Τις τελευταίες μέρες ζω όχι ακριβώς διακοπές, αλλά έτσι μια ανέμελη φάση ποτοφαγίας με φίλους που περιτριγυρίζεται από ιατρικές εξετάσεις που έπρεπε να κάνω περίπου 7 χρόνια πριν, συγκέντρωση χαρτούρας που έπρεπε να έχω κάνει στην προηγούμενη ζωή, μερικά -τα λες και- επαγγελματικά ραντεβού και πολύ παιδί. Πολύ παιδί, αλλά αλλιώς, δηλαδή καλύτερα. Με όρεξη. Και χωρίς κούραση.
Την προηγούμενη εβδομάδα χτύπησε το τηλέφωνο και με πήρε μια φίλη να μου ζητήσει μία τελευταία, από αυτές τις προτελευταίες, χάρη. Να πάμε στο τάδε μπαρ που θα είναι ο τάδε τύπος που της έχει πει και της έχει κάνει την τάδε μαλακία και εκείνη γουστάρει το τελευταίο οκτάμηνο. Επειδή η συγκυρία βόλευε τον οικογενειακό προγραμματισμό, πήγα.
Ο τάδε τύπος είναι παντρεμένος και η τάδε φίλη μου είναι ηλίθια - δεν την πειράζει ο χαρακτηρισμός τα έχουμε πει κατάμουτρα.
Κάτσαμε λοιπόν εκεί με άλλον έναν φίλο μας που φυσικά ιδέα δεν είχε ο άνθρωπος και δεν κατανοούσε γιατί η άλλη έβγαζε το λιπ γκλος από την τσάντα με την ταχύτητα που έσκασε ο τύπος από την στρατόσφαιρα, ανέμελες και καλά, ευδιάθετες όντως, μέχρι που ο τάδε ήρθε, ανέμελος κι αυτός μη χέσω, έκατσε λίγο με την παρέα του, μετά πήρε το ποτό του και ήρθε σε εμάς.
Τώρα αυτό αν ήταν καλό ή κακό είναι σχετικό, η δικιά μου το καταδιασκέδαζε, "ανώδυνο" flirting, χαρούμενο, ιδανικό σε οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, ανεβαστικό όπως και να έχει, μέχρι που εμφανίστηκε και κάποια άλλη στο κάδρο.
Μία ακόμα πιο παλιά γνωστή, συμπαθέστατη τολμώ να πω σε εσάς γιατί η φίλη μου μού έδεσε το στόμα με ταινία για να μην το ξεστομίσω, ό,τι και να ήταν πάντως είχε την προσοχή του κολλημένη πάνω της. Η συνομιλία έγινε πιο δύσκολη, το βλέμμα του είχε παντελώς αποσπαστεί, με τα αστεία της δικιάς μου γελούσαμε μόνο μεταξύ μας, εκείνος ήταν αλλού, όχι με αγένεια, αυτό που δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, το παλεύεις αλλά σ'έχει νικήσει και απ'ότι φαινόταν προ πολλού.
Είχε αεράκι, εμείς είχαμε πιεί πολλά ποτά για να το καταλάβουμε, αλλά η κοπέλα εκεί απέναντί μας με το φανελάκι φλούδα έτριβε τα μπράτσα της, κατέβασε τα μακριά μαλλιά της και τραβούσε την παρέα της να χωθούν σε ελεύθερη γωνία.
'Οπως μιλούσαμε για τον Baz Luhrmann εκείνος σηκώθηκε, υποθέτω ότι ψέλλισε ένα "συγγνώμη", πήγε δίπλα της με ένα χαμόγελο μόνο και της ακούμπησε τη ζακέτα του στους ώμους. Εκείνη γύρισε, δεν τον είχε δει τόση ώρα, έσφιξε τη ζακέτα του πάνω της και τα μάτια τους έκαναν σαν τους σπινθήρες στα ξυλάκια που χώνω εγώ στις παιδικές τούρτες γενεθλίων. Λίγο μαγεία, ξανατολμώ να πω.
