27.2.11

Γίνεται? Δε γίνεται.

O Νικολάκης, ναι, Νικολάκης 37 ετών, κοίταξε με ικανοποίηση το ανίσχυρο αλλά καλωσυνάτο πρόσωπό του στον καθρέφτη.  'Ολα πάνω του τσίριζαν mainstream μετριότητα - το σιέλ καλοσιδερωμένο πουκάμισό του, οι μπλε σκούρες κάλτσες που τέντωνε με ευλάβεια μέχρι λίγο πιο κάτω από το γόνατο και το πάντα πάνω κάτω ίδιο χαμόγελό του.  Δεν ήταν ποτέ διαβολικό ή παθιασμένο, μάλλον συγκαταβατικά καλωσυνάτο θα το χαρακτήριζες.
Και αυτές οι φράσεις...
'Ο, τι θες καρδούλα μου... Όπως νομίζεις εσύ μωρό μου... Ναι αγαπούλα μου, ένα καφέ, αμέσως...
Αν ήσουν άνθρωπος με ελάχιστα ψήγματα έντασης στην ψυχοσύνθεσή σου, μάλλον χρειαζόσουν ορό με βαλεριάνα για να αντέξεις τον Νικολάκη.
Ο Νικολάκης έβαλε το παλτό του, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βγήκε στον δρόμο σφυρίζοντας.  Είχε μετακομίσει στο δώμα πάνω από το σπίτι της χήρας μητέρας του πριν δύο μήνες, και η κίνηση αυτή τον είχε κάνει άλλο άνθρωπο. 
Νόμιζε.
Γιατί εφτά μήνες νωρίτερα είχε γνωρίσει το Σοφάκι του.  Και την είχε ερωτευτεί σαν τρελός. 
Η Σοφία ήταν πέντε χρόνια μικρότερή του, πιο τσαχπίνα, πιο όμορφη και πιο έξυπνη από εκείνον, και είχε ανταποκριθεί στο παλιακό του φλερτ.  Μάλλον αυτός ήταν και ο λόγος που την είχε ερωτευθεί παράφορα.  Είχε να του συμβεί αυτό περίπου μία δεκαετία.
Μπηκέ στο παλιό αυτοκινητάκι του, ένα Peugeot 106 και ξεκίνησε για να της κάνει την καθιερωμένη, Σαββατιάτικη έπληξή του.  Κάθε Σάββατο της έκανε μία έκπληξη που την έκανε ευτυχισμένη.  Νόμιζε.
Αυτή τη φορά της είχε αγοράσει ένα κολιεδάκι με ένα αστέρι.  Θα της έλεγε ότι γι'αυτόν είναι και θα είναι πάντα το αστέρι του και ήταν τόσο ικανοποιημένος με τον εαυτό του που είχε βρει φράση να πηγαίνει με το δώρο του.
Η Σοφία άργησε να του ανοίξει την πόρτα και όταν το έκανε ήταν μουτρωμένη.  Στριφογύριζε στα χέρια της ένα τσιγάρο, εκείνη που κάπνιζε μόνο όταν έβγαιναν έξω Σάββατο βράδυ.  Δεν τον κοιτούσε πολύ και όταν της έδωσε το κουτί με το κολιέ, αναστέναξε βαθιά, το κοίταξε με αδιαφορία και του είπε ότι έπρεπε να χωρίσουν.
Ήταν του είπε πολύ καλούλης, πολύ γλυκούλης, πολύ συμπαθητικούλης, αυτά τα σε -ούλης που αποφάσισε ότι σιχαινόταν, δεν την κοντράριζε ποτέ και δεν ήθελε να τσακώνονται και όλα αυτά της δημιουργούσαν νεύρα και οίκτο μαζί και δεν ήθελε να αισθάνεται νεύρα και οίκτο μαζί, όχι σε μια σχέση εφτά μηνών στα 32 της.  Και το σεξ μαζί του ήταν σεξ-άκι, όλα υποκοριστικά και όλα λίγα.  Και όλες αυτές τις εκπλήξεις γιατί της της έκανε?  Γιατί κάθε Σάββατο, γιατί τόσο τακτοποιημένα και αναμενόμενα που γαμούσε τελικά την έκπληξη?
