25.1.13

Πράγματα που σκέφτομαι στον κήπο.

Στην απέναντι εταιρεία δουλεύει μία μαμά άψογη.
Την έχω δει τα Χριστούγεννα με τον μικρό της, αλλά και πάλι θα καταλάβαινα κάπως ότι είναι μαμά, φαίνεται λίγο φτερούγας, λίγο control freak, προσεκτική, μετρημένη και τρομερά pro-active.
Πάντα έχει ομπρέλα όταν χρειάζεται και πάντα φοράει κουκούλα όταν βρέχει.
Έρχεται με σακούλες του super market.
Φοράει τακούνια δυο τρεις φορές μέσα στην εβδομάδα - τόσο όσο.
Δεν έχει κασκόλ κουβαριασμένα στα χέρια που να σκουπίζουν το πεζοδρόμιο.
Όταν φεύγει τα κλειδιά του αυτοκινήτου κάνουν ένα χαρούμενο γκλιν γκλιν.
Δεν μένει ποτέ, μα ποτέ, μετά τις έξι. (εδώ δεν με βλέπετε αλλά αφήνω ένα επιφώνημα θαυμασμού)
Δεν καπνίζει.
Έχει μαμαδίστικα περιποιημένα μαλλιά - τόσο όσο.
Μου χαμογελάει χωρίς να με ξέρει όταν τρακάρουμε ενίοτε στον κήπο.
Είναι γλυκιά, είναι σωστή, δεν είναι αντιπαθητική, δεν θα την έκανα παρέα, δεν με ενοχλεί παρόλα αυτά.
Πριν λίγο καιρό "έμαθα", καλύτερα άκουσα γιατί τσίριζε εδώ πίσω από ένα θάμνο, ότι ο άντρας της έχει χρόνια γκόμενα, τύπου κανονική, από αυτές τις παράλληλες σχέσεις που για να τις καταπιείς πρέπει ο δικός σου να έχει απομείνει από τους τελευταίους είκοσι στον πλανήτη ή να έχεις τόσο χαμηλή αυτοπεποίθηση που να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη μόνο κάθε πρωτοχρονιά ή δεν ξέρω τί άλλο τέλος πάντων, ίσως να είσαι ο Δαλάι Λάμα.  Τόσο πιθανόν δηλαδή.
Μετά από εκείνη την μέρα, αυτή την άψογη μαμά με τον όμορφο δίχρονο γιο με το πανάκριβο μπουφάν, συνεχίζω να την βλέπω.
Και έχει ακόμα ωραία μαλλιά, ντύνεται προσεγμένα συντηρητικά, το βλέμμα της δεν τσακίζει, τα κλειδιά της κάνουν γκλιν γκλιν στις έξι ακριβώς.  Κάθε γαμημένη μέρα.
Με τρόμαξε λίγο αυτό.  Τόση αυτοσυγκράτηση που δεν έφυγε πάλι από το σπίτι χωρίς ομπρέλα, να, δεν του την έσπασε στο κεφάλι ας πούμε, την κουβαλάει μαζί της, αρνείται να σταθεί στη βροχή, να της τρέξει η μάσκαρα.
Και από πίσω τρέχω εγώ, αργοπορημένη, με όλα τα λάθος παπούτσια όλες τις λάθος μέρες, με την τσάντα ανοιχτή, που δεν φοράω ποτέ κραγιόν και δεν έχω ποτέ ομπρέλα, και μου φαίνομαι κάνοντας την αυτοκριτική μου λιγότερο άψογη μαμά και λιγότερο άψογη σύζυγος, την κοιτάω και λίγο θέλω να την πιάσω από τους ώμους να την ταρακουνήσω, να της ξεκολλήσω τη βάτα από το πουκάμισο. 
Ή και πάλι όχι, ο καθένας κάνει τα κουμάντα του.  
Να εμένα μου έκατσε βαρύ την Κυριακή που ο γιος μου μπροστά στους φίλους μας ξεφώνησε:
- Δεν σ'έχω πια μαμά!  Ο μπαμπάς να σε χωρίσει και να μένουμε εδώ χωρίς εσένα.
Και όλοι άρχισαν την πλακίτσα "συναινετικό το θες Walter το διαζύγιο γιατί αλλιώς θα πάρει χρόνο" και διάφορα άλλα τέτοια, όταν εγώ κοίταζα λίγο αμήχανα το ταβάνι, λίγο μπήκα στο τριπάκι να σκεφτώ τί κάνω λάθος πάλι, πώς θα μπορέσω να γίνω τέλεια, να μην εκνευρίζομαι, να οργανώνομαι και να κρατάω τα δάκρυά μου όταν ακούω τόσο βαρύγδουπες ατάκες και ας ξέρω ότι δεν τις εννοεί, ότι είναι ο άγαρμπος τρόπος του για να μου δείξει ότι ενοχλήθηκε.
Εγώ ταρακουνιέμαι από αυτά και η απέναντι που έμαθε ότι έγιναν τρεις κουβαλάει ακόμα κάθε Τετάρτη απόγευμα σακούλες σούπερ μάρκετ για το σπίτι. 
Γκλιν γκλιν.

