31.12.14

Handle with care.

Η πρώτη φορά που το θυμάμαι τόσο έντονα ήταν όταν της είπα ότι θα πάω να δω την μητέρα μιας φίλης μου στο νοσοκομείο, γραπώθηκε από πάνω μου με ουρλιαχτά, από τον πανικό δεν κατάλαβε καν τί της έλεγα, νόμιζε ότι θα πάω στο νοσοκομείο εγώ, θα μείνω εκεί, θα πεθάνω και δεν θα γυρίσω σπίτι ποτέ.
Της εξήγησα ότι τα νοσοκομεία υπάρχουν για να βοηθούν τον κόσμο να γίνεται καλά και ότι δεν είναι εργοστάσια παραγωγής πτωμάτων και ότι τέλος πάντων "η μαμά πάντα γυρίζει σπίτι". Το είπα αυτό και αισθάνθηκα την καρδιά μου λίγο να τσιμπάει.
Η δεύτερη ήταν ένα τυχαίο πρωινό που την κατέβασα στο σχολικό και ξανακρεμάστηκε πάνω μου με μάτια ολοστρόγγυλα από την αγωνία μη τυχόν όταν γυρίσει από το σχολείο εγώ έχω πεθάνει και δεν με ξαναδεί ποτέ πια, μη τυχόν αυτή ήταν η τελευταία μας αγκαλιά, το τελευταίο φιλί. Της είπα "ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, η μαμά πάντα θα είναι σπίτι. Έχουμε να κάνουμε πολλές πολλές αγκαλιές ακόμα". Το είπα και αυτό και αισθάνθηκα ξανά την καρδιά μου λίγο να τσιμπάει.
Σκέφτομαι από τότε διάφορα απρόοπτα, απρόβλεπτα περιστατικά που καταλήγουν στο να γυρίσει ένα παιδί στο σπίτι από το σχολείο κουνώντας χαρωπά την τσάντα του ή να ξυπνήσει τεντώνοντας τα μικρά του χέρια το πρωί, για να του ανακοινώσει κάποιος ότι η μαμά (ή ο μπαμπάς, ή και οι δύο, ΤΗΕ HORROR) "έφυγε" για πάντα, δηλαδή πέθανε, τέλος, δεν θα σε ξανακάνει μπάνιο πριν τον βραδινό ύπνο και ούτε θα μιμηθεί εφτά διαφορετικές φωνές διαβάζοντας σου ένα παραμύθι, ποτέ ξανά, πέθανε. Για πάντα. 
Και μετά φτερουγίζει από πάνω μου αυτό το τεράστιο πουλί που μάλλον δεν είναι τρομακτικό, αλλά για κάποιο λόγο φοβίζει και το λένε Ευθύνη. Και είναι αυτός ο ήχος του δυνατού φτερουγίσματος που καταλήγω ότι τελικά ίσως είναι o μόνος που κάπως διαφοροποιεί εμάς τους γονείς από τους υπόλοιπους, και όχι η ανοχή στον ήχο του γκρινιάρικου κλάματος, αλλά αυτό το φτερούγισμα, το αίσθημα του να είμαστε πάντα εκεί, δυνατοί, έτσι ακριβώς όπως υποσχεθήκαμε.
Δύσκολο. Και εν μέρει, άδικο. Ίσως και καταπιεστικό.  Γιατί να σε περιορίζει κάποιος άλλος στην απόφαση σου να ταξιδέψεις σε κάποια επικίνδυνη γωνιά της Λατινικής Αμερικής ή να μπλέξεις τα χάπια σου μετά από ένα χαώδες πάρτυ, ή έστω, να κολυμπήσεις σε μια θάλασσα με πολλά μποφόρ ή και να επιβιβαστείς σε ένα άγνωστο αυτοκίνητο ή/και κρεβάτι.  Ποιος μπορεί ξεκάθαρα να βάλει φρένο σε αυτό που ο καθένας μας αξιολογεί ως γονεϊκή απερισκεψία, ποια όρια είναι αυτά που τελικά οφείλεις να σεβαστείς με τον ίδιο τρόπο που υπερασπίζεσαι καθημερινά την απόφασή σου να γίνεις γονιός; Και αν νόμιζες ότι είσαι σούπερ ήρωας, αυτά είναι αηδίες, είσαι πάρα μα πάρα πολύ θνητός και ακόμα πιο ευάλωτος από τους άλλους γιατί έχεις στις πλάτες σου να σηκώσεις μερικά έξτρα φορτία. Ναι, ξαναλέω, άδικο, αλλά αυτό είναι. Πρέπει να είσαι συνετός και αυτό τώρα είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ, πρέπει να προγραμματίζεις τα ταξίδια σου με τα πιο ακριβά, ασφαλή αεροπορικά εισιτήρια, πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι.  Πρέπει.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ο μπαμπάς μου σταμάτησε να τρέχει με αγωνιστικά αυτοκίνητα (και να πετάει την μαμά μου στο δρόμο από το φλεγόμενο δικό του, #αληθινηιστορία) την ημέρα εκείνη που για πρώτη φορά με τοποθέτησε με προσοχή, σαν να ήμουν ένα εύθραυστο, ακριβό πακέτο, στο πίσω κάθισμα. 
Συμβαίνουν ρε γαμώτο πολλά δυσάρεστα τελευταία, τα Χριστούγεννα άλλωστε παραδοσιακά θα ζήσουμε μία κάποια τραγωδία, τα οποία ξεφεύγουν από το φάσμα των επιλογών και των δυνατοτήτων μας, αλλά, να, είναι και μερικά ακόμα για τα οποία μπορούμε να γίνουμε λίγο πιο υπεύθυνοι.  Και αν αυτό σας φαίνεται κάπως παλιομοδίτικο ή και διδασκαλίστικα αναχρονιστικό, μπορώ να το θέσω και κάπως αλλιώς.
Να προσέχετε τους εαυτούς σας ρε, έχετε πολλές αγκαλιές να κάνετε ακόμα. Καλή Χρονιά.