Ο Νικολάκης αισθάνθηκε ότι ήθελε να κλάψει πρώτη φορά μετά την κηδεία του πατέρα του.  Είχε χτίσει την ζωή του του τον τελευταίο καιρό γύρω από αυτή την σχέση, είχε πιστέψει ότι την Σοφία μπορούσε να την παντρευτεί, να συνεχίσει να της κάνει σαββατιάτικες εκπλήξεις και σε λίγο καιρό να την πάρει να μείνει μαζί του στο δώμα στο Παγκράτι και όταν η μαμά του με το καλό πάει να συναντήσει τον μπαμπά του εκεί που είναι να μείνουν στο τριάρι με την μεγάλη βεράντα και τα γεράνια στις γλάστρες.
Μέσα στην εβδομάδα μπορεί να μην βλεπόντουσαν πολύ, αλλά τα Σαββατοκύριακα μαζί της ήταν μαγικά.  Και την Δευτέρα που γυρνούσε στη δουλειά διηγείτο όλο χαρά τις σαβαβτιάτικες εξόδους στους συναδέλφους του και εκείνοι δεν το περίμεναν ποτέ ούτε ότι ο Νικολάκης θα πήγαινε με γυναίκα σε μπαράκι μέχρι τις 5 το πρωί, ούτε ότι θα υπήρχε γυναίκα που θα περνούσε το βράδυ της με τον Νικολάκη σε μπαράκι μέχρι τις 5 το πρωί και μετά θα πήγαινε μαζί του σπίτι.  Αλλά χαιρόντουσαν και τον λυπόντουσαν.  Ήταν τόσο καλός.  Και αγαθός.
Ο Νικολάκης τώρα δεν ήθελε τίποτα.  Δεν ήθελε το δώμα του, το κουτί με το κολιέ με το αστέρι, δεν ήθελε να ξαναδεί μπροστά του τη Lifo που την έπαιρνε για να το παίζει μούρη στη Σοφία, σιχαινόταν το κούρεμα του γιατί εκείνη τον πείραζε γι'αυτό και γελούσαν και σιχαινόταν τη ζωή του την ίδια γιατί μετά από τόσο καιρό νόμιζε ότι την έχει χτίσει γύρω της, αλλά ο σεισμός του τα γκρέμισε όλα.
Και σιχαινόταν τα Σαββατοκύριακά του τα άδεια και τον πρωινό καφέ της Δευτέρας στο γραφείο που όλοι αυτοί που τον λυπόντουσαν θα περίμεναν με βαρεμάρα να ακούσουν τί έκανε ο Νικολάκης και η Σοφία το Σάββατο το βράδυ και να πουν μ'ένα στόμα, μια φωνή, Ουάου, Νικολάκη, πήγες στο Ρέμο, μπράβο!
Πάνω απ'όλα αηδίαζε με τον εαυτό του τον καλωσυνάτο που μετά από όλα αυτά που άκουσε έσκυψε το κεφάλι, έβαλε το κουτί στην τσέπη του και της είπε: Δεν πειράζει Σοφάκι, ότι νομίζεις, αν ήμουν πολύ ευγενής και σε κούρασα ζητώ συγγνώμη.  Θα περιμένω τηλέφωνό σου.
Ενώ θα ήθελε να μπορούσε να της έχει ρίξει καμία χριστοπαναγία της καριόλας, να ταρακουνηθεί λίγο, να δει ποιος είναι άντρας και ποιος κάνει σεξάκι.  Η παλιοχοντρέλω.
Άλλα όχι, δεν ήταν έτσι ο Νικολάκης.  Πικράθηκε πολύ γιατί την αγαπούσε την Σοφία.  Αλλά αγαπούσε πιο πολύ την ζωή που είχε φτιάξει μαζί της, τα ενδιαφέροντα που είχε επειδή του τα είχε συστήσει εκείνη.
Σαββατιάτικα... Τί θα έκανε Σαββατιάτικα... Με μια καρδιά ραγισμένη και ένα δώρο από επιστροφή.
Έτσι ήταν ο Νικολάκης και μπόρεσε να σκεφτεί μόνο αυτό. 
Δευτέρα το καταλαβαίνω.  Αλλά Σάββατο? Γίνεται να μην μ'αγαπάς Σάββατο?

