Ρε μπιπ μου, κάτι πιο χαρούμενο ήθελα να γράψω πάλι σήμερα, αλλά δε μου βγαίνει.
Και κουνάω το κεφάλι μου να φύγουν τα άσχημα, αλλά κάτι γίνεται, και αυτόματα κάνω reload.
Να, εμείς είμαστε μία παρέα μαμάδων από το πάρκο.
Γνωριστήκαμε πριν 3 χρόνια περίπου, όταν πηγαινοφέρναμε τα μωρά να κοινωνικοποιηθούν και να χαζέψουν τα δέντρα, όλες με τις ίδιες απορίες, όλες στις ίδιες ηλικίες, όλες γειτόνισσες.
Η παρέα έδεσε, τα μωρά μεγάλωσαν και έγιναν φίλοι και ξεκίνησε η ανταλλαγή επισκέψεων εκείνα τα μουντά, having-nothing-to-do χειμερινά απογεύματα και οι προσκλήσεις για τα φασαριόζικα γενέθλια πάρτυ.
Γενικά, μοιραζόμασταν χαρές. Δεν μπαίναμε η μία ιδιαίτερα στη ζωή της άλλης, αλλά λέγαμε και κανένα παραπονάκι παραπάνω αν τύχαινε ποτέ να πιούμε μία μαργαρίτα εκεί κοντά στο πάρκο.
Μέχρι την ημέρα που η μαμά της Λένας πήγε στην τράπεζα να βγάλει λεφτά από το μηχάνημα, για να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι να κρατήσει τις εγγονές της, αργά το μεσημέρι. Και άνοιξε την πόρτα σε κάποιον άντρα, από ευγένεια. Η μαμά της Λένας ήταν μία πολύ καθώς πρέπει, ευγενική κυρία, όμορφη, στυλάτη και λεπτεπίλεπτη. Γι'αυτό του άνοιξε και την πόρτα του ασανσέρ, προφανώς από τους καλούς της τρόπους τον ρώτησε και σε ποιόν όροφο πηγαίνει για να ανέβουν μαζί.
Αυτός ο κάποιος άντρας μάλλον της απάντησε ουδέτερα. Η φωνή του μάλλον δεν έσπασε και τα χέρια του μάλλον δεν έτρεμαν όταν με το που βγήκε η γυναίκα στον όροφό της της άρπαξε την τσάντα και τη χτύπησε πολλές φορές στο κεφάλι με ακατανόητη μανία.
Κατέβηκε κάτω κυριλέ, ίσως και χαρούμενος που η αποστολή εξετελέσθη και στην τσέπη του είχε 150 ευρώ επιπλέον. Ναι, γι'αυτά τα λεφτά μιλάμε. 150 ευρώ.
Η μαμά της Λένας μπήκε στην εντατική και εκείνο το απόγευμα δεν είδε ποτέ τις εγγονές της.
Η μαμά της Λένας δεν κατάφερε να ξαναδεί ποτέ, κανέναν από την οικογένειά της. 'Εφυγε από τη ζωή μετά από 10 μέρες.
Δεν είμαι τώρα στη φάση να ακούσω ούτε για αυτούς που πεινάνε, ούτε για το κωλοκράτος που τους κατάντησε έτσι, γιατί δεν μπορώ καν να διανοηθώ το περιστατικό. Το κρίμα, το άδικο, το γιατί, το γαμώ την πουτάνα μου με τους σκατανθρώπους που δολοφονούν ανυπεράσπιστες μεγάλες γυναίκες που δεν μπορούν να αντισταθούν και να προστατέψουν τα αυτονόητα. Θέλω μόνο να βροντοφωνάξω πόσο πολύ εύχομαι αυτός ο δολοφόνος να σαπίζει μέρα με την ημέρα αργά και βασανιστικά για το μεγάλο αυτό κακό που έκανε σε αυτή την οικογένεια.
Και σε όλους εμάς, που πλέον φοβόμαστε τη σκιά μας. Φοβόμαστε να ανοίξουμε τις πόρτες μας, είμαστε καχύποπτοι απέναντι στην Καλημέρα, τρέμουμε τα ανοιχτά παράθυρα, γινόμαστε μυστήριοι με τα πλατιά χαμόγελα.