 



15.1.13

Ο χειρότερος και ο "καλύτερος" μπαμπάς του κόσμου.

Στο σημερινό ποστ έχω κι άλλο guest.
Τον Βαγγέλη, aka Provato, έναν ακόμα πρώην συνάδελφο από εκείνα τα ωραία χρόνια, νυν δεν ξέρω, τα λέμε πάντως συχνά και νομίζω τον πρώτο μπλόγκερ που γνώρισα στην αληθινή ζωή.  Έβερ.
Του ζήτησα λοιπόν να γράψει κι εκείνος για το παρακάτω θέμα που με καίει, έξυσε το κεφάλι του, μου είπε ότι συμφωνεί με την γνώμη μου και άρα θα είμαστε σαν δύο γραφικές κωλόγριες που τα βρίζουν όλα, καταλήξαμε στο ότι δικό μου είναι το μπλογκ και άρα ό,τι θέλουμε κάνουμε και μετά γράψαμε αυτά.

(πες Μπεεε)

Ο πατέρας μου μαλώνει συνέχεια με την μητέρα μου γιατί όταν είναι η σειρά της να μαγειρέψει μιλάει στο τηλέφωνο ή δουλεύει μπροστά στο κομπιούτερ και όλo ξεχνάει να βάλει αλάτι στο φαΐ ή το καίει.  Και μετά ο πατέρας μου τρώει ανάλατα φαγητά ή καμμένα και όσο μασουλάει κάνει φάτσες αηδίας, βογκάει και βήχει σαν να είναι ήρωας σε καρτούν και λέει την μητέρα μου άμυαλη και αφηρημένη.  Αλλά ξέρω ότι κάνει πλάκα γιατί τα μάτια του είναι γελαστά και όταν η μητέρα μου δεν κοιτάει μου ρίχνει συνωμοτικά βλέμματα και κρυφογελάει...
Του πατέρα μου του αρέσει να έρχεται μαζί μου στο κρεβάτι για να μου διαβάσει αλλά κάθε φορά τον παίρνει ο ύπνος πριν καν φτάσει στο τέλος της πρώτης παραγράφου.  Τότε σηκώνομαι, τον σκεπάζω και τον αφήνω να κοιμάται στο κρεβάτι μου.  Και εγώ πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρά του, στην μητέρα μου, η οποία κάνει λίγο στην άκρη, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από το μεταχειρισμένο βιβλίο που διαβάζει και μου τραβάει το πάπλωμα για να ξαπλώσω δίπλα της.  
Ο πατέρας μου όποτε του ζητάω να με βοηθήσει στην αριθμητική με κοιτάζει με τρομαγμένο ύφος, δεν ξέρει τίποτε από προσθέσεις και αφαιρέσεις - και αν ακούσει για πολλαπλασιασμό κοκκινίζει από αγωνία.  Εγώ επιμένω να με βοηθήσει και ας τον βλέπω πόσο δυσκολεύεται να παλεύει με αριθμούς και σύμβολα που δεν καταλαβαίνει... φυσάει, ξεφυσάει, τηλεφωνεί σε ένα φίλο του μαθηματικό... εγώ όλη αυτήν την ώρα κάθομαι δίπλα του, χαίρομαι και προσπαθώ να σκεφτώ ένα άλλο κόλπο για να τον έχω να κάθεται στη διπλανή καρέκλα όταν κάνω τα μαθήματά μου.  
Ο πατέρας μου όταν έχασε μαζί μου ένα στοίχημα έβαλε την γραβάτα του ανάποδα για να πάει στο γραφείο και μου έδειξε φωτογραφίες να είναι με την ανάποδη γραβάτα δίπλα στους συναδέλφους του. Και όταν έχασα εγώ ένα στοίχημα μαζί του, χρησιμοποίησε το διάλειμμά του στην δουλειά και ήρθε στο σχολείο για να δει ότι φορούσα μία κόκκινη και μία πράσινη κάλτσα.
Ο πατέρας μου δεν δουλεύει εδώ και πολλούς μήνες.  Στεναχωριέμαι γιατί είναι λυπημένος αλλά όταν ξαναβρεί δουλειά θα μου λείπει που δεν θα είναι στο σπίτι όταν γυρνάω από το σχολείο.
Ο πατέρας μου φέτος μου έκανε δώρο μία επιταγή που είχε φτιάξει μόνος του.  Ήταν επιταγή εξαργύρωσης αταξίας που θα πει ότι αν κάνω κάποια αταξία και τον εκνευρίσω θα του δώσω την επιταγή και θα κάνει σαν να μην συνέβη τίποτε.  Στην αδελφή μου πήρε μία επιταγή "επιστροφής αργά στο σπίτι Σάββατο βράδυ".
Ο πατέρας μου είναι ο χειρότερος στον κόσμο.
Hey, έμαθες τα νέα;

Ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου ξοδεύει τα λεφτά του στο Πλαίσιο.
Αγοράζει δώρα για το παιδί του, για την γκόμενα, δώρα για την αδερφή, τον μπατζανάκη και τη γυναίκα του από το Πλαίσιο, και βασικά με αυτόν τον άμεσα μετρήσιμο τρόπο γίνεται ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου.
Εξαγοράζει συναισθήματα, σχέσεις, στιγμές, τρυφερότητα, ουσία, με μια μεγάλη σακούλα από κάποιο κατάστημα, τους την πετάει στα μούτρα και ξαπλώνει να διαβάσει εφημερίδα πετώντας τις κάλτσες στον αέρα, έτσι για το χάι.  Δεν χρειάζεται να κάνει τίποτ' άλλο.  Έχει κάνει τόσα.  Έχει ξοδέψει άλλα τόσα.
Πραγματικά, από τις λίγες καμπάνιες που μ'έχουν τόσο ενοχλήσει τον τελευταίο καιρό.
Όχι, περίμενε, δεν με έχουν ενοχλήσει, με έχουν προσβάλλει και με έχουν στεναχωρήσει.  Με έχουν κάνει να σκεφτώ τον μπαμπά που σκίζεται στη δουλειά από τα ξημερώματα για λιγοστά λεφτά και ακουμπάει την πλάτη του στη στάση περιμένοντας το λεωφορείο.  Κουτουλάει από την νύστα και από την κούραση γιατί το προηγούμενο βράδυ γύρισε αργά το απόγευμα και δε στάθηκε ούτε λεπτό, για να παίξει με τα παιδιά του.  Και στέκεται στη στάση παγωμένος, με φόντο την επιδεικτική, υπεροπτική, εκτός τόπου και χρόνου ατάκα που πούλησε κάποιος διαφημιστής στον πελάτη του:
"Γίνε ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου".
Με ένα iPad, ένα smartphone, ένα laptop, να, τώρα μπορείς και εσύ.  Σε αυτή την εποχή που αγωνιζόμαστε με δυσκολία να αποτινάξουμε από πάνω μας την ταμπέλα του επιφανειακού υλιστή μαλάκα έρχεται μία χαρούμενη, χριστουγεννιάτικη καμπάνια να μας θυμήσει πόσο σαπουνόφουσκες είμαστε ακόμα που αντέχουμε να βγαίνουν στον αέρα τέτοια καμια φορά σαχλά, καμια φορά επικίνδυνα μηνύματα.
Μπορώ να το κάνω πολύ μελό.  Πολύ μελό, σου λέω.  Να μπλέξω μέσα παιδάκια με βουρκωμένα μάτια γιατί δεν πήραν κανένα δώρο, ανεργία και μπαμπάδες στα νοσοκομεία, διαζύγια και άδειες κούνιες που τρίζουν στις παιδικές χαρές, Νίκο Ξανθόπουλο και καμαρούλα μια σταλιά και όπου υπάρχει αγάπη υπάρχει ευτυχία και όλα αυτά σαλάτα, αλλά θα μείνω στο προφανές, στο αδιανόητο και το ανεξήγητο.
Με ποιο σκεπτικό, τέτοια εποχή, με τόσα πρόβληματα, τόση στεναχώρια, τόση απ'όλους υπεράνθρωπη προσπάθεια, βγαίνει μία εταιρεία να βροντοφωνάξει με προστακτική σιγουριά πως όλα αυτά λύνονται.  Ακυρώνονται.  Ανταλάσσονται.  Διαγράφονται.  Με ένα gadget.
Και έτσι μαγικά, αυτόματα γίνεσαι αυτό που με τόσο κόπο χρόνια προσπαθείς να χτίσεις.  Γίνεσαι μια γλυκιά (όχι καλύτερη, σκέψου αν αξίζει ο τίτλος πριν ξοδευτείς για το laptop) μαμά, η γυναίκα της ζωής του, ο αγαπημένος θείος, όλα εξαγοράσιμα, όλα εύκολα, όλα τόσο αναίσθητα.
Μετά από πολλή (όχι και τόσο δηλαδή) σκέψη αποφάσισα να παραμείνω μια μετριότητα.  Ούτε πολύ γλυκιά, ούτε τόσο επιθυμητή, υπέροχη, αγαπητή, πανέμορφη, πανέξυπνη, οβερόλ γαμάτη και σίγουρα ποτέ, μα ποτέ, η καλύτερη.  Είναι το κόστος που δέχομαι να πληρώσω για να μην ξαναψωνίσω στο Πλαίσιο.








7.1.13

Τα εννιά πράγματα που μου έμαθε (ξανά) το χωριό του Άγιου Βασίλη, στην Παιανία όμως.

1. Στην Ελλάδα τα Χριστουγεννιάτικα θεματικά πάρκα να τα πω για να συνεννοούμεθα κάπως, μου βγάζουν μιζέρια.  Κάτι ο φωτισμός, κάτι τα δάπεδα, κάτι τα παιχνίδια, οι Άγιοι Βασίληδες που στο break της φωτογράφισης ξύνουν τ'αρχίδια τους, δεν ξέρω, μίζερα.
(Δεν έχω κάνει Χριστούγεννα με παιδιά στο εξωτερικό.  Νομίζω ένα Χριστούγεννο έχω κάνει στο εξωτερικό και αυτό τύπου σύζυγος, επέτειος, Παρίσι, that kind of mood.)
2. Όπου υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση γονέων, υπάρχει πρόβλημα.  Όπως και στο στρατό ρε παιδί μου.  Αυτό που κολλάει στην πλάτη σου στην ουρά αλλοπαρμένος μπαμπάς με βιντεοκάμερα, φωτογραφική και άιφον πάνω στα μαλλιά σου χωρίς να γνωρίζεστε, πρόβλημα.
3.  Όλοι καταλήγουν στην πιο πανάθλια τηγανιτή πατάτα όλων των εποχών για να κατευνάσουν τα πνεύματα, για να αλλάξουν μπλούζα στο παιδί που στάζει, για να τρίψουν το κεφάλι τους μπας και ανακουφιστούν από τον πονοκέφαλο, για να πουν ότι τουλάχιστον ρε παιδί μου κάναμε τόσο δρόμο, αλλά φάγαμε.  Πατάτα τηγανητή, ξέρεις, αυτή η μπλιαχ.
4. Ήρθαν άνθρωποι με πούλμαν.  Στο "χωριό" (ο Θεός, ή όποιος, να το κάνει) του Άγιου Βασίλη (άφαντος), στην Παιανία.  Είμαι σίγουρη ότι στις πόλεις/περιοχές/χωριά τους θα είχε πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουν.  Πιο συναισθηματικά ίσως.
5. Οι μαμάδες μπορούν να ντύνονται και ξωτικά για να ενισχύσουν το εορταστικό κλίμα.  Κόκκινο ζιβάγκο, κόκκινο σακάκι, πράσινο τσόχινο σορτσάκι, πράσινο καλσόν, κόκκινο μποτάκι, μαλλί κομμωτηρίου κοκκόρι και στα πλάγια πατημένο.  True story.
