28.5.14

Σκόνη, πολλή σκόνη.

Μάλιστα, από ότι βλέπω ψύχραιμα πλέον όλοι σχεδόν είχαμε γνώμη για τις εκλογές και αυτό είναι ευχάριστο, πώς γίνεται δηλαδή να μην μας αφορά κάτι τέτοιο εφόσον είναι η μεγάλη ευκαιρία να αλλάξουμε τα πράγματα που μας ταλαιπωρούν, ή και να ισχυροποιήσουμε εκείνες τις καταστάσεις που μας ευνοούν - πρωτίστως ελπίζω συλλογικά.
Σοσιαλ μιντικά πάντα, και αυτό είναι ένα πρόβλημα βέβαια γιατί το δείγμα είναι εντελώς πειραγμένο (διπλής) όλοι σχεδόν βρίστηκαν μεταξύ τους, οι μισοί κατέκριναν τους άλλους μισούς για τις επιλογές τους και φυσικά το κολλήσαμε μεταξύ μας ως αδιαμφισβήτητα μέλη μιας υψηλής διανόησης που μελέτησε το μάθημά της πριν πάει στην κάλπη με εμμονική ευλάβεια, σταύρωσε τους "σωστούς" και έστειλε στον καιάδα τους "ελαφρούς" με καμία διάθεση αναζήτησης λοιπών παραγόντων, άλλωστε το "καλός μαλάκας και αυτός" πάει με όλα και αυτόματα εσένα σε κάνει μη-μαλάκα και άρα ικανοποιημένο και χαρούμενο για τη μη-μαλακία σου παρόλο που θα ζήσεις σε έναν κόσμο χαμηλής νοημοσύνης περιτριγυρισμένος από βλάκες.
Προφανώς και δεν θα αξιολογήσω τα αποτελέσματα των εκλογών, αλλά ναι, θα σφίξω τα δόντια σκεπτόμενη τον αγώνα που έχω να δώσω τα επόμενα χρόνια για τα παιδιά μου και αν αυτό σας φαίνεται πολύ δραματικό μπορείτε να αλλάξετε blog και να κατευθυνθείτε σε εκείνα τα ωραία γκρουπάκια μαμάδων με τα χιλιάδες πειραγμένα (Ε) μέλη που συζητούν μεταξύ τους για το αν η σεξουαλική πράξη είναι αποδεκτή τις ημέρες της νηστείας.
Τα επόμενα χρόνια λοιπόν τα παιδιά μου θα μάθουν ότι όλοι δεν ξεκινάμε από το σημείο μηδέν.
Ανεξάρτητα από το ότι όλοι ήρθαμε στον κόσμο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, για μερικούς κατατρεγμένους, αδικημένους, για εκείνους που ζουν καταστάσεις που τους χαρακώνουν σαν λεπίδες και το μυαλό τους μπαίνει στο μπλέντερ μαζί με τα όνειρά τους, ο κόσμος δεν έχει έλεος. Η ιστορία τους θα συνεχιστεί αιώνια όπως οι γάμοι στις ινδικές κάστες και το τέλος τους θα έχει αφήσει τόσο μικρό αποτύπωμα όσο ένας κόκκος σκόνης σε λεωφόρο.
Θα μάθουν ότι οι φανατικοί, από όποια ομάδα και αν προέρχονται, βρίσκονται εδώ για να τραμπουκίζουν, να καταδυναστεύουν και να προσηλυτίζουν και άλλα πρόβατα στην αγέλη τους με μία και μόνη απαράβατη συμφωνία - είμαστε δυνατοί αν είμαστε ίδιοι. Τα πρόβατα θα γίνουν λύκοι και στο καλύτερο σενάριο αυτός που θα ξεχωρίσει θα φύγει τρέχοντας αλλά πάντα σιωπηλός. Αν μιλήσει θα τον ξεσκίσουν. Ο καλύτερος λοιπόν θα συνεχίσει τη ζωή του ήσυχος, καταπιεσμένος, παρατηρώντας μόνο τους άλλους να βελάζουν χωρίς όμως να μπορεί να τους φιμώσει.
Το τέλος του θα έχει αφήσει τόσο μικρό αποτύπωμα όσο ένας κόκκος σκόνης σε λεωφόρο.
Θα μάθουν να μη λυγίζουν μπροστά στις φρικαλεότητες της ζωής από όποια γεωγραφική ζώνη του πλανήτη και αν καταφθάνουν οι ειδήσεις της. Από τους μαθητές που αυτοκτονούν γιατί δεν μπορούν να σηκώσουν τα βάρη των εξετάσεων μέχρι τους λιθοβολισμούς αθώων γυναικών στα σκοτάδια του Ισλάμ και από την εκπόρνευση μικρών παιδιών στα πεζοδρόμια των μεγαλουπόλεων μέχρι τις αβίαστες δολοφονίες ανθρώπων που απλά γεννήθηκαν σε λάθος χώρα, θα μάθουν να κλείνουν τα μάτια τους και τα αυτιά τους γιατί στην τελική τί μπορούν να κάνουν για όλα αυτά, τα μικρά μου, τα καλά μου τα παιδιά, ένας κόκκος σκόνης είναι μέσα σε μία τεράστια λεωφόρο.