Φταίει που έγινα και μαμά και οι φόβοι μου και οι στεναχώριες μου έχουν διογκωθεί, φοβάμαι τώρα για τέσσερις, στεναχωριέμαι για τα προβλήματα κάθε ηλικιακής φάσης που θα διανύσουμε μέχρι το τέλος και μέσα σε όλο αυτό, την μεγάλη εικόνα, κλαίω σιωπηλά κάθε στιγμή για την Λένα, τη μαμά της, τα παιδιά της που κάθε απόγευμα το περνούσαν με τη γιαγιά.
Όλοι εσείς που γίνατε τόσο αδίστακτοι, εύχομαι μόνο να πάτε κάπου να θαφτείτε και να μας αφήσετε ήσυχους να ξεκλειδώνουμε χωρίς να κοιτάμε πίσω από την πλάτη μας.
Και μπαμπά, τώρα καταλαβαίνω γιατί ανησυχούσες. Γιατί με έπαιρνες τηλέφωνο στην Αγγλία δέκα φορές συνεχόμενες μέχρι να το σηκώσω και εγώ σου έλεγα απλά: Μα ήμουν σε ένα μπαρ, πού ν'ακούσω το τηλέφωνο? Ενώ από μέσα μου έλεγα: Mου τα 'πρηξες.
Σ'αγαπώ.
28.9.11
23.9.11
Και κλαίγοντας και παίζοντας.
'Ολος ο κόσμος γύρω μου, όλοι όσοι ζουν και αναπνέουν στην Ελλάδα, είναι πλεόν εντελώς ζοχαδιασμένοι. Και εγώ μέσα σε αυτούς είμαι και επίσης δεν είμαι και καθόλου Πολυάννα τελευταία. Δε με πνίγει η απαισιοδοξία και η μαυρίλα, γιατί απλά δεν το κάνω αυτό, αλλά πιάνω τον εαυτό μου να συμπεριφέρεται ώρες ώρες σαν την τυπική μανιοκαταθλιπτική σε τρανς.
Τα αυτιά μου ρουφάνε συνεχώς εκρήξεις γκρίνιας, κραυγές απελπισίας, σιχτίρια και γαμωσταυρίδια για τους εργοδότες, για ΟΛΟΥΣ τους εργοδότες, για τον ΓΑΠ και τους φίλους του και επικίνδυνες αντιδράσεις που πυροδοτούνται από το απόλυτο τίποτα. Άσε που είμαι σίγουρη ότι κάποια μέρα σύντομα, θα γίνει φονικό στα φανάρια γιατί κάποιος δεν ξεκίνησε με αυτόματη ανάφλεξη οκτώ τούρμπο ρουκετών στην εξάτμιση με το που άναψε το πράσινο.
Θυμός, πολύς θυμός. Και κατήφεια, και δυστυχία και απόγνωση. Και παιδιά που δεν τα παίρνουν στους δημόσιους παιδικούς σταθμούς, που οι μαμάδες τους καθαρίζουν τουαλέτες και οι μπαμπάδες τους κάνουν ό,τι προκύψει, γιατί κάποιοι άλλοι έχουν βάλει βύσμα για να καπαρώσουν τη θέση, να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια και να εξοικονομούν μηνιαία έξοδα για ν'αγοράζουν ακόμα πιο πολλά μπλουζάκια. Τέλος πάντων. Και αυτά θα μου πεις, δεν είναι τίποτα.
Μέσα σε όλα τα ζόρια, παίζει μπάλα και ο W. με τα προβλήματά του. Με το εξής ένα, δηλαδή. Το προ-προνήπιο. Όπου σήμερα γίνεται για πρώτη φορά αυτό το σκηνικό που βάζεις το παιδί στο σχολικό, το παιδί μωβίζει από το κλάμα, εσύ γυρνάς την πλάτη "αδιάφορη" και μέχρι που στρίβει το σχολικό στη γωνία ακούς από μέσα αυτόν τον ήχο που σου ψυχοπλακώνει το σύστημα πιο πολύ και από την εξαγγελία του επόμενου φορολογικού πακέτου επί 5.
Μετά από αυτή την αισιόδοξη εικόνα, ανεβαίνω πάνω με τα πόδια να σέρνουν μπάλες μολύβδου. Ρίχνω μία γρήγορη διαφωνία με τον σύζυγο, στο πνεύμα των ημερών που λέγαμε, κάνω μπάνιο. Παίρνω τηλέφωνο στο σχολείο με μισοβουρκωμένη φωνή, που προσπαθώ να την πουλήσω ως αγουροξυπνημένη. Και ρωτάω το γνωστό. Τί γίνεται με αυτό το τρελό αγόρι.
