, στο περίπου) με άγνοια κινδύνου και κοντά στα mid 30s να μην είχαμε κανένα τέτοιο ζόρι - άσε που επειδή θα είμαστε πολύ κουλ φυσικά εννοείται θα βγαίναμε και με το παιδί και τους φίλους του. Σκεφθείτε το.
Πάντως όταν το παιδί ξεκινάει το δημοτικό, η ζωή όπως την ξέρατε μέχρι τώρα, έστω για λίγο, έστω για όσο, τελειώνει.
Και ο εαυτός σας, πιο αποφασιστικά από ποτέ, μεγαλώνει.