Θα μάθουν να είναι διαλλακτικοί μόνο εκεί που τους βολεύει, ανεκτικοί μόνο εκεί που τους παίρνει και απόλυτοι μόνο όταν πρόκειται να μιλήσουν για το δικό τους αντίστοιχο μελλοντικό "χιπστερικό" "κούλνες".
Θα μάθουν ότι τα πάντα είναι εικόνα προς πώληση και μόνο, όταν δίπλα τους στο τραπέζι θα τους χαμογελάει ο φασίστας με κοστούμι και χαμόγελο τηλεοπτικού σταρ - ή μάλλον διαδικτυακού "σταρ", γενικά μια μπλεγμένη κατηγορία που στην πλειοψηφία της μπορεί και να αξιολογηθεί ως οι nothings - όταν η στησοκωλίαση του καλού συναδέλφου ή του πορωμένου συνδικαλιστή θα ξεπεράσει την δική τους επαγγελματική αξία, όταν τα φλας γύρω τους θα αστράφτουν χωρίς κανέναν λόγο για μία καινούργια τσάντα, όταν θα ξεχαστούν από τους φίλους τους επειδή δεν πόζαραν με ευγνωμοσύνη στο σωστό κάδρο, όταν θα τους αγοράσουν με την αξία ενός κόκκου σκόνης σε μία τεράστια λεωφόρο.
'Η μπορεί και όχι.
Σκέφτομαι ότι είναι η ευκαιρία μου από αύριο να ξεκινήσω από το πραγματικό σημείο μηδέν. Φανταστική ευκαιρία ε, μπορεί να σου παρουσιαστεί όπου και αν είσαι και όποτε και αν το σκεφτείς, κάτι σαν τα 27 πράγματα που πρέπει να κάνει ένας άντρας πριν πεθάνει και ακόμα πιο χαλαρά.
Σκέφτομαι ότι κανένα από αυτά τα μαθήματα δεν πρέπει να χαϊδέψουν τα αυτιά των δικών μου παιδιών.
Μετά από μερικά πρόσφατα γεγονότα με πιο πρόσφατο τα εκλογικά αποτελέσματα κάπως συσσωρεύτηκαν στο μυαλό μου τόσες γνώμες μπουρδολογίας για τη θρησκεία, για την αριστερά, για την ομοφυλοφιλία, για την εκπαίδευση που αντί να κάτσω να γίνομαι έξαλλη με όποιον διαφωνεί, αποφάσισα ότι είναι σοφότερο για τον προσωπικό μου διαγωνισμό επίκτητων ικανοτήτων να "εκπαιδεύσω" τα παιδιά μου πώς να γίνουν οι συμπολίτες που επιθυμώ να έχω γύρω μου, που εμπιστεύομαι να ψηφίζουν και για εμένα, που γουστάρω να συναναστρέφομαι, να μαθαίνω, να διαφωνώ. Δεν είμαι ρομαντική, ακτιβίστρια, ιδεολόγος ή χίπης, απλά βρήκα αυτόν τον τρόπο να επενδύσω στις εκλογές και τις αποφάσεις του μέλλοντος.
Θα ξεκινήσω μαθαίνοντάς τους ότι ο φανατισμός πονάει σαν μαστίγιο με εφτά ουρές, πρώτα τους ίδιους και μετά τα θύματά του, ο σεβασμός στις προσωπικές ελευθερίες συντελεί σε θαύματα και ότι η μεγαλύτερη κατάρα είναι το να είσαι αποδεκτός με μόνο κριτήριο τη σιωπή σου, όχι όμως να γίνεσαι αποδεκτός σιωπηλά.
Και βλέπουμε.
Θα φτιάξω και ένα παραμύθι για εκείνα τα ανθρωπάκια που βολόδερναν με τον άνεμο σαν κόκκοι σκόνης στη λεωφόρο και δεν τους έβλεπε κανείς και μετά γυρνούσαν στα σκονισμένα σκοτεινά σπίτια τους και κλειδαμπάρωναν τις πόρτες ουρλιάζοντας για να μην μπουν άλλοι, ευγενείς, πολιτισμένοι, μαύροι και άσπροι, gay και straight, αριστεροί και δεξιοί, χριστιανοί και άθεοι, που ήθελαν μόνο να τους δείξουν ότι έχει πλάκα να μαθαίνουμε με αυτόν τον τρόπο τον κόσμο μας τον μικρό και τελικά πέθαναν έτσι, ολομόναχοι. Πνίγηκαν από τα ουρλιαχτά τους.
Κάτσε γιατί γίνεται creepy αυτό για παραμύθι, μήπως πρέπει να το αλλάξω λίγο.

23.5.14

'Ενα κάποιο διάλειμμα.

Πριν από αρκετές μέρες πήγα ένα ταξίδι στην Ιταλία με τον Dario, την Χρύσα και το Στέλιο, για να παρακολουθήσουμε τη συναυλία του Robbie Williams στο Τορίνο αρχικά και να κάνουμε και καμια βόλτα στο Μιλάνο, την πόλη του συζύγου, στη συνέχεια.
Θέλω εδώ να ανοίξω μια παρένθεση.
Robbie σε αγαπώ, είσαι πολύ μεγάλος entertainer, είσαι πολύ σωστός-τόσο-όσο pop, έχεις φάτσα ψυχεδελική, κουνιέσαι υπέροχα, έκανες λάθος που ανέβασες την Κιάρα στη σκηνή γιατί πρώτον την έλεγες Τιάρα και δεύτερον αυτή ήταν πάρα πολύ άνετη όταν της έπιανες των κώλο και χάσαμε το δράμα που θα προσέφερα εγώ στο λαό σου. Κλείνω.
Γενικά αυτό το ταξίδι τύπου με φίλους στο εξωτερικό είχα καιρό να το κάνω. Δεν είναι που δεν βγαίνουμε μόνοι μας ή δεν έχουμε πεταχτεί κάπου για σαββατοκύριακα οι δυο μας (συνήθως για γάμους και αφού έχει μπει η Άνοιξη), αλλά η ρύθμιση "χωρίς παιδιά" πιο πολύ δουλεύει σε εμάς όταν εκείνα πάνε κάπου με τους παππούδες και εμείς ξεκινάμε μεγαλεπήβολα σχέδια Athens-by-night για να καταλήξουμε με τριώροφα burger μπροστά απ'το τελευταίο season του Game of Thrones και πόρτες ερμητικά κλειστές μη τυχόν μπει καμια χαραμάδα ήλιου και πεταχτούμε το επόμενο πρωί για να πάρουμε το σχολικό. Μόνοι μας.
Οπότε, παρά τις ανελέητες τύψεις που με ταλαιπώρησαν μέχρι να φτάσω στο αεροδρόμιο - περισσότερο λόγω Μιλάνο, θυμόμουν τελευταία φορά που είχαμε πάει με τον W. και πως σχεδιάζαμε την επόμενη να πάρουμε και τους δύο μαζί και ας κυνηγούσαμε μόνο περιστέρια στο Duomo - γρήγορα, μέσα στο αεροπλάνο δηλαδή, μπήκα στο μουντ το σωστό, το συναυλιακό, το παρεΐστικο, το θα βγούμε, θα πιούμε, θα κοιμόμαστε, θα ψωνίζουμε, θα χαζεύουμε ωραίους ανθρώπους *insert γκομενάκια κατά βούληση*, θα απλώνουμε τα πόδια μας κάτω από τον ήλιο, θα γινόμαστε λούτσα με τις βορειοϊταλικές μπορίτσες, o Dario δεν θα νοιάζεται για εμένα και εγώ για τον Dario γιατί τέλος πάντων ενήλικες άνθρωποι είμαστε και την δύναμη του και να την αφήσει στο πιάτο ή τη ζακέτα στο σπίτι, βασικά στα παπάρια μου. Έτσι μωρέ, λίγο άνετοι μποεμίστες και καλά.
Λοιπόν εντάξει, τα κάναμε. Και γελάσαμε πάρα πολύ και μας φωτογράφισαν και οι κάμερες στους δρόμους (έγιναν μερικά επικά φάουλ με το αυτοκίνητο, πιο τουρίστες πεθαίνεις), και βρεθήκαμε στο τσακ να φωτογραφίσουμε γκομενάκια για το #sartoriagram αλλά αποδειχθήκαμε κατώτερες των περιστάσεων μετά τα απανωτά σοκ, και περάσαμε περίπου ένα τρίωρο μέσα σε outlet που δίπλα πουλούσαν σάντουιτς με αστακό για 17 ευρώ, και μπερδέψαμε κρασιά με μπίρες αλλά όχι χώρες, όλα ιταλικά, αλλά. Πάντα υπάρχει αυτό το αλλά ε.