Η φίλη μου πλήρωσε για όλους και μας είπε το πιο αποφασιστικό Πάμε, από εποχής καμπάνιας Γιώργου Παπανδρέου. Μου φάνηκε τόσο απογοητευμένη όσο και σίγουρη, σαν να πέρασε στο επόμενο στάδιο της αποδοχής, από τον μικροήχο που έκανε μια ζακέτα ακουμπώντας πάνω σε άλλους ώμους εχθρικούς και όχι στους δικούς της.
- Ρε συ, αφού είναι παντρεμένος ο άνθρωπος, τόσες φορές τα έχουμε πει... ξεκίνησα να λέω.
- 'Οχι.
Τα μάτια της σαν τα δικά τους.
- Είναι ερωτευμένος.
Αφήσαμε τον τρίτο της παρέας και περπατήσαμε πολλούς κύκλους επίτηδες μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο.
Φυσούσε και δεν ήθελε επάνω της τίποτα.
27.5.13
14.5.13
Σ' αγαπώ.
Αντίθετα με ό,τι λέει το τραγούδι για εμένα η πιο δύσκολη λεξη δεν είναι "συγγνώμη."
Είναι σ' αγαπάω.
Το ακούω που πετιέται από εδώ κι από εκεί και ζορίζομαι, ίσως γιατί μόνο στα παιδιά μου μού βγαίνει τόσο φυσικά, εύκολα, το εννοώ απόλυτα κάθε στιγμή αν και δεν θυμάμαι να τους το είπα την πρώτη ώρα που τα κράτησα αγκαλιά. Ακόμα και αυτό, σε αυτή τη σχέση, έρχεται και γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα και δεν τελειώνει ποτέ. Μα ποτέ. Τόσο ποτέ που νιώθω με έναν ανομολόγητο τρόπο και εκείνες τις μανάδες που σέρνονται στα δικαστήρια με άρνηση, βουλωμένα αυτιά και δεκάδες σπαρακτικές δικαιολογίες στις κατηγορίες που στέλνουν τα παιδιά τους για πάντα στη φυλακή ή και πουθενά χειρότερα.
Τα παιδιά όταν το λένε δεν ξέρω πόσο ολοκληρωτικό ή σίγουρο είναι, και από ποια ηλικία και μετά, πάντως είναι συγκινητικό, προκαλεί την αυτόματη αντίδραση ανοίγω τα χέρια- κάνω αγκαλιά - σε σκάω στα φιλιά - πήγαινε κάνε πατίνι τώρα - είμαι καλά για την υπόλοιπη ημέρα.
Πιο φορτισμένη είναι η φάση που είστε ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα στο κρεβάτι.
Πάντα με λίγο φως ανοιχτό και σεντόνι που γίνεται σκηνή.
Εκείνος είναι πέντε.
Και σου λέει:
Είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου. Σ'αγαπώ μέχρι πιο πάνω απ'το διάστημα.
(μην γράφω τις δικές μου απαντήσεις και ζαλίζω ούμπαλα με τα αυτονόητα).
Σ'αγαπώ πάντα, ό,τι κι αν κάνεις. Και εκείνη τη φορά που μου φώναξες πολύ δυνατά γιατί δεν ήθελα να πάω σχολείο και όταν με τράβηξες να μπω μέσα στο σχολικό, και τότε. Εγώ δεν ήθελα να πάω σχολείο όχι για να σε στεναχωρήσω, γιατί ήθελα να είμαι μαζί σου.
Και όταν με έχεις μαλώσει, τότε που πήγαμε στο σπίτι του Δημήτρη και έφυγα με κλάματα.
Και τότε που μου έσφιξες το χέρι πολύ δυνατά γιατί άρχισα να τσιρίζω μες στο σούπερ μάρκετ και ήθελα να πάρω όλα τα τσιπς.
Και τότε που με άφησες μόνο μου στο δρόμο και φοβήθηκα πολύ γιατί δεν σε ακολουθούσα και βιαζόσουν και σκοτείνιαζε, κι ας σου φώναζα, να ξέρεις ότι και τότε σ'αγαπούσα.
Γκλουπ. Σνιφ Σνιφ.
Το ξέρω αγάπη μου, κι εγώ σ'αγαπάω πάντα, ακόμα και όταν ούρλιαζες ότι είμαι η πιο κακιά μαμά στον κόσμο και την άλλη φορά θυμάσαι που μου πέταξες στο κεφάλι επίτηδες εκείνο το βαρύ κουτί και έκανα σημάδι; Και τότε.
Η ιστορία έχει πάντα δύο όψεις. Και αν ακουστήκαμε κάπως σαν τον κύριο και την κυρία Σμιθ, είναι επειδή αγαπιόμαστε προφανώς.
Είναι σ' αγαπάω.
Το ακούω που πετιέται από εδώ κι από εκεί και ζορίζομαι, ίσως γιατί μόνο στα παιδιά μου μού βγαίνει τόσο φυσικά, εύκολα, το εννοώ απόλυτα κάθε στιγμή αν και δεν θυμάμαι να τους το είπα την πρώτη ώρα που τα κράτησα αγκαλιά. Ακόμα και αυτό, σε αυτή τη σχέση, έρχεται και γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα και δεν τελειώνει ποτέ. Μα ποτέ. Τόσο ποτέ που νιώθω με έναν ανομολόγητο τρόπο και εκείνες τις μανάδες που σέρνονται στα δικαστήρια με άρνηση, βουλωμένα αυτιά και δεκάδες σπαρακτικές δικαιολογίες στις κατηγορίες που στέλνουν τα παιδιά τους για πάντα στη φυλακή ή και πουθενά χειρότερα.
Τα παιδιά όταν το λένε δεν ξέρω πόσο ολοκληρωτικό ή σίγουρο είναι, και από ποια ηλικία και μετά, πάντως είναι συγκινητικό, προκαλεί την αυτόματη αντίδραση ανοίγω τα χέρια- κάνω αγκαλιά - σε σκάω στα φιλιά - πήγαινε κάνε πατίνι τώρα - είμαι καλά για την υπόλοιπη ημέρα.
Πιο φορτισμένη είναι η φάση που είστε ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα στο κρεβάτι.
Πάντα με λίγο φως ανοιχτό και σεντόνι που γίνεται σκηνή.
Εκείνος είναι πέντε.
Και σου λέει:
Είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου. Σ'αγαπώ μέχρι πιο πάνω απ'το διάστημα.
(μην γράφω τις δικές μου απαντήσεις και ζαλίζω ούμπαλα με τα αυτονόητα).
Σ'αγαπώ πάντα, ό,τι κι αν κάνεις. Και εκείνη τη φορά που μου φώναξες πολύ δυνατά γιατί δεν ήθελα να πάω σχολείο και όταν με τράβηξες να μπω μέσα στο σχολικό, και τότε. Εγώ δεν ήθελα να πάω σχολείο όχι για να σε στεναχωρήσω, γιατί ήθελα να είμαι μαζί σου.
Και όταν με έχεις μαλώσει, τότε που πήγαμε στο σπίτι του Δημήτρη και έφυγα με κλάματα.
Και τότε που μου έσφιξες το χέρι πολύ δυνατά γιατί άρχισα να τσιρίζω μες στο σούπερ μάρκετ και ήθελα να πάρω όλα τα τσιπς.
Και τότε που με άφησες μόνο μου στο δρόμο και φοβήθηκα πολύ γιατί δεν σε ακολουθούσα και βιαζόσουν και σκοτείνιαζε, κι ας σου φώναζα, να ξέρεις ότι και τότε σ'αγαπούσα.
Γκλουπ. Σνιφ Σνιφ.
Το ξέρω αγάπη μου, κι εγώ σ'αγαπάω πάντα, ακόμα και όταν ούρλιαζες ότι είμαι η πιο κακιά μαμά στον κόσμο και την άλλη φορά θυμάσαι που μου πέταξες στο κεφάλι επίτηδες εκείνο το βαρύ κουτί και έκανα σημάδι; Και τότε.