6. Τα πάντα έχουν σημασία μέχρι να πληρώσεις το εισιτήριο.  Από εκεί και πέρα είτε περιμένεις ατελείωτα, είτε στριμώχνεσαι, δεν ενδιαφέρει κανέναν αρμόδιο.  Το απλό του κάπως να απασχολούνται τα παιδάκια όσο ο γονιός έχει κάνει την καρδιά του πέτρα και περιμένει στη σειρά, δεν έχει περάσει από κανένα επιχειρηματικό, Ελληνικό, δαιμόνιο μυαλό my ass.
7. Οι γιαγιάδες είναι οι πιο ύπουλες.  Εκμεταλλεύονται τον σεβασμό που σου έμαθε η μαμά σου να τους δείχνεις από μικρή και τα αρθροιτικά τους, για να σπρώχνουν το εγγονάκι όπου χωράει σπρώξιμο.  Μαλάκα μου, σοβαρά.  Μέχρι και στο frozen yogurt το πέρασε μία το δικό της έτσι στο ριφιφί. (τί θα πει ΚΑΙ ΕΚΕΙ ΦΡΟΖΕΝ ΓΙΟΓΚΟΥΡΤ?)
8. Είδα τις πιο ηλίθιες παιδικές πόζες που μπορεί να δει μάτι.  Φυσικά και δεν φταίνε τα παιδιά, θα ήταν διατεθειμμένα να φτύσουν και τα δόντια τους προκειμένου να τελειώσει το μαρτύριο πόζας δίπλα από την φάτνη και να πάνε επιτέλους να κοιμηθούν στο αυτοκίνητο.
9. Δεν βλέπω να καταφέρνω ν'απαντάω στην ερώτηση του γιατί πας ρε κοπελιά με πειστικότητα.

3.1.13

Bonus Track.

Ανοίγω παρένθεση.
Αυτό ήθελα να το ποστάρω πριν κλείσει η χρονιά, αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους δεν έκατσα να γράψω στο σπίτι ούτε ένα βράδυ.  Προσοχή, παρεμβάλλεται το "να γράψω", μη βάζετε στο νου σας ξεσαλώματα, γέρασα μάλλον γι'αυτά, ξεκάθαρα.
Το παρακάτω λοιπόν το έγραψε για εμένα, ναι, ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ, (με hints από όλα αυτά που λέμε, κάνουμε, βλέπουμε, σκεφτόμαστε εδώ μέσα όλη μέρα κάθε μέρα) ένας συνάδελφος Sir Art Director (inside joke, άστο) με τον οποίο υπήρξαμε συνάδελφοι και στη Leo Burnett και μου το έδωσε αντί δώρου - γιατί τέλος πάντων όλοι ανταλλάξαμε δώρα μεταξύ μας, τυχαία και μυστικά μπλα μπλα μπλα- λέγοντας "επειδή μωρέ σου αρέσει να γράφεις".  Έλα, κιούτ, δεν μπορείς να πεις, είχε και συσκευασία και κόνσεπτ και συναίσθημα και χριστούγενννο και όλα.
Κλείνω παρένθεση.

12 Σεπτεμβρίου 2013.