'Επιασα τον εαυτό μου να χαζεύω κάθε παιδάκι που κυκλοφορούσε στο δρόμο και να σκουντιόμαστε με τους υπόλοιπους όταν το παιδάκι άγγιζε υψηλά επίπεδα γλυκόζης και στυλ.
'Επιασα τον εαυτό μου να "θυσιάζει" (εντάξει, θυσία στα πλαίσια της συγκεκριμένης πόλης/ταξιδιού ρε παιδί μου) ώρες σε αγαπημένα δικά μας μαγαζιά -αχ, που θα έβρισκα καταπληκτικά πράγματα I could afford είμαι σίγουρη- για να ανακατευτώ χαζολογώντας μέσα σε μίνι φούστες, tshirt με τερατάκια, γαλότσες με υφασμάτινα λουλούδια, άχρηστα μπουκαλάκια για νερό με δεινόσαυρους και βιβλία με μπαλαρίνες που κουνιούνται.
Πέρασα αδιανόητη ώρα μέσα στο Disney store. Εξευτελιστικά αδιανόητη ώρα μέσα στο Disney store.
Μετά την αδυσώπητη οινοφαγία, αυτή που το μόνο που θέλεις είναι να βγεις στο δρόμο σε σχήμα μπάλας και χρειάζεσαι και κάποιον να σε σπρώξει να τσουλήσεις, ξεκινούσα συζητήσεις με τον Dario για το αν θα άρεσε στο γιο μας το ένα εστιατόριο και τί τέλεια που θα περνούσε η κόρη μας στο άλλο με τον κήπο και την κουνιστή σαμπρέλα, για να μην πω ότι όταν κάτσαμε στο πιο τέλειο "σαντουιτσάδικο" (sort of, δεν είναι) της πόλης, το Panino Giusto, σχολιάσαμε με φρίκη και οι τέσσερις την προσθήκη προκάτ τηγανητών πατατών στο μενού για να προσθέσουμε στα καπάκια ότι μωρέ το κάνουνε για τα παιδιά, και τα δικά μας πατάτες θα έτρωγαν.
Εντάξει, γενικά δεν θα πω καμια μεγάλη σοφία εδώ, πάντα μπροστά τα μικρά. Καμια φορά κιόλας το αισθάνομαι πιο έντονα με την απουσία, παρά με την παρουσία τους. Έχουν επάνω μου αυτή την ευεργετική επίδραση του λιμανιού, αν με νιώθεις. Μπορεί για πάρτη τους να γίνομαι έξαλλη προσπαθώντας να έχω τον έλεγχο, ή μάλλον να τους βάλω στα δικά μου παπούτσια με την δικαιολογία "η μαμά ξέρει, φουλ στοπ", αλλά πόσες φορές όταν αισθάνομαι πίεση το μόνο, το πρώτο που θα σκεφτώ είναι οι αγκαλιές τους. Πόσες φορές με έχουν σώσει από μεγαλοποίηση προβλημάτων, από βουτιές στη θλίψη, από ψυχολογικό στρες, μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν. Γιατί απλά, υπάρχουν μέσα μου συνέχεια.
Και μετά στον γυρισμό από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, πόσο μεγάλη η προσμονή να γυρίσω γρήγορα σπίτι να ξετυλίξουμε τα πραγματάκια από τη βαλίτσα, να πούμε νέα, να σχεδιάσουμε επιτόπου ένα ταξίδι με αεροπλάνο και οι τέσσερις, έτσι λίγο για να αποφύγουμε την γκρίνια του γιατί δεν πήρατε και εμάς μαζί.
'Όλα ονειρικά ε, γαλήνια, τελειότης κατηγορία μιλφ αμέρικαν μπλόγκερ. Μέχρι την επόμενη μέρα που λίγο πριν το βραδινό άρχισαν να κυνηγιούνται γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού με τα ποτήρια γεμάτα γάλα στα χέρια που χυνόταν σαν να με κοροϊδεύει σε κάθε ποδοβολητό και το μόνο που σκέφτηκα ήταν πόσες γαμημένες μέρες ακόμα θα έπρεπε να έχω κάτσει σε αυτό το ταξίδι.



από πόρτα παιδικού βιβλιοπωλείου στο Τορίνο, "τα παιδιά μπορούν
και πρέπει να ξεφυλλίζουν τα βιβλία"

 






 


εδώ δεν είναι ο ρόμπι χάλιας, οι προβολείς του φταίνε.
η αγαπημένη μου φωτογραφία από όλο το ταξίδι,σπάνε τα
κοντέρ των #miserablemen οι δικοί μας εδώ, περιμένοντας
να τελειώσουμε το μάταιο shopping.μάταιο γιατί δεν πήραμε
τίποτα βέβαια.




9.5.14

No mother, no cry.


via www.inmagine.com/
Πλησιάζει η γιορτή της Μητέρας την Κυριακή και όχι,δεν είναι που δεν κρατιέμαι μη τυχόν και δεν βγω απ'τους πρώτους, απλά δεν γράφω σχεδόν ποτέ σαββατοκύριακο. Για τους γνωστούς λόγους που έχουμε αναλύσει - τους το αφιερώνω, και τα βράδια δεν τα περνάω μπροστά από pc, είμαι ή με φίλους & hubbie ή με μαξιλάρι & ύπνο. Ρουτίνα θα μου πεις, ισχύει θα σου απαντήσω. 
Τώρα που το σκέφτομαι γενικά γράφω σπάνια. Τέλος πάντων.
Δεν θα ανεβάσω φωτογραφίες μη "προνομιούχων" μαμάδων, ούτε μεταφρασμένα άρθρα από το εξωτερικό, αν και στο δικό μου μυαλό τριγυρνάνε κορίτσια της Αφρικής που έχουν αρπαχθεί από τις μανάδες τους, ζευγάρια λεσβιών που έχασαν το παιδί που μεγάλωναν με συνέπεια και αγάπη από νομοθετικές παρεμβάσεις, μητέρες που έμειναν πίσω ανήμπορες, άψυχες γιατί το παιδί τους καταδικάστηκε από μια μη αναστρέψιμη ασθένεια.
'Ολες αυτές γιορτάζουν. 'Ολες. Και όλες τις σκέφτομαι συγκινημένη, όπως και τις μαμάδες των διαφημίσεων και όλων αυτών των viral που με την πρώτη νότα βγαίνει χαρτομάντηλο, όπως και όλες αυτές που θα δω την Κυριακή να τριγυρνάνε με ένα λουλούδι στο ένα χέρι και ένα παιδί που τραγουδάει στο άλλο, γι'αυτή τη γιορτή θα γίνω όσο συναισθηματική πάει και θα βουρκώσω. Για όλες. Αχταρμάς; Μπορεί. Η ουσία παραμένει. Για όλες αυτές.
Θα μοιραστώ όμως πάλι μια ιστορία εντελώς αληθινή, μια ιστορία που έχω ζήσει χωρίς μεσάζοντες, για μία μαμά που δεν ήξερε και δεν ήθελε να δώσει αγάπη και ας της προσφερόταν τόσο απλόχερα, τόσο αληθινά. Τόσο άδολα, έτσι ακριβώς όπως κάνουν όλα τα παιδιά του κόσμου για τη μία και μοναδική που αποκαλούν "μαμά". No matter what.