- Έκανε όλο το σχολείο να κλάψει ο Walter σήμερα. Όταν τον αφήσατε στο σχολικό σταμάτησε το κλάμα, και άρχισε το δράμα (δεν μου το είπε ακριβώς έτσι η γυναίκα, αλλά το νόημα θέλουμε). Άρχισε να λέει πόσο πολύ σας αγαπάει και πόσο θέλει να γυρίσει πίσω και να κάνει στη μαμά του την πιο σφιχτή αγκαλιά του κόσμου και να δώσει στον μπαμπά του ένα τεράστιο φιλί (από εδώ μέχρι τα αστέρια του ουρανού), να σας δει λίγο και... "μετά να με ξαναπάρετε. αλήθεια σας λέω, θα ξαναγυρίσω".
Στο επόμενο καρέ φυσικά, όλοι οι κουλ συνεπιβάτες του παρασύρθηκαν από τον δραματικό μονόλογο του υιού, και έβαλαν τα κλάματα, το γνωστό παιδικό ντόμινο. Και έφτασαν όλοι στο σχολείο μέσα στη μαύρη απελπισία, κοπέλας που συνοδεύει συμπεριλαμβανομένης, καθώς θυμήθηκε και εκείνη ότι η μαμά της είναι σε κάποιο νησί μακριά και της λείπει τρελά.
Μετά βέβαια τη φοβερή ανακάλυψη οπαδών και επιρροής, το αγόρι πέρασε υπέροχα. Τόσο υπέροχα που μέχρι και mms λάμβανα από τις δασκάλες για να πιστέψω και να καταφέρω την επανάληψη της διαδικασίας και την επόμενη μέρα.
Συγγραφέας να γίνει. Χειρίζεται ωραία το λόγο. 'Οχι, περίμενε, ηθοποιός. Θα διαπρέψει στην τραγωδία. Μήπως να πολιτικός - τότε θα έχει γυρίσει το γενικό perception, θα είναι καλά μάλλον τα χρόνια.
Στοοοοπ, ξέφυγα, αλλά όνειρα θα κάνω πλουμιστά - δε θέλω άλλο γκρι.
Τα αυτιά μου ρουφάνε συνεχώς εκρήξεις γκρίνιας, κραυγές απελπισίας, σιχτίρια και γαμωσταυρίδια για τους εργοδότες, για ΟΛΟΥΣ τους εργοδότες, για τον ΓΑΠ και τους φίλους του και επικίνδυνες αντιδράσεις που πυροδοτούνται από το απόλυτο τίποτα. Άσε που είμαι σίγουρη ότι κάποια μέρα σύντομα, θα γίνει φονικό στα φανάρια γιατί κάποιος δεν ξεκίνησε με αυτόματη ανάφλεξη οκτώ τούρμπο ρουκετών στην εξάτμιση με το που άναψε το πράσινο.
Θυμός, πολύς θυμός. Και κατήφεια, και δυστυχία και απόγνωση. Και παιδιά που δεν τα παίρνουν στους δημόσιους παιδικούς σταθμούς, που οι μαμάδες τους καθαρίζουν τουαλέτες και οι μπαμπάδες τους κάνουν ό,τι προκύψει, γιατί κάποιοι άλλοι έχουν βάλει βύσμα για να καπαρώσουν τη θέση, να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια και να εξοικονομούν μηνιαία έξοδα για ν'αγοράζουν ακόμα πιο πολλά μπλουζάκια. Τέλος πάντων. Και αυτά θα μου πεις, δεν είναι τίποτα.
Μέσα σε όλα τα ζόρια, παίζει μπάλα και ο W. με τα προβλήματά του. Με το εξής ένα, δηλαδή. Το προ-προνήπιο. Όπου σήμερα γίνεται για πρώτη φορά αυτό το σκηνικό που βάζεις το παιδί στο σχολικό, το παιδί μωβίζει από το κλάμα, εσύ γυρνάς την πλάτη "αδιάφορη" και μέχρι που στρίβει το σχολικό στη γωνία ακούς από μέσα αυτόν τον ήχο που σου ψυχοπλακώνει το σύστημα πιο πολύ και από την εξαγγελία του επόμενου φορολογικού πακέτου επί 5.