4.12.14

Τέσσερα απ΄όλα.

Την Κυριακή στις εννιά το βράδυ αισθανόμουν ήδη κάπως διαλυμένη, παρότι απλά κάλεσε τους δύο κολλητούς της σπίτι, όχι τίποτα τυχαίες προσωπικότητες, τον φίλο που θα παντρευτεί και είναι ο μόνος που δεν έχει τερματίσει όταν τον βάζει συνέχεια να παίζουν Οικογένεια και τη φίλη που πριν κοιμηθεί ψελλίζει "και εγώ σ΄αγαπώ Χλόη"και την παίρνει ο ύπνος με χαμόγελο, αυτούς λοιπόν τους έφερε να περάσουν όλη τη μέρα μαζί της/μας.
Φτιάξαμε το δέντρο, οι μικροί το τίγκαραν από τη μέση και κάτω γιατί μέχρι εκεί έφταναν, σ'ένα κλαδί επτά τεράστιες μπάλες και δίπλα ένα μικρό καμπανάκι, διαλύοντας όλους τους κανόνες στολίσματος που υπαγορεύουν όχι πολλά μαζί και τα πιο μικρά πάνω, μετά πήγαμε όλοι και αγοράσαμε δύο τούρτες για να υπάρχει και κάστανο και φράουλα στο σπίτι, ποτέ δεν ξέρεις, κάποιος μπορεί να πέσει κάτω με επιληπτικό σοκ και να πρέπει να του βρέξω με μους κάστανο τα χείλη, πήγαμε στο μαγαζί όπου γεμίσαμε ένα τραπέζι με πίτσες και γυρίσαμε πίσω με τα πόδια, τρέχοντας, με ένα καρότσι και ένα ψεύτικο μωρό με μεγάλα γαλάζια μάτια, έναν τεράστιο αρκούδο, σαπουνόφουσκες, μπουφάν, μπαλόνια με κορδέλες, όλα στα χέρια και τέσσερα παιδιά με ποδοβολητά.  Πώς κάνετε τέσσερα παιδιά χωρίς να είστε η Μαρί Σαντάλ (μην έχει και παραπάνω αυτή) ή η Βικτώρια Μπέκαμ, σοβαρά.
Μετά ήρθαν οι παππούδες, σβήσαμε τις δύο τούρτες με ένα γαλάζιο μαραμένο κεράκι, ένα ροζ και δύο μικρά ρεσώ γιατί δεν μπορούμε και να τα θυμόμαστε όλα σε αυτή τη ζωή, τραγουδήσαμε ελληνικά, ιταλικά, όχι κινέζικα και μετά υποτίθεται κάτσαμε να πιούμε κανα ποτήρι κρασί σαν άνθρωποι, δεν το καταφέραμε, μέχρι που έφυγαν όλοι και μπόρεσα να τη χώσω μες στην αγκαλιά μου και να της ψιθυρίσω ευχές και πόσο την αγαπάω.  Της τα είπα όλα για να με διαβεβαιώσει με την καθησυχαστική της φωνή ότι θα αργήσει να πεθάνει, θα είναι για πολλά πολλά χρόνια ακόμα εδώ, για να βουρκώσω λίγο περισσότερο.
Τεσσάρων χρονών η κόρη μου.  Δεν έχω κανένα μικρό παιδί πια.
Ξεκίνησα αυτό το blog με αφορμή την δεύτερη εγκυμοσύνη μου και με αιτία την επιθυμία μου να γράφω.  Από το μυαλό μου δεν πέρασαν ποτέ σχέδια για polished φωτογραφίσεις με μποέμ styling, αμοιβές από εταιρίες για προωθήσεις προϊόντων, σελίδα στο facebook με 129 χιλιάδες μέλη, αναγκαστικές πόζες με τεράστια χαμόγελα ή και άλλες γκριμάτσες, κολύμπι μέσα σε μία βαθιά θάλασσα κολακείας και αλληλοσυμπάθειας.  Για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς ακόμα πιο προσωπικούς, το blog δεν το φρόντισα ποτέ ιδιαίτερα.  Δεν έψαχνα στρατηγικά τις κατάλληλες ώρες για να ανεβάσω post όταν το "κοινό" θα είναι στο γραφείο, στο κρεβάτι ή στην τουαλέτα, δεν ασχολήθηκα καθόλου με το design αρκεί να μην ήταν μια παστέλ ζαλάδα, δεν ήμουν συνεπής και τακτική στις αναρτήσεις μου, αποδείχθηκα ανίκανη στο να διατηρώ με διάφορους μηχανισμούς αμείωτο το ενδιαφέρον των ανθρώπων που έμπαιναν, δεν έβαζα φωτογραφίες, δεν σχολίαζα χωρίς λόγο σε άλλες bloggers, δεν ακολούθησα τυπικά καμία -ούτε καν απλή- "χρυσή" συμβουλή επιτυχίας όπως θα ήταν ο τίτλος του slide στα workshops. Και όμως. Κατάφερε τον ένα και μοναδικό του στόχο. Να το διαβάζει κόσμος αρκετός, που αυξάνεται διαρκώς.
Είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό. Δεν ξέρω πώς έγινε, πραγματικά, αλλά είμαι πραγματικά χαρούμενη και περήφανη.  Από αυτό εδώ το blog-άκι κάποιοι συνειδητοποίησαν ότι μπορώ να γράψω - με εξαίρεση τους καθηγητές στο γυμνάσιο που διάβαζαν τις εκθέσεις μου στην τάξη και δεν θα το θυμούνται, τους συμμαθητές μου που εκείνη την ώρα ή άκουγαν ή κοιμόντουσαν και δεν θα το θυμούνται επίσης, τους γονείς, τους τρεις κολλητούς και τον σύζυγό μου, δεν το είχε διαπιστώσει κανένας άλλος - και μου έδωσαν μερικές ακόμα ευκαιρίες, όπως η Χρύσα στο Fashionism και η Μαρκέλλα Δήμου με σταθερή στήλη στο Τaλκ.  Με αυτά και με αυτά το blog-άκι φούντωνε, παραμένοντας ταυτόχρονα ερασιτεχνικό και άτσαλο και αφρόντιστο και όλοι έλεγαν ότι το κατευχαριστιόντουσαν. Φυσικά και παίζει να έλεγαν όλοι ψέμματα. Συνεχίζω σαν να μην.
Εκείνο το πρωί που μου έστειλε μήνυμα η Δέσποινα Τριβόλη στο κινητό το link με το πρώτο κείμενο της Arianna Huffington για την ελληνική έκδοση της Huffington Post, το πρώτο πράγμα που έκανα καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα την προτελευταία παράγραφο ήταν να ξαναμπώ στο blog μου και να το παρατηρήσω με σουφρωμένα φρύδια και μία παραπάνω έκπληξη.  Όταν στην εκδήλωση στο Μουσείο της Ακρόπολης η Arianna είχε να μου πει δυο λόγια πιο προσωπικά από τους υπόλοιπους, ήθελα να το έχω εκεί δίπλα και να του κάνω ένα δυνατό πατ πατ στην πλάτη.  Όταν στο τέλος ήταν αυτό το blog που ανέφερε στην συνέντευξη τύπου ήθελα να το ζουλήξω, να το ταρακουνήσω και να του ουρλιάξω μέσα στο αυτί: σοβαρά τώρα, εσύ;;;;
Ναι, αυτό. Ναι, εγώ.
Χωρίς να θέλω να πω τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από αυτό που γράφω και αδιαφορώντας σε αυτή τη φάση τί θεωρεί ο καθένας σημαντικό γενικά χωρίς ταυτόχρονη σκέψη για το πώς θα μειώσει την χαρά του άλλου, με τακτοποιημένους πλέον μέσα μου τους χαρακτηρισμούς κομπλεξάκι και φίλος που νοιάζεται, με άρνηση να δημιουργήσω εντυπώσεις ταπεινότητας ή ανεξάντλητου πανηγυρισμού και με διάθεση να μοιραστώ στο πιο προσωπικό μου μέσο τα χαρμόσυνα του μήνα που μας πέρασε, κάτι που αμελώ να κάνω γενικά, το λήγω εδώ.
Ήταν ένας πολύ όμορφος Νοέμβριος και ας μην έγραψα ούτε μία ανάρτηση.
Πρώτα από όλα και πριν από όλα γιατί στην εκπνοή του η κόρη μου έγινε τεσσάρων χρονών και όσο γλυκανάλατο και μονοδιάστατο κι αν φαίνεται σε μερικούς αυτό (κλείστε παρακαλώ την πόρτα φεύγοντας, ανάρρωσα πρόσφατα από πνευμονιά), για εμένα είναι ένα τεράστιο, υπέροχο θέμα που εκτός των προφανέστατων λόγων, συμπαρέσυρε μαζί του και όλο το υπόλοιπο.
Και αισθάνομαι πολύ καλά με αυτό γαμώτο.  Hell yeah.