Πάμε.

O Θ. γνώρισε την Ε. όταν εκείνη ήταν 20 και αυτός 37.  Παντρεύτηκαν μετά από δύο χρόνια, κόντρα βέβαια στις αντιρρήσεις όλων για πολλούς και διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων επικρατέστερη η διαφορά ηλικίας και οι χαρακτήρες οι τόσο διαφορετικοί, με τις ευλογίες των πιο ρομαντικών ότι είναι ερωτευμένοι και αυτή η αγάπη όλα θα τα σβήσει, όλα θα τα προσπεράσει.
23 χρονών η Ε. έγινε μαμά.  Γέννησε ένα γιο και πάνω που όλα φαινόντουσαν καλά, δουλειές άρχισαν να διαλύονται και οικονομικά προβλήματα να σφίγγουν την οικογένεια σαν πύθωνες, μη δίνοντάς τους πολλές επιλογές απ'το να μετακομίσουν με την μητέρα του Θ. σε ένα μικρότερο και πιο άβολο για αυτούς σπίτι.
Η Ε. ζορίστηκε. 'Ηταν πολύ νέα, απ'ότι είπε αργότερα το παιδί "προέκυψε", δεν ήταν έτοιμη, και παρότι η γιαγιά προσπαθούσε να κρατήσει τα προσχήματα, η συγκατοίκηση έγινε αφόρητη. Ο Θ. έκανε δυο δουλειές και έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, το ίδιο φρόντιζε να κάνει και εκείνη - χωρίς τον παράγοντα "δουλειά" όμως.  Το μωρό έμενε στην καλή περίπτωση με τη γιαγιά του, στη χειρότερη να κλαίει μόνο του για καμια ώρα τουλάχιστον, απ'ότι έλεγαν οι γείτονες.
Ο Θ. έτρεχε να μαζέψει όσα κομμάτια μπορούσε, να μη στεναχωριέται η μάνα του, να μη γκρινιάζει η γυναίκα του, να μην σχολιάζει η γειτονιά, να μην κακοπερνάει ο γιος του. Κάποιες φορές τον έπαιρνε μαζί του στη δουλειά, σίγουρος ότι έτσι τον προστάτευε από την αδιαφορία και τις εκρήξεις της μαμάς του.
Τα χρόνια περνούσαν, από ότι φάνηκε στη συνέχεια δυστυχισμένα. Τα προβλήματα δεν λυνόντουσαν ποτέ, οι φωνές της μάνας και η βιαιοπραγία προς τον μικρό της γιο καθημερινές, η γιαγιά επιστράτευε όλη την ευρύτερη οικογένεια για να ξεφεύγει λίγο το παιδί, κάποια απογεύματα σε συγγενείς, κάποιες διακοπές στην Αθήνα, ο Θ. δεν μιλούσε, δούλευε σκληρά, πάλευε για τον γιο του και αντί να δει τον ξεκάθαρο μονόδρομο για να ζήσει μια πιο χαρούμενη ζωή με το παιδί του, βρήκε τη λύση στο ποτό.
Ταυτόχρονα η Ε. ξαναερωτεύτηκε έναν άλλον άνδρα, που ζούσε στο απέναντι εξίσου μίζερο οικογενειακό σπίτι και πηδούσε μπαλκόνια για να τον συναντήσει. Η γιαγιά έβρισκε καταφύγιο στις εκκλησίες, ο εγγονός της έγινε αντιδραστικός, νευρικός, μάταια έψαχνε απελπισμένα ενδιαφέρον στα μάτια της μάνας του - εκείνη ήταν αλλού προ πολλού.