Η παραπάνω ανάρτηση είναι εμπνευσμένη από ένα upload που έκανε μία φανταστική, τρελή, διαδικτυακή φίλη και φαν στο facebook, η Μαρία.  Είδα αυτό και σκέφτηκα τον Νικολάκη και τη σαββατιάτικη, ραγισμένη του καρδιά.
Καληνύχτα, ελπίζω όλες οι δικές σας καρδιές να είναι καλά απόψε.

24.2.11

Οι μαμάδες (όχι, γιατί, και οι μπαμπάδες) είναι τρελές.

Προχθες νομίζω είδαμε λίγο καθυστερημένα το The kids are all right, με την all right Annette Bening και την εντελώς αχώνευτη Julianne Moore που ούτε στην αγαπημένη μου ταινία των τελευταίων ετών, A Simple Man, δεν κατάφερα να χωνέψω.  Θέλω όποτε την βλέπω να της δώσω να πιεί ένα ποτήρι νερό, με άλλη μία της λέξη και αισθάνομαι ότι το ξερό της στόμα θα κάνει ένα κρακ και θα σπάσει.  Και δεν βάφει ποτέ τα νύχια του ποδιού της.
Κατά τη διάρκεια αυτής της ταινίας λοιπόν, που δράμα δεν τη λες, εγώ κατάφερα να κλάψω.  Έχει παραγίνει η κατάστασή μου.
Οι gay μαμάδες λοιπόν πηγαίνουν την κόρη τους στο Κολλέγιο. Την πηγαίνουν για να την αφήσουν να ζήσει μόνη, για πρώτη φορά μακριά τους.  Eκεί λοιπόν οι μαμάδες συγκινούνται, σφίγγονται, βουρκώνουν... και εγώ μαζί τους.  Στο καπάκι το δάκρυ μου τρέχει κανονικά, δεν κάνω πλάκα, κοιτάω τον άντρα μου ο οποίος είναι έτοιμος να κοροϊδέψει στα μούτρα μου αλλά κρατιέται και του λέω με τρεμουλιαστή φωνή:
- Θα φύγουν σε 18 χρόνια... Δεν με νοιάζει, ας κοιμούνται μαζί μας όσο θέλουν...
Ο δικός μου δεν ξέρει τί να πει.  'Η μάλλον ξέρει, αλλά είναι αυτή η φάση που οι άντρες προσπαθούν να πουν αυτό που θέλει - ή που νομίζουν ότι θέλει - η γυναίκα.
- Σιγά μην φύγουν σε 18 χρόνια ρε αγάπη... Μπορεί να μείνουν εδώ και μέχρι τα 28 σίγουρα.
Βάζω λίγο τα γέλια.  Άσχετο το σε πόσα ακριβώς χρόνια θα φύγουν τα παιδιά από το σπίτι, αλλά το πόσο κουλή είναι η μαμά τους που το σκέφτεται καθισμένη οκλαδόν σε έναν φλάφι καφέ σκούρο καναπέ, βλέποντας ρομεντί με gay μαμάδες, τρώγοντας τοστ με τυρί και τόνο και ενώ - η βασικότερη πληροφορία - το ένα θα γίνει τριών χρονών σε δύο μήνες και το άλλο τριών μηνών σε μία εβδομάδα.
Τρόμος.
Έγινα ΜΑΜΑ.
Κανονική και με τον νόμο.  Ή μάλλον, υστερική και με βούλα.
Αρχίζω σιγά σιγά να κατανοώ τη σούπερ λατρεμένη κλισεδούρα φράση όλων των εποχών, "όταν γίνεις και εσύ μαμά, θα καταλάβεις".  Και αγαπητοί αναγνώστες, εναλλακτικοί ή μη, γονείς ή όχι, άντρες και γυναίκες, ελεύθεροι και ωραίοι... είναι αλήθεια.
Θα παρακολουθώ και εγώ τους γκόμενους τους όταν καβαλάνε όλοι μαζί μηχανάκια.
Θα μένω ξάγρυπνη μέχρι να γυρίσουν το ξημέρωμα και θα παραφιλάω να δω αν έχουν πιεί τον κώλο τους.
Θα κάνω κύρηγμα για τα ποτά και τα τσιγάρα και θα μυρίζω τα ρούχα τους.
Θα μισήσω τον μαλάκα/μαλακισμένη 15χρονο/χρονη που θα τους ρίξει χυλόπιττα και τα δικά μου θα κλαψουρίζουν με τους κολλητούς στη web cam - ή ό,τι στο διάολο θα υπάρχει τότε.
Θα προσφέρομαι να κάνω αδιανόητες ταριφιές.
Θα στεναχωριέμαι όταν δε θα τρώνε και όταν δε θα φοράνε μπουφάν στον παγετό.  Θα προσπαθώ να τα μπουκώνω με φρούτα.
Θα πάθω κατάθλιψη όταν θα πάνε για σπουδές στο εξωτερικό.  Θα γίνονται τα νεύρα μου τσατάλια αν είναι στο Άμστερνταμ και στις 3 το πρωί δεν απαντάνε στο κινητό - ή ό,τι στο διάολο θα υπάρχει τότε.
Και θα έχω ψήσει τον άντρα μου, έτσι είναι οι άντρες αν τους τα ζαλίσεις στο τέλος πείθονται όταν έχει να κάνει με τα παιδιά σας, και θα τραβάει τα ίδια ζόρια με εμένα.
Ελπίζω μόνο όλα αυτά να μην τα κάνω με μπικουτί, παντόφλα Alexis Colby με φουντάκι και βεραμάν νυχτικό με γατούλα μέχρι την μέση της γάμπας.

17.2.11

Μεγαλώνουμε.

Μια φορά κι έναν καιρό γνωριζόμασταν μέσα σε πλοία φορτωμένα με φοιτητικά όνειρα και λεφτά σε δραχμές, με προορισμό κάποιο κυκλαδίτικο νησί, κάποιο ψιλοάθλιο δωμάτιο που άνηκε στην κυρα-κάποια, ή το έλεγαν κάτι-beach.  Εκεί βγαίναμε ανελέητα όλα τα βράδια, δεν βλέπαμε ποτέ τον ήλιο και κάναμε πάντα ένα μεθύσι εφιάλτη to remember.
Πίσω στην Αθήνα κάποιοι έρωτες συνεχιζόντουσαν και κάποιοι όχι, και μερικοί από αυτούς που δε διαλύονταν προχωρούσαν σε κοινή ζωή μέσα σε σπίτια που είχαν κόκκινους διαδρόμους, κίτρινο σαλόνι και φωτιστικά από χαρτί, μέσα από διαδρομές που άλλοτε ακροβατούσαν στο χείλος του γκρεμού και άλλοτε ταξίδευαν στα αστέρια. 
Και κοινά πράγματα όριζαν αυτή την πορεία, υλικά ή άυλα, αναμνήσεις, μυρωδιές, συναισθήματα.
Όποτε μυρίζω την θρυλική Cool Water θυμάμαι μέχρι και τo tshirt που φορούσε την πρώτη φορά που αναγνώρισα το άρωμά του και όποτε το καράβι φτάνει στην Παροικιά το στόμα μου γεμίζει από παγωτό φράουλα - το πρώτο που φάγαμε όταν κατεβήκαμε. 
Κάπως έτσι θυμάμαι και όλα του (μας) τα αυτοκίνητα, αλλά πιο πολύ από όλα αγάπησα το πιο πρόσφατο.  Αρχικά το γούσταρα με τρέλα, είναι το μόνο αυτοκίνητο που μου αρέσει - φατσικά εννοείται γιατί για τα υπόλοιπα χέστηκα - και μετά νομίζω ότι ήταν το μόνο που μας πήγαινε - φατσικά πάλι, γιατί ένα βαθύ κάθισμα για να μπεις το έκανες.  Άσε που στις λακούβες έτρωγες και το στομάχι σου από το γκντουπ.  Ένιγουει.
Η πιο γαμάτη ανάμνηση ήταν το ταξίδι που κάναμε οδικώς στην Ιταλία για να πάμε να το πάρουμε.  Ανοίγω παρένθεση για να σημειώσω ότι μέσα στο πλοίο είχαμε κερδίσει στα φρουτάκια κάτι πολλά λεφτά (δεν θυμάμαι πόσα) και μετά είχαμε πάει στην ντέκα ντίσκο του πλοίου να πιούμε με λοιπούς νταλικιέρηδες που φορούσαν πλαστικά σαμπώ.  Και η ντίσκο είχε φωτορυθμικά και σε κάποια φάση έβαλε Κατερίνα Στανίση.  Κλείνω την παρένθεση.
Επίσης, αυτό το αυτοκίνητο το είχαμε βάλει μέχρι και στην πρόσκληση του γάμου μας. 
Και όταν έσκασε μύτη ο Dario εκεί, με AΥΤΟ το αυτοκίνητο και μόνο ένα λευκό μπουκέτο από αγριολούλουδα στον καθρέφτη του συνοδηγού, στο ξωκλήσι κάτω από το σπίτι στην άκρη του κόλπου και με αξιομνημόνευτο στάιλινγκ, είπα από μέσα μου "μαλάκα μου, μια χαρά το γκομενάκι που παντρεύτηκες τελικά".
Και αρχίσαμε να μεγαλώνουμε... και να κάνουμε παιδιά...
Και να στουμπώνουμε το Mini και αυτό να τα υπομένει όλα στωικά, τα παιδιά, τα καρότσια, την γκρίνια, τις κλωτσιές του Walter στην πλάτη του συνοδηγού, τις σακούλες από τον Βασιλόπουλο εκεί που έπρεπε να ξεκουράζονται οι γόβες μου μετά το clubbing, τα βιβλία με ήχους παπάκι και βατραχάκι εναλλάξ, τα ξεχασμένα καπάκια των μπιμπερόν αντί για πεταμένα αποτσίγαρα με αποτυπώματα.
Και εμείς αντέχαμε με άποψη.  Το μόνο κριτήριο για να αγοράσουμε καρότσι όταν πια ο γιος μας δεν χρειαζόταν αυτά τα ηλίθια καρότσια υπερπαραγωγές των μωρών, ήταν η έρευνα μου στο Google "strollers that fit in the Mini boot".  Και έτσι παραγγείλαμε από Αγγλία το Petite Star Zia - τα σπάει πάντως - παραμυθιάζοντάς τους εαυτούς μας ότι οι κουλ γονείς βρήκαν τη λύση και άντεξαν τον θανατηφόρο συνδιασμό κοψομεσιάσματος με βαθύ κάθισμα προκειμένου να προσεγγίσεις το καθισματάκι πίσω με το μωρό στα χέρια.  Τέλος να σημειώσω ότι στις διακοπές μας το παρκοκρέβατο το φορτώναμε σε άλλους.
Μέχρι που ήρθε το νο2.
Μετά τα πρώτα, τα γνωτά, τα μωρουδίστικα, κοιταχτήκαμε με τον άντρα μου με τρόμο και δυστυχία ταυτόχρονα.  Ήρθε η ώρα να σουτάρουμε το Mini.  Η αλήθεια είναι ότι δεν γκούγκλαρα την περίπτωση του να χωράνε δύο καρότσια στο πορτ παγκάζ του, αλλά αφενός το θεωρώ απίθανο και αφετέρου αυτό το βάλε βγάλε τον Walter από πίσω μας είχε τσακίσει τα κόκκαλα.
Έτσι απλά το αποχαιρετήσαμε, μαζί με τον μπαμπά μας που θα το πήγαινε πίσω από εκεί που το πήραμε, με μία φωτογραφία και έναν γιο κατενθουσιασμένο που θα παίρναμε αυτοκίνητο με πόρτα πίσω, δική του.
Το Mini θυσιάστηκε στον βωμό της οικογένειας και το απόλυτα δικό του british racing green χρώμα κλείστηκε στο κουτάκι των αναμνήσεων παρεά με την Cool Water.  Μεγαλώνουμε.
Τώρα γράφω με κλειστά τα φώτα και ένα μωρό 2,5 μηνών είναι ξαπλωμένο πλάι μου με τα χεράκια ενωμένα, και το πρόσωπο του τόσο γαλήνιο που το κοιτάω και λιώνω.  Κάποτε έγραφα και δίπλα μου είχα τασάκι με αποτσίγαρα και μουσική στη διαπασών.  Κάποτε έγραφα και ξημέρωνε και το ξεχνούσα.  Κάποτε έγραφα και μια χοντρή που βαριόταν μας έκανε μάθημα Αρχαία Ελληνικά. 
Φακ, μεγαλώνουμε. 
Είναι ωραία, είναι φυσιολογικά, αλλά δυστυχώς μεγαλώνουν και οι άλλοι μαζί μας.  Και κάποια στιγμή θα τους χάσουμε από αυτή την ζωή και αυτό είναι το μόνο σίγουρο. 
Και πως πήγα εγώ από το Mini στο μελόδραμα δεν ξέρω, αλλά τώρα που μπήκα στο καινούργιο αυτοκίνητο με τα παιδιά, αισθάνθηκα πολύ μαμά. 
Ωραία μαμά όμως.  Κουλ.

