27.2.11

Γίνεται? Δε γίνεται.

O Νικολάκης, ναι, Νικολάκης 37 ετών, κοίταξε με ικανοποίηση το ανίσχυρο αλλά καλωσυνάτο πρόσωπό του στον καθρέφτη.  'Ολα πάνω του τσίριζαν mainstream μετριότητα - το σιέλ καλοσιδερωμένο πουκάμισό του, οι μπλε σκούρες κάλτσες που τέντωνε με ευλάβεια μέχρι λίγο πιο κάτω από το γόνατο και το πάντα πάνω κάτω ίδιο χαμόγελό του.  Δεν ήταν ποτέ διαβολικό ή παθιασμένο, μάλλον συγκαταβατικά καλωσυνάτο θα το χαρακτήριζες.
Και αυτές οι φράσεις...
'Ο, τι θες καρδούλα μου... Όπως νομίζεις εσύ μωρό μου... Ναι αγαπούλα μου, ένα καφέ, αμέσως...
Αν ήσουν άνθρωπος με ελάχιστα ψήγματα έντασης στην ψυχοσύνθεσή σου, μάλλον χρειαζόσουν ορό με βαλεριάνα για να αντέξεις τον Νικολάκη.
Ο Νικολάκης έβαλε το παλτό του, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βγήκε στον δρόμο σφυρίζοντας.  Είχε μετακομίσει στο δώμα πάνω από το σπίτι της χήρας μητέρας του πριν δύο μήνες, και η κίνηση αυτή τον είχε κάνει άλλο άνθρωπο. 
Νόμιζε.
Γιατί εφτά μήνες νωρίτερα είχε γνωρίσει το Σοφάκι του.  Και την είχε ερωτευτεί σαν τρελός. 
Η Σοφία ήταν πέντε χρόνια μικρότερή του, πιο τσαχπίνα, πιο όμορφη και πιο έξυπνη από εκείνον, και είχε ανταποκριθεί στο παλιακό του φλερτ.  Μάλλον αυτός ήταν και ο λόγος που την είχε ερωτευθεί παράφορα.  Είχε να του συμβεί αυτό περίπου μία δεκαετία.
Μπηκέ στο παλιό αυτοκινητάκι του, ένα Peugeot 106 και ξεκίνησε για να της κάνει την καθιερωμένη, Σαββατιάτικη έπληξή του.  Κάθε Σάββατο της έκανε μία έκπληξη που την έκανε ευτυχισμένη.  Νόμιζε.
Αυτή τη φορά της είχε αγοράσει ένα κολιεδάκι με ένα αστέρι.  Θα της έλεγε ότι γι'αυτόν είναι και θα είναι πάντα το αστέρι του και ήταν τόσο ικανοποιημένος με τον εαυτό του που είχε βρει φράση να πηγαίνει με το δώρο του.
Η Σοφία άργησε να του ανοίξει την πόρτα και όταν το έκανε ήταν μουτρωμένη.  Στριφογύριζε στα χέρια της ένα τσιγάρο, εκείνη που κάπνιζε μόνο όταν έβγαιναν έξω Σάββατο βράδυ.  Δεν τον κοιτούσε πολύ και όταν της έδωσε το κουτί με το κολιέ, αναστέναξε βαθιά, το κοίταξε με αδιαφορία και του είπε ότι έπρεπε να χωρίσουν.
Ήταν του είπε πολύ καλούλης, πολύ γλυκούλης, πολύ συμπαθητικούλης, αυτά τα σε -ούλης που αποφάσισε ότι σιχαινόταν, δεν την κοντράριζε ποτέ και δεν ήθελε να τσακώνονται και όλα αυτά της δημιουργούσαν νεύρα και οίκτο μαζί και δεν ήθελε να αισθάνεται νεύρα και οίκτο μαζί, όχι σε μια σχέση εφτά μηνών στα 32 της.  Και το σεξ μαζί του ήταν σεξ-άκι, όλα υποκοριστικά και όλα λίγα.  Και όλες αυτές τις εκπλήξεις γιατί της της έκανε?  Γιατί κάθε Σάββατο, γιατί τόσο τακτοποιημένα και αναμενόμενα που γαμούσε τελικά την έκπληξη?
Ο Νικολάκης αισθάνθηκε ότι ήθελε να κλάψει πρώτη φορά μετά την κηδεία του πατέρα του.  Είχε χτίσει την ζωή του του τον τελευταίο καιρό γύρω από αυτή την σχέση, είχε πιστέψει ότι την Σοφία μπορούσε να την παντρευτεί, να συνεχίσει να της κάνει σαββατιάτικες εκπλήξεις και σε λίγο καιρό να την πάρει να μείνει μαζί του στο δώμα στο Παγκράτι και όταν η μαμά του με το καλό πάει να συναντήσει τον μπαμπά του εκεί που είναι να μείνουν στο τριάρι με την μεγάλη βεράντα και τα γεράνια στις γλάστρες.