Μετά από λίγα χρόνια, η γιαγιά πέθανε. Ο μικρός ήταν ακόμα μεγαλύτερο πρακτικό εμπόδιο για την Ε. και θολωμένη ένα βράδυ, σε ένα 9χρονο αγόρι, έδωσε υπνωτικά χάπια για να μπορέσει ελεύθερη να συναντήσει τον εραστή της.  Κανείς δεν ξέρει αν ήταν η πρώτη φορά, αν έγινε πολλές άλλες ακόμα, ή τί άλλες ανεπίτρεπτες μεθόδους χρησιμοποιούσε σαν βήματα προς την απελευθέρωση, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν το απαίδευτο μυαλό της. 'Ένα χρόνο μετά βγήκε το διαζύγιο και έχασε την επιμέλεια του παιδιού της.
Δε γύρισε ποτέ να κοιτάξει πίσω, ένα 10χρονο παιδί με έναν πατέρα σε δυο δουλειές που βασιζόταν σε τρίτους για να πάρουν το παιδί από το σχολείο, να το ταΐσουν και πολλές φορές να το βάλουν και για ύπνο το βράδυ περιμένοντας με τα δικά τους παιδιά αγκαλιά αποκοιμισμένα στον καναπέ τον Θ. να γυρίσει σπίτι. Υπέροχοι άνθρωποι, μοναδικοί, μοίραζαν τις ζωές τους για να βοηθάνε. 
Η Ε. παντρεύτηκε τον απέναντι, που διέγραψε αντίστοιχα και εκείνος την οικογένειά του και πήγαν να ζήσουν στην ίδια πόλη μεν, μακριά από τη γειτονιά όπου περιφέρονταν σαν καταραμένοι δε. 'Εκαναν και ένα αγοράκι και όσοι τους έβλεπαν περιέγραφαν μια άλλη γυναίκα. They were meant to be. Απλά κατέστρεψαν κόσμο στην πορεία.
Τα γεγονότα συνεχίστηκαν έτσι ακριβώς όπως ήταν αναμενόμενο. Ο Β., ο γιος της Ε. και του Θ., ξεκίνησε τους μπάφους στα 13, παράτησε το σχολείο στα 16 και έπεσε στην πρέζα στα 17, βλέποντας τη μητέρα του όποτε τον καλούσε εκείνη, 2-3 φορές το χρόνο.  'Οσο ήταν πιο μικρός καθόταν πλάι στο τηλέφωνο και περίμενε μέρες για να τον πάρει, γιατί έτσι του είχε υποσχεθεί απλά μετά το ξεχνούσε, έκοβε βόλτες στις πλατείες για να της πιάσει το χέρι και να τον αγκαλιάσει έστω και ψεύτικα μπροστά στους ξένους, όσο μεγάλωνε διατυμπάνιζε ότι δεν θέλει να την ξαναδει μπροστά του, ότι για αυτόν είναι μια άγνωστη που ποτέ δεν τον αγάπησε και ότι ο μόνος άνθρωπος που αξίζει τις θυσίες και τον σεβασμό του είναι ο μπαμπάς του. Βέβαια αυτό το τελευταίο γινόταν ταυτόχρονα με κλεψιές χρημάτων και καυγάδες, ο Β. δεν μπορούσε πλέον να κρίνει σωστά. Σε συναισθηματικές εξάρσεις έλεγε πως δεν τον νοιάζει ό,τι και να του συμβεί στη ζωή, αρκεί να μην πληγώνει τον πατέρα του. Ο Θ. πέθανε από έμφραγμα στα 59 του χρόνια, ή όπως έλεγαν όλοι τότε στην κηδεία και πόσο πολύ ταιριάζει ε, έσκασε. Από το ποτό και τη στεναχώρια.