Η ιστορία έχει πάντα δύο όψεις. Και αν ακουστήκαμε κάπως σαν τον κύριο και την κυρία Σμιθ, είναι επειδή αγαπιόμαστε προφανώς.
12.5.13
Γιατί μπορώ.
Αυτή ίσως και να είναι η πιο αποκαλυπτική ανάρτηση που έχω γράψει.
Και αυτό γιατί σκοπεύω να της την τυπώσω - δεν διαβάζει το μπλογκ μου, παρά μόνο αν της δείξω εγώ κάτι και ούτε απόλυτα το συμμερίζεται - και να την έχω αμείλικτο κριτή εκεί πάνω από το Α4 με σηκωμένο φρύδι στις αράδες που νομίζει ότι την έχω εκθέσει.
Η μαμά μου έχει σκληρά, σκούρα, ατίθασα φρύδια, από αυτά που είναι τώρα της μόδας, φανταστικές γάμπες και υπέροχα νύχια, αν μπορείτε να το κάνετε αυτό κάπως εικόνα.
Πιο νέα, τότε που δεν είχε αρθροιτικά, πόνους στη μέση αλλά λεφτά για ξόδεμα, όχι για κάτι άλλο, είχε τις πιο σικάτες μαμαδίστικες τσάντες και τα πιο αξιομνημόνευτα παπούτσια μεταξύ των μαμάδων που έβλεπα γύρω μου. Τώρα μπορεί επειδή ήταν της δικιάς μου, αλλά σαν να θόλωναν τα παπούτσια όλων των υπολοίπων όταν η μαμά μου εμφανιζόταν κάπου. Δεν συζητάω για το σχολείο, παρότι ερχόταν πάντα σοβαρή και μετρημένη, πάντα καταπιεστικά αξιοπρεπής και κομ ιλ φο, το μόνο που κατάφερνε σφίγγοντας το χέρι της Φιλόλογου/Θρησκευτικού/Οικοκυρικού με τον κότσο τσουρέκι και τη μυρωδιά φορμόλης, ήταν να τις κοιτάζω από μακριά ξεκαρδισμένη και μετά να προσποιούμαι για μερικά δευτερόλεπτα ότι νοιάζομαι όταν μου μετέφερε τα σχόλια των καθηγητών.
Εκείνη νοιαζόταν, νοιάζεται. Σε απόλυτη αντίθεση με εμένα, ικανοποιείται ηθικά, ουσιαστικά, με τις καλές εντυπώσεις που αφήνει στον κόσμο, θέλει ακόμα και τώρα να έχουν όλοι μια καλή γνώμη για το παιδί της, και αν όχι καθολικά, για το ήθος του σίγουρα. Ναι, ναι, γι'αυτό. Η ίδια έχει φωνή, και γνώμη, και διαφωνία, αλλά πάντα με λόγο σωστό και με εκνευριστικά απόλυτη δικαιοσύνη.
Να, ίσως αν έπρεπε να εκφράσω το πρώτο της χαρακτηριστικό που θα μου ερχόταν στο μυαλό να ήταν αυτό. Δίκαιη. Τίμια.
Και κάπως, εχμ, που δεν ξέρω πώς να το πω, μετρημένη. Στη ζωή της όλη έχει καπνίσει 1,5 τσιγάρο, στο μισό ήμουν μπροστά, πήγαινα δημοτικό και μα την παναγία την θυμάμαι ακόμα ως μια από τις πιο αστείες της στιγμές, δεν πίνει, μαλακαμου δεν πίνει ΤΙΠΟΤΑ και δεν χορεύει. Huh? Δεν έχει ρυθμό - double huh, και επίσης μάλλον αφού το διαβάσει αυτό θα μου θυμώσει πολύ.