Μετά από αυτή την αισιόδοξη εικόνα, ανεβαίνω πάνω με τα πόδια να σέρνουν μπάλες μολύβδου. Ρίχνω μία γρήγορη διαφωνία με τον σύζυγο, στο πνεύμα των ημερών που λέγαμε, κάνω μπάνιο. Παίρνω τηλέφωνο στο σχολείο με μισοβουρκωμένη φωνή, που προσπαθώ να την πουλήσω ως αγουροξυπνημένη. Και ρωτάω το γνωστό. Τί γίνεται με αυτό το τρελό αγόρι.
- Έκανε όλο το σχολείο να κλάψει ο Walter σήμερα. Όταν τον αφήσατε στο σχολικό σταμάτησε το κλάμα, και άρχισε το δράμα (δεν μου το είπε ακριβώς έτσι η γυναίκα, αλλά το νόημα θέλουμε). Άρχισε να λέει πόσο πολύ σας αγαπάει και πόσο θέλει να γυρίσει πίσω και να κάνει στη μαμά του την πιο σφιχτή αγκαλιά του κόσμου και να δώσει στον μπαμπά του ένα τεράστιο φιλί (από εδώ μέχρι τα αστέρια του ουρανού), να σας δει λίγο και... "μετά να με ξαναπάρετε. αλήθεια σας λέω, θα ξαναγυρίσω".
Στο επόμενο καρέ φυσικά, όλοι οι κουλ συνεπιβάτες του παρασύρθηκαν από τον δραματικό μονόλογο του υιού, και έβαλαν τα κλάματα, το γνωστό παιδικό ντόμινο. Και έφτασαν όλοι στο σχολείο μέσα στη μαύρη απελπισία, κοπέλας που συνοδεύει συμπεριλαμβανομένης, καθώς θυμήθηκε και εκείνη ότι η μαμά της είναι σε κάποιο νησί μακριά και της λείπει τρελά.
Μετά βέβαια τη φοβερή ανακάλυψη οπαδών και επιρροής, το αγόρι πέρασε υπέροχα. Τόσο υπέροχα που μέχρι και mms λάμβανα από τις δασκάλες για να πιστέψω και να καταφέρω την επανάληψη της διαδικασίας και την επόμενη μέρα.
Συγγραφέας να γίνει. Χειρίζεται ωραία το λόγο. 'Οχι, περίμενε, ηθοποιός. Θα διαπρέψει στην τραγωδία. Μήπως να πολιτικός - τότε θα έχει γυρίσει το γενικό perception, θα είναι καλά μάλλον τα χρόνια.
Στοοοοπ, ξέφυγα, αλλά όνειρα θα κάνω πλουμιστά - δε θέλω άλλο γκρι.
15.9.11
Η μαμά υποφέρει και το δηλώνει ευθαρσώς.
Το ποστ μπαναλαρία, τα έχετε δει, τα έχετε διαβάσει και τα έχετε ξαναδιαβάσει - bear with me.
Αλλά εμένα η εμπειρία μου μοναδική.
Ο μικρός μου πήγε σχολείο.
Κάναμε όλο το σετ προετοιμασίας - διάλεξε μόνος του την τσάντα του (αν και πήγε κατευθυνόμενα σε μαγαζί που δεν είχε μακουήνηδες, ντόρες και τα τοιαύτα γιατί διαφορετικά το ξέρουμε το αποτέλεσμα), του κάναμε την απαραίτητη (τόσο όσο) πλύση εγκεφάλου για τον ξεχωριστό κόσμο που θα ανοιχτεί μπροστά στα μάτια του, για το πώς μεγαλώνει και πόσο υπέροχο είναι αυτό, για όλα αυτά τα μαγικά, μοναδικά πράγματα που θα μάθει.
Και πήγαμε σχολείο. Σίγουροι και οι δύο ότι το έχουμε. Με χαρά τις πρώτες μέρες και τόση δύναμη και αυτοπεποίθηση που ήταν περίεργη. Με λαχτάρα για να μείνει, να παίξει, να τραγουδήσει και με μία μαμά (εμένα), άνετη, ευτυχισμένη, γερή σα βράχο.
Και μετά από τις πρώτες μέρες, ο μικρός μου άρχισε να ζορίζεται. Να εκδηλώνει δυσαρέσκεια, να έχει ανάγκη από αγκαλιά την ώρα που μπαίναμε στην αυλή, να επινοεί κοιλόπονους και κούραση, να μην θέλει. Να μην θέλει να είναι μόνος του.
