16.6.14

Τελευταίο κλικ.

φεύγουμε ρε, καληνύχτα :)
 

























Βρίσκομαι πολύ κοντά του με τα μάτια καρφωμένα πάνω του, πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου δέκα λεπτά νωρίτερα για να τα καταφέρω - οι καλοκαιρινές γιορτές εδώ γίνονται στην αυλή του σχολείου και έτσι περιμέναμε με ανυπομονησία να τελειώσει η μπόρα, άλλοι οκλαδόν κάτω, άλλοι σε παιδικά πολύχρωμα καρεκλάκια, οι περισσότεροι όρθιοι για να φωτογραφίζουν, να βιντεοσκοπούν, να πιάνουν τα βλέμματα, όλοι στριμωγμένοι έτσι, για να ακούνε και το πιο ελαφρύ γέλιο.
Μου είχε πει μέσα στο αυτοκίνητο ότι ντρέπεται και ας έχουμε συνηθίσει πάλι εδώ σε γιορτές εντελώς χαλαρές και αγαπησιάρικες - τόσο που ορισμένοι γονείς έχουν σχολιάσει μα καλά ούτε ένα ποιήμα, μια σκηνή από μιούζικαλ, ένα οριοθετημένο χορευτικό - και εμείς κι ας απορούμε, του λέμε ότι τον καταλαβαίνουμε και μετά από λίγο πλακίτσα ότι σιγά μην τον κοιτάξει κανείς για πολύ εκτός από τους τρεις μας, θα έχουν τα δικά τους παιδιά να ασχοληθούν, χαμογελάει. Χαίρεται. Ανυπομονεί. Πριν μερικές μέρες μου είχε πει ότι στεναχωριέται. Κι εγώ ρε συ, του είχα πει. Μετά του είχα φτιάξει εικόνες από το μέλλον, ωραίες εικόνες. Και γιατί να μην είναι και πρέπει οπωσδήποτε όλα να βαδίζουν καταπάνω σου αποφασιστικά και επικίνδυνα όπως οι white walkers στο GoT;
Τον κοιτάω καθισμένη εκεί, πολύ κοντά του, και βλέπω ένα πρόσωπο που έχασε τα μάγουλα και απέκτησε γωνίες, ένα αγόρι χωρίς στρογγυλάδες πια.  Ψάχνω να βρω την αδεξιότητα των πρώτων ημερών του σχολείου, και βλέπω δύναμη, μάτια πυροτεχνήματα, ψάχνω να βρω χεράκια να μπλέκονται τρυφερά και βρίσκω μεγάλες φιλίες και ειλικρινείς μετάνοιες, βλέπω ευγνωμοσύνη για την δασκάλα και όχι αυτοσκοπό στην ανάγκη για προσοχή, ψάχνω να βρω εκείνο το μικρό παιδάκι που ξεκινούσε κάθε πρωί πριν τρία χρόνια με κλάμα, την τσαντούλα του και εκατό φιλιά για το σχολείο, το ψάχνω σε κάθε βήμα του μικρού διαδρόμου και σε κάθε ηχηρή ζωγραφιά και βρίσκω μπροστά μου ένα αγόρι με ένταση, με ανησυχίες, με αυτάρεσκα ξεδιπλωμένα ταλέντα ως τα ταβάνια.
Για αυτά και για άλλα πολλά που δεν καταφέρνω ακριβώς να συγκεκριμενοποιήσω, η συγκίνηση. Είναι αυτό το του κόμπου, η μελαγχολία που μπλέκεται με περηφάνια και η χαρά με νοσταλγία, σκεφτείτε λίγο εικόνες από έναν παλιό έρωτα, στίχους από ένα παθιασμένο τραγούδι, μια σελίδα αγαπημένου βιβλίου που έκανε την καρδιά να βροντοχτυπήσει, το γιαπωνεζάκι που χορεύει εκστασιασμένο στη βροχή, τα κουτάβια που γεννήθηκαν σπίτι σας.