Παρόλα αυτά ο μπαμπάς μου ο γόης, έκανε κινηματογραφικές απόπειρες για να την κατακτήσει, την είδε μέσα στη βιτρίνα και κόλλησε, πήγαινε κάθε εβδομάδα και έπαιρνε σουτιέν απ'το μαγαζί που δούλευε για τις αδερφές του και καλά πολύ προχωρημένο για την εποχή ε, και έχει πέντε αδερφές ο άνθρωπος και δεν τους πήρε μόνο ένα, σκεφτείτε πόσες εβδομάδες κάψας πέρασε.
Άλλη φάση εκείνος, φανταστείτε τη δικιά μου με το μαλλί λάχανο, το νύχι κάγκελο περλέ και τα μόνο, πάντα, αληθινά κοσμήματα, να την πετάει για να μην ανατιναχθούν μαζί από φλεγόμενο αυτοκίνητο στον Αχλαδόκαμπο ή να σπάει στο ξύλο έναν τύπο που της έπιασε τον κώλο στο τραίνο όταν φορούσε εκείνα τα ιλιγγιώδη μίνι που όλοι βλέπουμε στις φωτογραφίες τους τώρα και σχολιάζουμε με έκπληξη "έλα ρε μάνα, αλητεία".
H μαμά μου είναι θαρραλέα, είναι αγωνίστρια, πήγαινε σχολείο περπατώντας τρεις ώρες με τα πόδια, διασχίζοντας ποτάμι με παγωμένο νερό κάθε μέρα, με τον δάσκαλο να την περιμένει να χτυπήσει με τη βέργα τα ξυλιασμένα της χέρια αν αργούσε, δεν κατάφερε να σπουδάσει και αυτό είναι το μεγάλο της απωθημένο, αλλά έγινε μια απίστευτη βιβλιοφάγος, ρουφάει 500 σελίδες μέσα σ'ένα βράδυ, παντρεύτηκε με δανεικό νυφικό φίλης και ξεκίνησε τη ζωή της σ'ένα σπίτι με τέσσερα, ναι τέσσερα, μαχαιροπήρουνα. Η αγαπημένη ιστορία του νονού μου ήταν που μια φορά πήγαν να φάνε στο σπίτι των γονιών μου και ξέχασαν να φέρουν τα δικά τους και ρούφηξαν γελώντας μακαρόνια με τα χέρια, ήπιαν πολύ κρασί (οι άλλοι), κάπνισαν πολλά τσιγάρα (πάλι) και κοιμήθηκαν στο πάτωμά τους όλο το βράδυ. Αν καθόμουν να γράψω τί έχει καταφέρει, τί έχει δημιουργήσει μέσα από το απόλυτο τίποτα, κάποιοι γκρινιάρηδες της κρίσης, της ευκολίας, της καλοπέρασης, θα σταματούσαμε να μιλάμε για οικονομικά και θα λέγαμε μόνο ιστορίες για μεγάλους έρωτες και ταξίδια που δεν πήγαμε ποτέ.
Αυτό θα ήθελα να της χαρίσω, λατρεύει, διψάει για ταξίδια, για ωραία μέρη, για καλά εστιατόρια, για λινές, κεντητές χειροπετσέτες και για ασημένια μαχαιροπήρουνα.
Ταξίδια που δεν έκανε γιατί ο μπαμπάς μου δεν ακολουθούσε, γιατί δεν μιλούσε τη γλώσσα, γιατί έβαζε άλλες προτεραιότητες - πάντα είχαν να κάνουν με εμένα - που τώρα περιμένει να πάει τα εγγόνια της στη Eurodisney και στη Βιέννη, που ρε γαμώτο ένα θα το κάνουμε μαζί γιατί καμια φορά μελαγχολεί και με πληγώνει.
Στην ουσία της μαμάς μου δεν έφτασα, και θα την κρατήσουμε μάλλον για πάντα οι δυο μας, μου αρκεί να ξέρει ότι την γνωρίζω, ταξίδι ακόμα δεν έχω καταφέρει να της χαρίσω, αλλά της χαρίζω αυτό.
Κι ας μην έχει κανένα αναγνωστικό ενδιαφέρον, είναι το δικό μου Χρόνια Πολλά Μαμά Μου, γιατί μπορώ.