Μέχρι που σήμερα τον άφησα και έκλαψε. Έκλαψε πολύ δυνατά και πολύ πολύ λίγο - έμεινα εκεί για ν'ακούσω. Μετά άρχισε να φτιάχνει κούκλες για το κουκλοθέατρο που ετοιμάζουν - έμεινα εκεί για να παραμονέψω.
Και πιο μετά, εγώ κατέβηκα κάτω, άρχισα να παίρνω βαθιές αναπνοές στο διάδρομο, να νιώθω αυτό το σφίξιμο γροθιά στο στομάχι και να δαγκώνω τα χείλη για να κρατηθώ. Αλλά εγώ, δεν τα κατάφερα. Μάλλον εκείνος τα κατάφερε καλύτερα από 'μένα. Ξέσπασα φίλε σε κλάματα, ρούφαγα μύξες με τις βρεγμένες χαρτοπετσέτες και προσπαθούσα να κρυφτώ για να μη με δει κανείς από το crew και μου πουν το συνηθισμένο: αφού κάνετε έτσι εσείς, το παιδί το εισπράττει.
'Οχι, σας το ορκίζομαι, ήμουν κι εγώ πολύ δυνατή. Η φωνή μου δεν έσπαγε όταν τον άφηνα και τα χέρια μου δεν ίδρωναν όταν τον κατέβαζα από την αγκαλιά μου. Ήμουν/είμαι πολύ δυνατή. Δεν μου το περίμενα αυτό.
Τί μεγάλο βήμα πρέπει να διανύσουμε τελικά. Τί συναισθηματικό ζόρι είναι αυτό που αφήνεις κάπου το παιδί σου, με ανθρώπους αγνώστους ουσιαστικά που για κάποιο λόγο ελπίζω ότι σ'έχουν πρωτύτερα εμπνεύσει ότι θα το φροντίσουν με ειλικρίνεια, ίσως και να το αγαπήσουν με ειλικρίνεια στην πορεία, σ'ένα περιβάλλον που θα παλέψει για να γίνει πρωταγωνιστής.
Τί μεγάλη πίκρα είναι αυτή που δεν μπορείς να τον βλέπεις όταν ζωγραφίζει, όταν προσπαθεί να κάνει φίλους, όταν καβαλάει τα αυτοκινητάκια στον κήπο, όταν ζητάει μια αγκαλιά. Όταν είναι μόνος του, όχι κάτω από τις δικές σου φτερούγες, αλλά όταν προσπαθήσει να ανοίξει τα φτεράκια του, τα δικά του, με τα εφόδια τα ολόδικά του, που μόνο τρία χρόνια του τα μεταγγίζεις - έχεις προλάβει?
Τί μεγάλη απόφαση είναι αυτή να τον ξεκολλήσεις από την αγκαλιά σου. Να τον ξεκολλήσεις και να τον αφήσεις. Είναι τόσο στιγμιαίο και τόσο για πάντα. Είναι τόσο απλό και τόσο, μα τόσο περίπλοκο.
Σε αδειάζει και ταυτόχρονα σε γεμίζει με συναισθήματα ικανά να σε φορτίσουν για αυτόματη ανάφλεξη.
Δε ξέρω πως θα εξελιχθεί όλο αυτό, αλλά τελικά το σφίξιμο στο στομάχι πρέπει να είναι νορμάλ. Το μωρό μου μεγάλωσε, δεν είναι μωρό, ξεκινάει το ταξίδι του σε έναν οριοθετημένο μικρόκοσμο, μια πιο οργανωμένη μικρή κοινωνία και εγώ δεν είμαι πια καπετάνιος.
"That's one small step for a mom, one giant leap for motherhood" :-)
Να βράσω το κούλνες, είμαι πιο ευάλωτη από αυτόν τελικά.
πι.ες: Αριάδνη, με καθυστέρηση 4 ημερών, νομίζω ότι τελικά απάντησα στην ερώτησή σου (κάτι δικά μας).
Αλλά εμένα η εμπειρία μου μοναδική.
Ο μικρός μου πήγε σχολείο.
Κάναμε όλο το σετ προετοιμασίας - διάλεξε μόνος του την τσάντα του (αν και πήγε κατευθυνόμενα σε μαγαζί που δεν είχε μακουήνηδες, ντόρες και τα τοιαύτα γιατί διαφορετικά το ξέρουμε το αποτέλεσμα), του κάναμε την απαραίτητη (τόσο όσο) πλύση εγκεφάλου για τον ξεχωριστό κόσμο που θα ανοιχτεί μπροστά στα μάτια του, για το πώς μεγαλώνει και πόσο υπέροχο είναι αυτό, για όλα αυτά τα μαγικά, μοναδικά πράγματα που θα μάθει.
Και πήγαμε σχολείο. Σίγουροι και οι δύο ότι το έχουμε. Με χαρά τις πρώτες μέρες και τόση δύναμη και αυτοπεποίθηση που ήταν περίεργη. Με λαχτάρα για να μείνει, να παίξει, να τραγουδήσει και με μία μαμά (εμένα), άνετη, ευτυχισμένη, γερή σα βράχο.
Και μετά από τις πρώτες μέρες, ο μικρός μου άρχισε να ζορίζεται. Να εκδηλώνει δυσαρέσκεια, να έχει ανάγκη από αγκαλιά την ώρα που μπαίναμε στην αυλή, να επινοεί κοιλόπονους και κούραση, να μην θέλει. Να μην θέλει να είναι μόνος του.
Μέχρι που σήμερα τον άφησα και έκλαψε. Έκλαψε πολύ δυνατά και πολύ πολύ λίγο - έμεινα εκεί για ν'ακούσω. Μετά άρχισε να φτιάχνει κούκλες για το κουκλοθέατρο που ετοιμάζουν - έμεινα εκεί για να παραμονέψω.
Και πιο μετά, εγώ κατέβηκα κάτω, άρχισα να παίρνω βαθιές αναπνοές στο διάδρομο, να νιώθω αυτό το σφίξιμο γροθιά στο στομάχι και να δαγκώνω τα χείλη για να κρατηθώ. Αλλά εγώ, δεν τα κατάφερα. Μάλλον εκείνος τα κατάφερε καλύτερα από 'μένα. Ξέσπασα φίλε σε κλάματα, ρούφαγα μύξες με τις βρεγμένες χαρτοπετσέτες και προσπαθούσα να κρυφτώ για να μη με δει κανείς από το crew και μου πουν το συνηθισμένο: αφού κάνετε έτσι εσείς, το παιδί το εισπράττει.
'Οχι, σας το ορκίζομαι, ήμουν κι εγώ πολύ δυνατή. Η φωνή μου δεν έσπαγε όταν τον άφηνα και τα χέρια μου δεν ίδρωναν όταν τον κατέβαζα από την αγκαλιά μου. Ήμουν/είμαι πολύ δυνατή. Δεν μου το περίμενα αυτό.
Τί μεγάλο βήμα πρέπει να διανύσουμε τελικά. Τί συναισθηματικό ζόρι είναι αυτό που αφήνεις κάπου το παιδί σου, με ανθρώπους αγνώστους ουσιαστικά που για κάποιο λόγο ελπίζω ότι σ'έχουν πρωτύτερα εμπνεύσει ότι θα το φροντίσουν με ειλικρίνεια, ίσως και να το αγαπήσουν με ειλικρίνεια στην πορεία, σ'ένα περιβάλλον που θα παλέψει για να γίνει πρωταγωνιστής.
Τί μεγάλη πίκρα είναι αυτή που δεν μπορείς να τον βλέπεις όταν ζωγραφίζει, όταν προσπαθεί να κάνει φίλους, όταν καβαλάει τα αυτοκινητάκια στον κήπο, όταν ζητάει μια αγκαλιά. Όταν είναι μόνος του, όχι κάτω από τις δικές σου φτερούγες, αλλά όταν προσπαθήσει να ανοίξει τα φτεράκια του, τα δικά του, με τα εφόδια τα ολόδικά του, που μόνο τρία χρόνια του τα μεταγγίζεις - έχεις προλάβει?
Τί μεγάλη απόφαση είναι αυτή να τον ξεκολλήσεις από την αγκαλιά σου. Να τον ξεκολλήσεις και να τον αφήσεις. Είναι τόσο στιγμιαίο και τόσο για πάντα. Είναι τόσο απλό και τόσο, μα τόσο περίπλοκο.
Σε αδειάζει και ταυτόχρονα σε γεμίζει με συναισθήματα ικανά να σε φορτίσουν για αυτόματη ανάφλεξη.
Δε ξέρω πως θα εξελιχθεί όλο αυτό, αλλά τελικά το σφίξιμο στο στομάχι πρέπει να είναι νορμάλ. Το μωρό μου μεγάλωσε, δεν είναι μωρό, ξεκινάει το ταξίδι του σε έναν οριοθετημένο μικρόκοσμο, μια πιο οργανωμένη μικρή κοινωνία και εγώ δεν είμαι πια καπετάνιος.
"That's one small step for a mom, one giant leap for motherhood" :-)
Να βράσω το κούλνες, είμαι πιο ευάλωτη από αυτόν τελικά.
πι.ες: Αριάδνη, με καθυστέρηση 4 ημερών, νομίζω ότι τελικά απάντησα στην ερώτησή σου (κάτι δικά μας).
7.9.11
Τα γλυκά μου.
Ο καιρός περνάει και τα αδέλφια λίγο δένονται.
Λέω λίγο, γιατί ακόμα είμαστε στη φάση σου-τραβάω-το-χέρι-μέχρι-να-ξεκολλήσει γιατί είμαι μεγαλύτερός σου και κάνω ό,τι γουστάρω και κυριότερο, πρέπει να με υπακούσεις μωρό/νιάνιαρο, με διαδραστική ανταπόκριση στριγγλιά που σου σπάει το τύμπανο in no time.
Παρόλα αυτά, η μικρή και αθώα γελάει με τα χορευτικά του μεγάλου εξυπνάκια, με τις μιμήσεις που της κάνει και φαίνεται να εκτιμά την προσπάθειά του να παίξουν μαζί.
Μπαίνουν μαζί στην κούνια της, τσουλάνε μαζί μία μπάλα πάνω κάτω, κάνουνε παλαμάκια υπό τους ήχους του indie της μαμάς, σπρώχνονται με μανία στον καναπέ - ξέρουμε ποιος είναι ο νικητής πάντα, and there will be blood.
Υπάρχει πάντως μία αίσθηση συντροφικότητας στον αέρα. Μία έτσι ωραία φάση, μια μυρωδιά μαλλιού της γριάς, μία γεύση καραμέλας στην ατμόσφαιρα. Μία άγαρμπη αγκαλίτσα, ένα παιδικό καλημέρα το πρωί και ένα κατευθυνόμενο φιλάκι. Δεν το είχα ζήσει ποτέ, έχω μεγαλώσει μοναχοπαίδι και όλο αυτό τώρα με συνεπαίρνει, συγχωρέστε με.
Είμαι χθες με το αγόρι μου στο αυτοκίνητο και έχουμε πιάσει την πάρλα. Btw ο γιος μεγάλος παρλαπίπας, αν συνεχίσει έτσι δε ξέρω πως θα τον ανέχονται οι γκόμενες, αν θα του κλείνουν το τηλέφωνο στα μούτρα και εκείνος θα τρέχει απαρηγόρητος στην αγκαλιά μου... (νταξει, λέμε τώρα, η χαρά της μάνας, το αφήνεις και ασχολίαστο).
Έχουμε πάει μαζί να δείξουμε ένα άδειο σπίτι σε ενοικιαστή (κάνω εξυπηρέτηση σε φίλο που λείπει) και είναι ενθουσιασμένος με τα 60τ.μ, το μικρό μπαλκονάκι που βλέπει σε ακάλυπτο και τα παλιά λευκά ντουλάπια της κουζίνας. Ανοίγει εκείνος με τα κλειδιά, χοροπηδάει σε όλα τα δωμάτια και ρωτάει τον κύριο, "θα το πάρετε?". O κύριος δε ξέρει ακόμα και ο W. του αποσπάει την προσοχή από τη ξεχαρβαλωμένη πόρτα του μπάνιου. Τουλάχιστον τα πλακάκια είναι καινούργια.
Πίσω στο αυτοκίνητο, μου λέει:
- Μαμά, δε θέλω να το πάρει ο κύριος το καινούργιο σπίτι.
- Γιατί?
- Θέλω να το πάρω εγώ.
- Θες να πας να μείνεις εκεί? Μόνος σου? (τρόμος)
- 'Οοοοχι, θα πάρω και τη Χλόη. Θα πάμε να μείνουμε εκεί με τη Χλόη και θα έρχεστε να μας βλέπετε. Αλλά θα πάρουμε όλα τα παιχνίδια από το σπίτι.
- Δε θα έρχεστε καθόλου στο δικό μας?
- 'Οοοοοχι. Γιατί δε θα έχουμε αυτοκίνητο επειδή δε ξέρουμε να οδηγούμε. Θα έρχεστε εσείς. Και θα μας πηγαίνετε όπου θέλουμε.
- Μάλιστα. Και τί θα κάνετε όλη μέρα μέσα σε ένα άδειο σπίτι?
- Θα παίζουμε, θα κάνουμε μπάνιο και θα μιλάμε συνέχεια για σκατά, σκατολοΐδια και κώλους, που απαγορεύονται.
Τα γλυκά μου.
Λέω λίγο, γιατί ακόμα είμαστε στη φάση σου-τραβάω-το-χέρι-μέχρι-να-ξεκολλήσει γιατί είμαι μεγαλύτερός σου και κάνω ό,τι γουστάρω και κυριότερο, πρέπει να με υπακούσεις μωρό/νιάνιαρο, με διαδραστική ανταπόκριση στριγγλιά που σου σπάει το τύμπανο in no time.
Παρόλα αυτά, η μικρή και αθώα γελάει με τα χορευτικά του μεγάλου εξυπνάκια, με τις μιμήσεις που της κάνει και φαίνεται να εκτιμά την προσπάθειά του να παίξουν μαζί.
Μπαίνουν μαζί στην κούνια της, τσουλάνε μαζί μία μπάλα πάνω κάτω, κάνουνε παλαμάκια υπό τους ήχους του indie της μαμάς, σπρώχνονται με μανία στον καναπέ - ξέρουμε ποιος είναι ο νικητής πάντα, and there will be blood.
Υπάρχει πάντως μία αίσθηση συντροφικότητας στον αέρα. Μία έτσι ωραία φάση, μια μυρωδιά μαλλιού της γριάς, μία γεύση καραμέλας στην ατμόσφαιρα. Μία άγαρμπη αγκαλίτσα, ένα παιδικό καλημέρα το πρωί και ένα κατευθυνόμενο φιλάκι. Δεν το είχα ζήσει ποτέ, έχω μεγαλώσει μοναχοπαίδι και όλο αυτό τώρα με συνεπαίρνει, συγχωρέστε με.
Είμαι χθες με το αγόρι μου στο αυτοκίνητο και έχουμε πιάσει την πάρλα. Btw ο γιος μεγάλος παρλαπίπας, αν συνεχίσει έτσι δε ξέρω πως θα τον ανέχονται οι γκόμενες, αν θα του κλείνουν το τηλέφωνο στα μούτρα και εκείνος θα τρέχει απαρηγόρητος στην αγκαλιά μου... (νταξει, λέμε τώρα, η χαρά της μάνας, το αφήνεις και ασχολίαστο).
Έχουμε πάει μαζί να δείξουμε ένα άδειο σπίτι σε ενοικιαστή (κάνω εξυπηρέτηση σε φίλο που λείπει) και είναι ενθουσιασμένος με τα 60τ.μ, το μικρό μπαλκονάκι που βλέπει σε ακάλυπτο και τα παλιά λευκά ντουλάπια της κουζίνας. Ανοίγει εκείνος με τα κλειδιά, χοροπηδάει σε όλα τα δωμάτια και ρωτάει τον κύριο, "θα το πάρετε?". O κύριος δε ξέρει ακόμα και ο W. του αποσπάει την προσοχή από τη ξεχαρβαλωμένη πόρτα του μπάνιου. Τουλάχιστον τα πλακάκια είναι καινούργια.
Πίσω στο αυτοκίνητο, μου λέει:
- Μαμά, δε θέλω να το πάρει ο κύριος το καινούργιο σπίτι.
- Γιατί?
- Θέλω να το πάρω εγώ.
- Θες να πας να μείνεις εκεί? Μόνος σου? (τρόμος)
- 'Οοοοχι, θα πάρω και τη Χλόη. Θα πάμε να μείνουμε εκεί με τη Χλόη και θα έρχεστε να μας βλέπετε. Αλλά θα πάρουμε όλα τα παιχνίδια από το σπίτι.
- Δε θα έρχεστε καθόλου στο δικό μας?
- 'Οοοοοχι. Γιατί δε θα έχουμε αυτοκίνητο επειδή δε ξέρουμε να οδηγούμε. Θα έρχεστε εσείς. Και θα μας πηγαίνετε όπου θέλουμε.
- Μάλιστα. Και τί θα κάνετε όλη μέρα μέσα σε ένα άδειο σπίτι?
- Θα παίζουμε, θα κάνουμε μπάνιο και θα μιλάμε συνέχεια για σκατά, σκατολοΐδια και κώλους, που απαγορεύονται.
Τα γλυκά μου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)