Δύσκολη μέρα σήμερα, η μικρή δεν ήθελε να πάει σχολείο, μάτι δεν έκλεισε όλη τη νύχτα, γκρίνια... Κι εγώ μαζί, το χαβιάρι μαύρο το κρασί παλιό.

Έφυγες από το σπίτι άρων άρων ξέχασες πορτοφόλι, κλειδιά, τη μάνα σου και τον πατέρα σου.  10.38' η Κηφισίας πηγμένη, κολλημένη στο φανάρι σχεδόν δέκα λεπτά τα νεύρα τσατάλια... βρέχει.  Πάλι βρέχει, το ραδιόφωνο παίζει Σάκη "Μακαρόνια με κιμά" τί χαζό τραγούδι, το μυαλό σου είναι αλλού, στη δουλειά, πάλι θ'αργήσεις, λυπάσαι τα κορίτσια - η Νάντια, η Μαρία, η Λίτσα, η Ευανθία, αυτές πάντα στην ώρα τους.  Θα πουν "καλησπέρα", καλησπέρα, χμ, ένα ξεχασμένο αστείο που αιωρείται εδώ και χρόνια τα πρωινά στην εταιρεία σαν φάντασμα.
Τακ τακ... Ένας Ρώσος λαθρομετανάστης σου χτυπά το τζάμι για να σου πουλήσει την πραμάτια του. Με την άκρη των δακτύλων του κάνεις νόημα να φύγει, επιμένει, του φωνάζεις με επικριτικό τρόπο Τζίζους φίλε μου, φύγε από 'δω, φεύγει λυπημένος.  Νιώθεις ενοχή, ένα δάκρυ κυλά στα μάτια σου, σκέφτεσαι "πώς έγινα εγώ έτσι", εγώ αγόραζα κάποτε κούνιες για Σομαλούς πρόσφυγες, τί έγινε;
Από το καθρεφτάκι κοιτάς να δεις πού είναι να ζητήσεις συγγνώμη.  Είναι στο δίπλα αμάξι σκυφτός.  Και εκεί ΤΟ βλέπεις, έχει τέσσερα χρυσά λιοντάρια στις άκρες, στη μέση διακρίνονται δύο άγγελοι που κρατάνε δεκαοχτώ νεράιδες με φτερά παγωνιού... ΤΟ ΘΕΛΩ, σκέφτεσαι, πρέπει να γίνει δικό μου, ναι, αλλά δεν έχεις λεφτά.  Σκέψου, δεν έχεις τίποτα αξίας πάνω σου μόνο τα συλλεκτικά κορδόνια από τα All Star σου.  Και τότε θυμάσαι...
Εκείνη την κρύα νύχτα του Δεκέμβρη του 2012 που κέρδισες ένα δώρο, "το ξεχασμένο πεντάευρω" κουρασμένη όπως ήσουνα από το πολύ ποτό, το χορό και το ξενύχτι το καταχώνιασες στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου κάτω από το βιβλίο του service, είναι άραγε ακόμα εκεί;
Ανοίγεις το ντουλάπι, ναι, είναι εκεί σκονισμένο... Το αρπάζεις, το φανάρι έχει γίνει πορτοκαλί.  Ανοίγεις την πόρτα, τρέχεις μες στη βροχή, δεν σε νοιάζει αρκεί να γίνει δικό σου.  "Πόσο έχει" τον ρωτάς, "Μόνο 4,80" σου απαντάει, "αφού το θέλεις, πάρτο".  Το αρπάζεις, ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΣΟΥ, η ευτυχία ξεχειλίζει μέσα σου, χορεύεις μέσα στη βροχή, χαρούμενη, ακούγοντας κορναρίσματα... είναι και αυτοί χαρούμενοι μαζί σου, έχουν βγει όλοι έξω και χειροκροτούν, εσύ κλαις, κλαις από ευτυχία ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ έκανες δικό σου το ΤΑΣΑΚΙ που πάντα ήθελες.
Αυτά.  Καλές Γιορτές.

πι.ες:   ταλεντάκι ο Sir, ε?
πι.ες2: το εμπνευστικό τασάκι του γραφείου μου. slow clap που λέει και η Χρύσα.