Γιατί γαμώ την τρέλα μου είμαι η μόνη σε αυτό τον κόσμο που μπορώ να την πω έτσι.
Μαμά Μου, κι αν δεν είναι αυτό σπουδαίο, είναι σίγουρα μοναδικό.
Και αυτό γιατί σκοπεύω να της την τυπώσω - δεν διαβάζει το μπλογκ μου, παρά μόνο αν της δείξω εγώ κάτι και ούτε απόλυτα το συμμερίζεται - και να την έχω αμείλικτο κριτή εκεί πάνω από το Α4 με σηκωμένο φρύδι στις αράδες που νομίζει ότι την έχω εκθέσει.
Η μαμά μου έχει σκληρά, σκούρα, ατίθασα φρύδια, από αυτά που είναι τώρα της μόδας, φανταστικές γάμπες και υπέροχα νύχια, αν μπορείτε να το κάνετε αυτό κάπως εικόνα.
Πιο νέα, τότε που δεν είχε αρθροιτικά, πόνους στη μέση αλλά λεφτά για ξόδεμα, όχι για κάτι άλλο, είχε τις πιο σικάτες μαμαδίστικες τσάντες και τα πιο αξιομνημόνευτα παπούτσια μεταξύ των μαμάδων που έβλεπα γύρω μου. Τώρα μπορεί επειδή ήταν της δικιάς μου, αλλά σαν να θόλωναν τα παπούτσια όλων των υπολοίπων όταν η μαμά μου εμφανιζόταν κάπου. Δεν συζητάω για το σχολείο, παρότι ερχόταν πάντα σοβαρή και μετρημένη, πάντα καταπιεστικά αξιοπρεπής και κομ ιλ φο, το μόνο που κατάφερνε σφίγγοντας το χέρι της Φιλόλογου/Θρησκευτικού/Οικοκυρικού με τον κότσο τσουρέκι και τη μυρωδιά φορμόλης, ήταν να τις κοιτάζω από μακριά ξεκαρδισμένη και μετά να προσποιούμαι για μερικά δευτερόλεπτα ότι νοιάζομαι όταν μου μετέφερε τα σχόλια των καθηγητών.
Εκείνη νοιαζόταν, νοιάζεται. Σε απόλυτη αντίθεση με εμένα, ικανοποιείται ηθικά, ουσιαστικά, με τις καλές εντυπώσεις που αφήνει στον κόσμο, θέλει ακόμα και τώρα να έχουν όλοι μια καλή γνώμη για το παιδί της, και αν όχι καθολικά, για το ήθος του σίγουρα. Ναι, ναι, γι'αυτό. Η ίδια έχει φωνή, και γνώμη, και διαφωνία, αλλά πάντα με λόγο σωστό και με εκνευριστικά απόλυτη δικαιοσύνη.
Να, ίσως αν έπρεπε να εκφράσω το πρώτο της χαρακτηριστικό που θα μου ερχόταν στο μυαλό να ήταν αυτό. Δίκαιη. Τίμια.
Και κάπως, εχμ, που δεν ξέρω πώς να το πω, μετρημένη. Στη ζωή της όλη έχει καπνίσει 1,5 τσιγάρο, στο μισό ήμουν μπροστά, πήγαινα δημοτικό και μα την παναγία την θυμάμαι ακόμα ως μια από τις πιο αστείες της στιγμές, δεν πίνει, μαλακαμου δεν πίνει ΤΙΠΟΤΑ και δεν χορεύει. Huh? Δεν έχει ρυθμό - double huh, και επίσης μάλλον αφού το διαβάσει αυτό θα μου θυμώσει πολύ.
Παρόλα αυτά ο μπαμπάς μου ο γόης, έκανε κινηματογραφικές απόπειρες για να την κατακτήσει, την είδε μέσα στη βιτρίνα και κόλλησε, πήγαινε κάθε εβδομάδα και έπαιρνε σουτιέν απ'το μαγαζί που δούλευε για τις αδερφές του και καλά πολύ προχωρημένο για την εποχή ε, και έχει πέντε αδερφές ο άνθρωπος και δεν τους πήρε μόνο ένα, σκεφτείτε πόσες εβδομάδες κάψας πέρασε.