Κάπως έτσι και εγώ στα γόνατα, με κινητά και κάμερες αραδιασμένες δίπλα να μετανιώνω μόνο που δεν έχω συνέχεια χέρια ελεύθερα να χορεύω και να χειροκροτάω μαζί τους, συνειδητοποιώ αυτό που λέγαμε με την Αλεξάνδρα προχθές κάτω από κάτι δέντρα ενώ χαζεύαμε τις κόρες που έπιναν νερό με μπουρμπουλήθρες, ότι ακολουθώ τον πρώτο μεγάλο αποχαιρετισμό της πρώτης ολοδικής του ζωής, αυτής που σίγουρα δεν είχα ουσιαστικά καμία φυσική παρουσία αλλά και τυπικά, καμία εμπλοκή και αυτό μου κάθεται βαρύ, απροσδιόριστα.  Την ζωή αυτή που έχτισε μόνος του όπως την πόλη από κουτιά, φούξια βαμβάκια, τσόχες και λίγο από Gaudi που δημιούργησαν μαζί με όλους τους συμμαθητές από το νηπιαγωγείο και άφησε όλους τους γονείς με τα μάτια γουρλωμένα - τί άλλο, και κολάζ από αλουμινόχαρτο αν μας έδειχναν νομίζω θα ξεγελιόμασταν από την φόρτιση.
Φτάνουμε στο τέλος και δεν μπορώ να ξεκολλήσω από πάνω του.  Έχω κάνει την τάξη γύρω γύρω τρεις φορές, έχω χαζέψει μέχρι και την πινέζα στους τοίχους, έχω φωτογραφίσει μάλλον και τα σκουπίδια τους, έχω τσαλακώσει δις και τρις βρεγμένο μυξομάντηλο στο χέρι, έχω αυτοχαστουκιθεί που μου φαίνεται τόσο όμορφος, έχω κάνει χαιρετούρα σε όλα τα παιδιά που με κοιτάνε χωρίς λόγο, έχω κρατηθεί να μην σηκωθώ να πετάξω στον αέρα την δασκάλα που δεν μπορεί να μιλήσει γιατί έχει πάθει το-αυτό-του-κόμπου, θέλω να τελειώνουμε, να αγκαλιαστούμε, να ευχαριστήσουμε, να πάμε σπίτι, να προχωρήσουμε.
Δύο τρία τα παιδιά τρέχουν πίσω από ένα rail, ξέρεις αυτά με τις ρόδες, όπου κρέμονται μικρές τήβεννοι στο χρώμα της κάμπιας και εμφανίζονται μπροστά μας ξεκαρδισμένα με χάρτινα καπέλα με φούντες, μικρές μεταξωτές κάμπιες που παίρνουν φιλί και μπράβο από την δασκάλα και φυσικά χειροκρότημα από όλους εμάς, άλλα το διαχειρίζονται με ντροπή, άλλα με χιούμορ και άλλα με πόζα.  Ο δικός μου είναι νομίζω τελευταίος, πάει πίσω από τα κρεμασμένα πανιά, σφίγγει τις γροθιές και βουρκώνει. Ο Dario τον πλησιάζει και γυρίζει με την αναμενόμενη ατάκα. Εεερμ, γκουχ γκουχ, δεν θα τη βάλει.
Να μην τη βάλει. Πάω κοντά του, του σκάω ένα μεγάλο φιλί.
- Μην σε νοιάζει τίποτα, να σου την κάνω μπέρτα;
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του, αν μπορούσε θα μου έριχνε στο κεφάλι ένα κουβά δάκρυα από το ρετιρέ.
- Είμαι πολύ περήφανη για εσένα, είσαι σπουδαίος να το ξέρεις. Να πας κοντά στη δασκάλα σου όπως θες εσύ, να την κάνεις και τσάντα την τήβεννο, τον μπαμπά σου και εμένα καθόλου δεν μας νοιάζει.
Γελάει.  Την παίρνει λίγο στο χέρι, λίγο σέρνεται και εμφανίζεται ντροπαλός αλλά ήρεμος. Σαν να μου φάνηκε ρε σεις μεγάλο το χειροκρότημα.
- Γεια σου ρε Βάλτερ αντικομφορμιστή, του φωνάζει με ειλικρινή χαρά ο μπαμπάς Σπύρος από την τελευταία σειρά.
'Ετσι, με μαύρο μπλουζάκι και δαγκωμένα αμήχανα χείλη, πριν χαθεί στην αγκαλιά της δασκάλας του μάς κλείνει το μάτι. 
Τελευταίο κλικ.
Και εγώ σ'αγαπάω γαμώτο.