Μέσα στην εβδομάδα μπορεί να μην βλεπόντουσαν πολύ, αλλά τα Σαββατοκύριακα μαζί της ήταν μαγικά.  Και την Δευτέρα που γυρνούσε στη δουλειά διηγείτο όλο χαρά τις σαβαβτιάτικες εξόδους στους συναδέλφους του και εκείνοι δεν το περίμεναν ποτέ ούτε ότι ο Νικολάκης θα πήγαινε με γυναίκα σε μπαράκι μέχρι τις 5 το πρωί, ούτε ότι θα υπήρχε γυναίκα που θα περνούσε το βράδυ της με τον Νικολάκη σε μπαράκι μέχρι τις 5 το πρωί και μετά θα πήγαινε μαζί του σπίτι.  Αλλά χαιρόντουσαν και τον λυπόντουσαν.  Ήταν τόσο καλός.  Και αγαθός.
Ο Νικολάκης τώρα δεν ήθελε τίποτα.  Δεν ήθελε το δώμα του, το κουτί με το κολιέ με το αστέρι, δεν ήθελε να ξαναδεί μπροστά του τη Lifo που την έπαιρνε για να το παίζει μούρη στη Σοφία, σιχαινόταν το κούρεμα του γιατί εκείνη τον πείραζε γι'αυτό και γελούσαν και σιχαινόταν τη ζωή του την ίδια γιατί μετά από τόσο καιρό νόμιζε ότι την έχει χτίσει γύρω της, αλλά ο σεισμός του τα γκρέμισε όλα.
Και σιχαινόταν τα Σαββατοκύριακά του τα άδεια και τον πρωινό καφέ της Δευτέρας στο γραφείο που όλοι αυτοί που τον λυπόντουσαν θα περίμεναν με βαρεμάρα να ακούσουν τί έκανε ο Νικολάκης και η Σοφία το Σάββατο το βράδυ και να πουν μ'ένα στόμα, μια φωνή, Ουάου, Νικολάκη, πήγες στο Ρέμο, μπράβο!
Πάνω απ'όλα αηδίαζε με τον εαυτό του τον καλωσυνάτο που μετά από όλα αυτά που άκουσε έσκυψε το κεφάλι, έβαλε το κουτί στην τσέπη του και της είπε: Δεν πειράζει Σοφάκι, ότι νομίζεις, αν ήμουν πολύ ευγενής και σε κούρασα ζητώ συγγνώμη.  Θα περιμένω τηλέφωνό σου.
Ενώ θα ήθελε να μπορούσε να της έχει ρίξει καμία χριστοπαναγία της καριόλας, να ταρακουνηθεί λίγο, να δει ποιος είναι άντρας και ποιος κάνει σεξάκι.  Η παλιοχοντρέλω.
Άλλα όχι, δεν ήταν έτσι ο Νικολάκης.  Πικράθηκε πολύ γιατί την αγαπούσε την Σοφία.  Αλλά αγαπούσε πιο πολύ την ζωή που είχε φτιάξει μαζί της, τα ενδιαφέροντα που είχε επειδή του τα είχε συστήσει εκείνη.
Σαββατιάτικα... Τί θα έκανε Σαββατιάτικα... Με μια καρδιά ραγισμένη και ένα δώρο από επιστροφή.
Έτσι ήταν ο Νικολάκης και μπόρεσε να σκεφτεί μόνο αυτό. 
Δευτέρα το καταλαβαίνω.  Αλλά Σάββατο? Γίνεται να μην μ'αγαπάς Σάββατο?

Η παραπάνω ανάρτηση είναι εμπνευσμένη από ένα upload που έκανε μία φανταστική, τρελή, διαδικτυακή φίλη και φαν στο facebook, η Μαρία.  Είδα αυτό και σκέφτηκα τον Νικολάκη και τη σαββατιάτικη, ραγισμένη του καρδιά.
Καληνύχτα, ελπίζω όλες οι δικές σας καρδιές να είναι καλά απόψε.

3 σχόλια:

  1. H tainioula arxizei siga siga na pairnei to dromo tis meta kai to simerino post agapimeni mou fili... Se filo poly.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ama tis ta erixne ta xatoykia na dw ti 8a egrafes. O alitis , goryroyni, komplexikos, "epeidi o pateras soy ederne ti mana soy nomizeis eimaste oles idies" klp. Kai ektos apo tis ekpli3eis pou bariesai yparxoyn kai oi alles poy mporei na mi sou aresoun.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αγαπητέ Ανώνυμε, επειδή το παραπάνω είναι απλά μια ιστορία, όλο αυτό με τα χαστούκια θα ήταν μία ΑΛΛΗ ιστορία. και δε θα την είχα γράψει εγώ. απλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή