Σήμερα φίλες και φίλοι, θα μιλήσουμε για τα κοριτσάκια.
Για κάποιο λόγο έχει επικεντρωθεί η προσοχή μου πάνω τους τελευταία, τις βλέπω στα μπαρ που συχνάζω (ανησυχητικό) με skinny jeans και ανακατωμένα μαλλιά, βρώμικες, υφασμάτινες τσάντες και φλατ σανδάλια και ψάχνω να βρω την Χλόη, μερικές νομίζω ότι της μοιάζουν, ότι να, κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι η δική μου σε κάποια χρόνια, καλύτερα βέβαια να κρατούσε ένα βιβλίο αντί για ένα τσιγάρο, αλλά hey, que sera, sera.
Είναι κάποια κορίτσια, κοπέλες θα έλεγαν εκείνες, με μπουχτισμένο, μποέμ βλέμμα, ακουστικά στα αυτιά, διάθεση στο να συμμετέχουν και να ακούγονται, έναν έρωτα από αυτούς τους ωραίους, τους ανήσυχους, ακουμπισμένο στον ώμο και μάλλον ένα ζευγάρι γονιών που θα τις φιλήσουν για καληνύχτα, και ας είναι στην πραγματικότητα καλημέρα.
Και τονώνεται λίγο η ελπίδα σε σχέση με τα διάφορα που βλέπω/ακούω τελευταία σε μαζικά events, σε χώρους συγκέντρωσης πολλών γονιών, σε μπλογκς, σε σπίτια, σε σχολεία.
Υπάρχει μία εμμονή κατευθυνόμενη στα κοριτσάκια να γίνουν νεράιδες, να γίνουν πριγκήπισσες, να γίνουν όμορφες, γκλαμουράτες, κουνιστές (καλά, υπάρχουν εμμονές και για τ'αγόρια αλλά δεν θα τα γράφω και όλα μονορούφι).
Υπάρχει μια διάθεση, μια φιλοδοξία που σαν όνειρο πλανάται στην ατμόσφαιρα, αν δεν καταφέρουν το πριγκηπικό, να γίνουν πανελίστριες στη Φαίη Σκορδά τουλάχιστον. Να κάνουν κάτι που να φαίνονται. Να είναι πρώτη σειρά στο χώρο δράσης της Amita Fun στην Μικρόπολις (μέγα δράμα, κραυγή αγωνίας προς τα πάσης φύσης brands να σταματήσουν να εξαντλούν τη φαντασία τους στη ζωγραφική, έλεος πια) εκεί που τύπος dancer χτυπιέται με κάτι που ζουζουνοφέρνει, δεν μπορώ να θυμηθώ, και καμια δεκαπενταριά κοριτσάκια (μόνο, το τονίζω) χτυπιούνται ανελέητα μαζί του, όχι όμως παιδικά, χαριτωμένα, ξέγνοιαστα, αλλά ξεπατικώνοντας μαλακίες που βλέπουν στην τηλεόραση, με μικρομέγαλη ποζερία, με οριακή σάχλα, περιτυλιγμένες σε γκλίτερ και πούλιες.
Οι μαμάδες απολαμβάνουν καφέ ήσυχες, άρα, χαίρονται. Χαίρονται που η μικρή έχει ιδρώσει ατσούμπαλα, χαίρονται που ξεχωρίζει από το πλήθος ως μία άλλη Μενεγάκη, προφανέστατα όμως αν είχαν αγόρι θα την είχαν ακούσει και λίγο με τόσο κούνημα.
Δεν ξέρω, κάπως θα έχει τύχει να σκάνε τα περιστατικά στη μούρη μου τελευταία από φυλακισμένα σε μικρομεγαλίαση και ροζ χρώμα κοριτσάκια, ή ίσως τα άλλα, τα όχι-και-τόσο-νάζι δεν μου προκαλούν το ενδιαφέρον καθότι νορμάλ, αλλά με πιάνει μια απελπισία σε κάθε καμάρι, περηφάνια, χειροκρότημα τηλεπαρουσιάστριας-wannabe πόζας, παπουτσιού νούμερο 26 με τακούνι (δεν μιλάμε για τη Suri), κολεξιόν Gap που δεν έχει ΚΑΝΕΝΑ tshirt για το target group της Κλο χωρίς γκλιτεράτη μπουρδολογία επάνω #true_story.
Ρε, και εμείς έτσι είμασταν; Εγώ έχω φωτογραφίες πάντως που φοράω πορτοκαλί ριγέ, κίτρινο φλοράλ, μπλέ σκούρο πολύ, πράσινο πουά, στήνομαι στο φακό με συντροφιά ένα μεγάλο χαμόγελο και τα παραμύθια ή τις κούκλες μου αγκαλιά, δεν σουφρώνω χειλάκια, δεν υποδύομαι τσιφτετέλι σε πίστα, δεν φοράω λιπ γκλος από τα τέσσερα, και μα την παναγία, δεν φοράω ποτέ ροζ.
Δεν έχω πρόβλημα με το ροζ, αλλά να, έχω με αυτό που το έχουμε καταντήσει, συνώνυμο της μικρομέγαλης ελαφρότητας, της πανελίστριας μέγκα σταρ και του/της/wtf μπεμπέ λιλή.
Μετά βγαίνω για κανα ποτό το βράδυ και ισιώνω λίγο, προφανώς κάποια κοριτσάκια έπεσαν με φόρα από το μικρό μου πόνι και προσγειώθηκαν σε καμια βιβλιοθήκη, ή κανα δισκάδικο. Α, ναι, σόρρυ, δεν υπάρχουν πολλά από αυτά.
πι.ες: Η Στεφανία προς το παρόν δεν είναι τέτοιο κοριτσάκι και εγώ γι'αυτό την στηρίζω στον αγώνα της να ακουστεί και να τα χώσει. Δες πιο κάτω:
26.9.12
14.9.12
Οι μηχανές, τα πηδήματα και άλλα δεινά.
Δεν είχα πια τί άλλο να γράψω, γιατί το blog έχει μόνο του γυρίσει στο κομμάτι "σκέψεις", η εξιστόρηση της καθημερινότητας δεν μου βγήκε, σούπερ φωτογραφίες κατά τα του εξωτερικού πρότυπα από τί φοράμε, τί τρώμε, με τί παίζουμε και ποιος χέστηκε δηλαδή, τα ζουζουλίνια, πριγκηπάκια τί ωραία που τα λένε (μόνο αυτά στον πλανήτη, εννοείται) θα έπεφτε λιθοβολισμός από αυτούς που με αγαπάνε τουλάχιστον, μέχρι και η σκέψη του να σβήσει μου πέρασε από το μυαλό, το οποίο βέβαια εντάσσεται στην κατηγορία Ποιος Χέστηκε x2.
Αλλά να, εδώ στο μπαλκόνι έμαθα την ιστορία της Μηχανής.
Αγόρασε λοιπόν ο φίλος ένα DT στα 19 (τί μου θύμησε, κάτι γκομενικά λυκείου σε πάω πολύ πίσω, άστο), το είχε στο νησί, το φρόντιζε, το πρόσεχε, το αγαπούσε ρε παιδί μου μέχρι που μια ωραία μέρα όπως ήταν φυσικό, γιατί αποκλείεται να έχετε εσείς φίλο με μηχανή που να μην έχει πέσει (εγώ δεν έχω), έπεσε και το μηχανάκι έγινε σμπαράλια.
Λεφτά να το φτιάξει δεν είχε, το άφησε στο νησί με βαριά καρδιά και μάζευε όλο το χρόνο για να πάει το επόμενο καλοκαίρι να οργώσει με καμια γκόμενα από πίσω τους χωματόδρομους για τις παραλίες.
Εκεί έπαιξε μπάλα ο παππούς. Που λάτρευε τον εγγονό, που έτρεμε η καρδιά του, που ποτέ δεν συμπάθησε το κωλομηχανάκι κι ας είχε και εκείνος, που έφτασε στο σημείο να του το εξαφανίσει και να του δώσει και τα λεφτά που είχε ξοδέψει για την αγορά του.
Μαχαιριά στην καρδιά. Τεράστιο απωθημένο. Γκόμενος ρε παιδί μου, που θες και δεν γίνεται. Χειρότερο από γκόμενος (έχει; να το σκεφτούμε λίγο).
Και έμεινε ο δικός μου σοκαρισμένος, άλαλος, χωρίς μηχανάκι, αλλά χατίρι στον παππού δεν μπορούσε να χαλάσει, να τον στεναχωρήσει, να τον πληγώσει.
Περίπου έντεκα χρόνια μετά το απωθημένο που τον στοίχειωνε θα το πέταγε μια για πάντα στη λίστα με τα done. Αγόρασε μία μεταχειρισμένη μηχανή, "καγκούρικη" μου είπε, για να του θυμίζει το DT του νησιού. Και ακόμα και τώρα, ώριμος, μεγαλύτερος, ανεξάρτητος, θα το κρατήσει μυστικό και από τον παππού και από τον μπαμπά του. Γιατί θα μείνουν, μου είπε. Δεν θέλω να τους στεναχωρήσω.
Πολύ τρυφερή ιστορία μου φάνηκε, και ο παππούς, και ο εγγονός, γλύκες. Και σκέφτηκα σε αντιδιαστολή την Αγγλίδα συμφοιτήτριά μου στο μεταπτυχιακό που έμενε 40 χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό της και έστελνε στους γονείς της κάρτες τα Χριστούγεννα.
Μετά σκέφτηκα τη δικιά μου που με το πρώτο τατουάζ μπορεί και να την πήγαν στο νοσοκομείο (δεν ξέρω, έλειπα απ'τη χώρα), το επόμενο το έκρυβα, χρειάστηκε νομίζω να γεννήσω για να πάω στον άρτιστ χωρίς να κάνω πρόλογο με λεξοτανίλ. 'Η την κολλητή μου, που ποτέ δεν κάπνισε μπροστά στον μπαμπά της γιατί όταν στα δεκαοκτώ είχε βρει στην τσάντα της ένα πακέτο της είχε πει με αυστηρή φωνή "Και μετά τί? Τα πηδήματα, και ύστερα τα ναρκωτικά". (lol)
Προφανώς και έχω μεγαλώσει σε μία χώρα που οι γονείς στοιχειώνουν τα παιδιά τους μέχρι να φύγουν από τη ζωή, αποτελούν το αδιάσειστο πρότυπο, την πυξίδα, τον πρώτο και αδιαμφισβήτητο Κριτή, και έπειτα κανείς δεν ξεπερνάει το χαμό τους, μόνο μονολογεί αυτό το περιβόητο "ας ήταν εδώ και ας μου απαγόρευαν το bungee jumping στα 32 / το αλκοόλ στα 20 / τη μηχανή στα 28", έφτασα στο σημείο να μην μ'ενοχλεί αυτό, να το αποδέχομαι, να το αντιμετωπίζω με συναισθηματισμό και όχι με θυμό, με απόγνωση, με εγκλωβισμό, έφτασα στο σημείο να δέχομαι την υποκρισία για να είναι εκείνοι ήσυχοι.
Ίσως επειδή και εγώ, όσο άκουγα την ιστορία του DT, δεν την άκουγα πια με τα αυτιά του εγγονού, αλλά με εκείνα του παππού. Του ανθρώπου που είναι πια υπεύθυνος και για άλλους, που τους νοιάζεται περισσότερο από τη ζωή του την ίδια, που αδυνατεί να σκεφτεί την πιθανότητα της γλάστρας που μπορεί να σου πέσει στο κεφάλι, που είναι φτερούγας. Για πάντα. Για όσο ζει και όσο αναπνέει.
Το θέμα είναι μεγάλο και πολύπλευρο και εγώ μεγάλα ποστς δεν γράφω, αλλά αν το δικό μου το αγόρι θελήσει σε 12 χρόνια να καβαλήσει μηχανή, ειλικρινά δεν ξέρω πώς θα το αντιμετωπίσω. Μπορεί να τον στείλω να χτυπήσει κανένα τατουάζ instead.
Αλλά να, εδώ στο μπαλκόνι έμαθα την ιστορία της Μηχανής.
Αγόρασε λοιπόν ο φίλος ένα DT στα 19 (τί μου θύμησε, κάτι γκομενικά λυκείου σε πάω πολύ πίσω, άστο), το είχε στο νησί, το φρόντιζε, το πρόσεχε, το αγαπούσε ρε παιδί μου μέχρι που μια ωραία μέρα όπως ήταν φυσικό, γιατί αποκλείεται να έχετε εσείς φίλο με μηχανή που να μην έχει πέσει (εγώ δεν έχω), έπεσε και το μηχανάκι έγινε σμπαράλια.
Λεφτά να το φτιάξει δεν είχε, το άφησε στο νησί με βαριά καρδιά και μάζευε όλο το χρόνο για να πάει το επόμενο καλοκαίρι να οργώσει με καμια γκόμενα από πίσω τους χωματόδρομους για τις παραλίες.
Εκεί έπαιξε μπάλα ο παππούς. Που λάτρευε τον εγγονό, που έτρεμε η καρδιά του, που ποτέ δεν συμπάθησε το κωλομηχανάκι κι ας είχε και εκείνος, που έφτασε στο σημείο να του το εξαφανίσει και να του δώσει και τα λεφτά που είχε ξοδέψει για την αγορά του.
Μαχαιριά στην καρδιά. Τεράστιο απωθημένο. Γκόμενος ρε παιδί μου, που θες και δεν γίνεται. Χειρότερο από γκόμενος (έχει; να το σκεφτούμε λίγο).
Και έμεινε ο δικός μου σοκαρισμένος, άλαλος, χωρίς μηχανάκι, αλλά χατίρι στον παππού δεν μπορούσε να χαλάσει, να τον στεναχωρήσει, να τον πληγώσει.
Περίπου έντεκα χρόνια μετά το απωθημένο που τον στοίχειωνε θα το πέταγε μια για πάντα στη λίστα με τα done. Αγόρασε μία μεταχειρισμένη μηχανή, "καγκούρικη" μου είπε, για να του θυμίζει το DT του νησιού. Και ακόμα και τώρα, ώριμος, μεγαλύτερος, ανεξάρτητος, θα το κρατήσει μυστικό και από τον παππού και από τον μπαμπά του. Γιατί θα μείνουν, μου είπε. Δεν θέλω να τους στεναχωρήσω.
Πολύ τρυφερή ιστορία μου φάνηκε, και ο παππούς, και ο εγγονός, γλύκες. Και σκέφτηκα σε αντιδιαστολή την Αγγλίδα συμφοιτήτριά μου στο μεταπτυχιακό που έμενε 40 χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό της και έστελνε στους γονείς της κάρτες τα Χριστούγεννα.
Μετά σκέφτηκα τη δικιά μου που με το πρώτο τατουάζ μπορεί και να την πήγαν στο νοσοκομείο (δεν ξέρω, έλειπα απ'τη χώρα), το επόμενο το έκρυβα, χρειάστηκε νομίζω να γεννήσω για να πάω στον άρτιστ χωρίς να κάνω πρόλογο με λεξοτανίλ. 'Η την κολλητή μου, που ποτέ δεν κάπνισε μπροστά στον μπαμπά της γιατί όταν στα δεκαοκτώ είχε βρει στην τσάντα της ένα πακέτο της είχε πει με αυστηρή φωνή "Και μετά τί? Τα πηδήματα, και ύστερα τα ναρκωτικά". (lol)
Προφανώς και έχω μεγαλώσει σε μία χώρα που οι γονείς στοιχειώνουν τα παιδιά τους μέχρι να φύγουν από τη ζωή, αποτελούν το αδιάσειστο πρότυπο, την πυξίδα, τον πρώτο και αδιαμφισβήτητο Κριτή, και έπειτα κανείς δεν ξεπερνάει το χαμό τους, μόνο μονολογεί αυτό το περιβόητο "ας ήταν εδώ και ας μου απαγόρευαν το bungee jumping στα 32 / το αλκοόλ στα 20 / τη μηχανή στα 28", έφτασα στο σημείο να μην μ'ενοχλεί αυτό, να το αποδέχομαι, να το αντιμετωπίζω με συναισθηματισμό και όχι με θυμό, με απόγνωση, με εγκλωβισμό, έφτασα στο σημείο να δέχομαι την υποκρισία για να είναι εκείνοι ήσυχοι.
Ίσως επειδή και εγώ, όσο άκουγα την ιστορία του DT, δεν την άκουγα πια με τα αυτιά του εγγονού, αλλά με εκείνα του παππού. Του ανθρώπου που είναι πια υπεύθυνος και για άλλους, που τους νοιάζεται περισσότερο από τη ζωή του την ίδια, που αδυνατεί να σκεφτεί την πιθανότητα της γλάστρας που μπορεί να σου πέσει στο κεφάλι, που είναι φτερούγας. Για πάντα. Για όσο ζει και όσο αναπνέει.
Το θέμα είναι μεγάλο και πολύπλευρο και εγώ μεγάλα ποστς δεν γράφω, αλλά αν το δικό μου το αγόρι θελήσει σε 12 χρόνια να καβαλήσει μηχανή, ειλικρινά δεν ξέρω πώς θα το αντιμετωπίσω. Μπορεί να τον στείλω να χτυπήσει κανένα τατουάζ instead.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)