Άλλη φάση εκείνος, φανταστείτε τη δικιά μου με το μαλλί λάχανο, το νύχι κάγκελο περλέ και τα μόνο, πάντα, αληθινά κοσμήματα, να την πετάει για να μην ανατιναχθούν μαζί από φλεγόμενο αυτοκίνητο στον Αχλαδόκαμπο ή να σπάει στο ξύλο έναν τύπο που της έπιασε τον κώλο στο τραίνο όταν φορούσε εκείνα τα ιλιγγιώδη μίνι που όλοι βλέπουμε στις φωτογραφίες τους τώρα και σχολιάζουμε με έκπληξη "έλα ρε μάνα, αλητεία".
H μαμά μου είναι θαρραλέα, είναι αγωνίστρια, πήγαινε σχολείο περπατώντας τρεις ώρες με τα πόδια, διασχίζοντας ποτάμι με παγωμένο νερό κάθε μέρα, με τον δάσκαλο να την περιμένει να χτυπήσει με τη βέργα τα ξυλιασμένα της χέρια αν αργούσε, δεν κατάφερε να σπουδάσει και αυτό είναι το μεγάλο της απωθημένο, αλλά έγινε μια απίστευτη βιβλιοφάγος, ρουφάει 500 σελίδες μέσα σ'ένα βράδυ, παντρεύτηκε με δανεικό νυφικό φίλης και ξεκίνησε τη ζωή της σ'ένα σπίτι με τέσσερα, ναι τέσσερα, μαχαιροπήρουνα. Η αγαπημένη ιστορία του νονού μου ήταν που μια φορά πήγαν να φάνε στο σπίτι των γονιών μου και ξέχασαν να φέρουν τα δικά τους και ρούφηξαν γελώντας μακαρόνια με τα χέρια, ήπιαν πολύ κρασί (οι άλλοι), κάπνισαν πολλά τσιγάρα (πάλι) και κοιμήθηκαν στο πάτωμά τους όλο το βράδυ. Αν καθόμουν να γράψω τί έχει καταφέρει, τί έχει δημιουργήσει μέσα από το απόλυτο τίποτα, κάποιοι γκρινιάρηδες της κρίσης, της ευκολίας, της καλοπέρασης, θα σταματούσαμε να μιλάμε για οικονομικά και θα λέγαμε μόνο ιστορίες για μεγάλους έρωτες και ταξίδια που δεν πήγαμε ποτέ.
Αυτό θα ήθελα να της χαρίσω, λατρεύει, διψάει για ταξίδια, για ωραία μέρη, για καλά εστιατόρια, για λινές, κεντητές χειροπετσέτες και για ασημένια μαχαιροπήρουνα.
Ταξίδια που δεν έκανε γιατί ο μπαμπάς μου δεν ακολουθούσε, γιατί δεν μιλούσε τη γλώσσα, γιατί έβαζε άλλες προτεραιότητες - πάντα είχαν να κάνουν με εμένα - που τώρα περιμένει να πάει τα εγγόνια της στη Eurodisney και στη Βιέννη, που ρε γαμώτο ένα θα το κάνουμε μαζί γιατί καμια φορά μελαγχολεί και με πληγώνει.
Στην ουσία της μαμάς μου δεν έφτασα, και θα την κρατήσουμε μάλλον για πάντα οι δυο μας, μου αρκεί να ξέρει ότι την γνωρίζω, ταξίδι ακόμα δεν έχω καταφέρει να της χαρίσω, αλλά της χαρίζω αυτό.
Κι ας μην έχει κανένα αναγνωστικό ενδιαφέρον, είναι το δικό μου Χρόνια Πολλά Μαμά Μου, γιατί μπορώ.
Γιατί γαμώ την τρέλα μου είμαι η μόνη σε αυτό τον κόσμο που μπορώ να την πω έτσι.
Μαμά Μου, κι αν δεν είναι αυτό σπουδαίο, είναι σίγουρα μοναδικό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)