10.2.11

It's my party (and I'll cry if I want to)

Ξύπνησα το πρωί του Σαββάτου απότομα, με μία παιδική, δυνατή φωνή...
Μαμάαααααααα, Χρόνια Πολλάααααααααααα!!!!!
Φιλιά, αγκαλιές, γέλια, ήρθε το μπουκέτο, ήρθαν κι άλλα λουλούδια και οι γονείς μου με ακόμα πιο πολλά λουλούδια, τούρτα, γλυκά...
Ήμουν με τα μαλλιά μαζεμένα, ένα tshirt και μία φόρμα, αλλά σας είπα ότι το δέρμα μου έχει γίνει πιο λαμπερό λόγω καθολικής απουσίας make up για καμια 20αρια μέρες?
Η κόρη μου μου γελάει ενώ θηλάζει - όλο γελάει αυτό το μωρό - και ο γιος μου ζωγραφίζει μια ομπρέλα, ένα ανθρωπάκι και μία "casetta" δηλώνοντας με σοβαρό ύφος ότι είναι το δώρο του για τα γενέθλια μου.
Βγαίνουμε με τον άντρα μου μία γρήγορη βόλτα, να πιούμε ένα καφέ εργένικο, οι δυο μας, και παίρνουμε και κάτι για τον Βάλτερ, ως συνήθως.  Είναι ωραία μέρα και το τηλέφωνο μου χτυπάει - όχι περισσότερο από άλλες φορές, thank god for facebook.
Γυρίζουμε στο σπίτι και κόβουμε την τούρτα βιαστικά, τραγουδάμε το χρόνια πολλά σε όλες τις γλώσσες και τις παραλλαγές που μπορούμε και ο γιος μου σβήνει κεράκια και χειροκροτάει σαν τρελός.  Πρέπει να ταΐσω το μωρό και μετά η τούρτα, ο μικρός θέλει να παίξουμε και μετά η τούρτα, θέλω να πω τα νέα στην μαμά μου και μετά η τούρτα, να μπω για μπάνιο και μετά η τούρτα... τί θα γίνει θα προλάβουμε να την φάμε αυτή την τούρτα ποτέ?
Δεν πειράζει, σε λίγο θα βγούμε για φαγητό, στεγνώνω τα μαλλιά μου, τσεκάρω τον Ντάριο αν έβαλε τον αποστειρωτή, λέω για 100η φορά στην Μάρτα πόσα ml τρώει συνήθως η Χλόη το βράδυ, να καταλάβει γιατί κλαίει πριν κάνει το κόλπο με τον απορροφητήρα, αγχώνομαι για τα παιδιά, για το ότι είμαι μπροστά από τις ορθάνοιχτες ντουλάπες και τις κοιτάω σαν χάνος.
Βάζω ένα σακάκι που δεν κουμπώνει, ένα skinny τζην εγκυμοσύνης (αλήθεια) και κατακόκκινο κραγιόν.  Ο γιος μου με κοιτάει εκστασιασμένος, είναι έτοιμος να βάψει τα χείλη του με μαρκαδόρο.
Φεύγουμε πάλι βιαστικά και εγώ λίγο βουρκώνω που τους αφήνω πίσω.
Ο Ντάριο με αγκαλιάζει, κάνει πολύ κρύο και είμαι μόνο με το σακάκι, μου λέει κάτι άσχετο και βάζω τα γέλια. 
Το fois gras είναι καταπληκτικό, η πάπια θεϊκή και πίνω 2-3 γουλιές από όλα τα ποτήρια που μου βάζει ο σομελιέ με την δυσκοιλιότητα, η κρέμα κάστανο με ξετρελαίνει.
Ωραία γενέθλια.  Αφήσαμε πίσω τα παιδιά και μιλάμε όλο γι'αυτά.
Διαφορετικά γενέθλια.  Βρήκα τί θα βάλω μέσα σε 5 λεπτά και έφυγα χωρίς να προλάβω καν να κοιταχτώ στον καθρέφτη.
Αγχωμένα γενέθλια.  Δεν μου έφτανε το 24ωρο.  'Ολα γινόντουσαν γρήγορα, μονορούφι, όπως αυτό το ποστ.
Και πρώτη φορά δεν μονοπώλησα το ενδιαφέρον.  Ο γιος μου έσβηνε τα κεράκια μου και η κόρη μου έκανε νάζια στον παππού.
Του χρόνου θέλω και από τα άλλα, τα κανονικά, μου έλειψαν.  Τα μπαρόβια, τα αλκοολικά, με τις πολλές σακούλες με δώρα.  Και τα παιδιά να κοιμηθούν στους παππούδες ;-)