Ο Β. ξεκίνησε την ξέφρενη κατηφορική διαδρομή, σαν πρώτη φορά σε scate στο San Francisco. Μόνος, χωρίς εφόδια και χωρίς οικογένεια, με τους συγγενείς να προσπαθούν μανιασμένα αλλά ασυντόνιστα, χωρίς απόλυτη παραδοχή της κατάστασης, χωρίς όλο τους το χρόνο, σαν υπόσχεση στον άνθρωπο τους ότι όχι, αυτό το παιδί δε θα χαθεί και όμως χανόταν όπως οι σταγόνες του νερού από τη χούφτα.
Με όλα αυτά κάτι έτριξε στην καρδιά της μάνας του και τον πήρε κοντά της.  Τώρα μπορούσε, είχε χάσει και τον δεύτερο σύζυγό της από έμφραγμα, λίγα χρόνια πριν τον πρώτο. Τσακισμένη, πιο συνειδητοποιημένη, του ζήτησε να τη συγχωρέσει. Δεν την ένοιαζε έλεγε που καθάριζε σκάλες όλη μέρα, αρκεί που είχε τα δύο αγόρια κοντά της.
Εκρηκτικό το μείγμα με τον ναρκομανή γιο και την ανέχεια για τον αδελφό του. Ο Β. έφυγε από το σπίτι γιατί δεν ήθελε ο μικρότερος να ζει και να βλέπει τα χάλια του.  Τότε μπήκε στη μέση μία θεία, που είχε κάνει προηγουμένως διάφορες απόπειρες σωτηρίας, μάζεψε λεφτά από φίλους και γνωστούς και έπεισε τον Β. να μπει σε ιδιωτικό κέντρο αποτοξίνωσης. Τον επισκεπτόταν συνέχεια, πήγαινε σε όλες τις συναντήσεις, έψαχνε να του βρει δουλειά για μετά. Η μάνα του μία την έπαιρνε και έκλαιγε, μία έβριζε τη ζωή και την τύχη της, την άλλη της έλεγε να μην ανακατεύεται, εκείνη έκλεινε τα αυτιά της και άκουγε μόνο τους θεραπευτές, έκοβε λεφτά από τα παιδιά της για να ζήσει ο Β. Για να γίνει καλά.
Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε, ο Β. είναι τώρα 27 χρονών, έχει καθαρίσει και έχει ξανακυλήσει άλλες δυο φορές, έχει πετάξει δουλειές και σχέσεις στα σκουπίδια με τρομακτική ευκολία, έχει πει ψέμματα, έχει κλέψει, έχει τρυπηθεί, έχει μετανιώσει, έχει κοιμηθεί στον τάφο του μπαμπά του, έχει νιώσει ευγνωμοσύνη, έχει συγχωρέσει τη μαμά του, την έχει καταραστεί, έχει δει τα χρόνια να περνάνε, δεν έχει καταλάβει ποτέ γιατί δεν έπρεπε να τα σπαταλήσει. Αλήθεια, γιατί;
Πριν λίγες εβδομάδες, μια νύχτα που έβρεχε καταρρακτωδώς και έφτιαχνες με το μυαλό ιστορίες για αγρίμια, χτύπησε το κουδούνι της θείας του και έβγαλε μόνο μια κραυγή.
"Πού είναι η μάνα μου ρε θεία; Θέλω τη μάνα μου ρε".

Εξαφανίστηκε τρέχοντας μες στη νύχτα και από τότε αγνοείται.

Αυτή η μάνα δεν γιορτάζει την Κυριακή.

'Η πείτε εσείς.