(αν δεν σας συγκινούν τα ζώα, τα παιδιά ή τα αστέρια, μην μπείτε στον κόπο)
Δευτέρα βράδυ πέρασα ένα πολύ δύσκολο βράδυ.
Μετά από 19 χρόνια, πολλά δάκρυα και πάρα πολλά χάδια, η πιο άγρια ντομέστικ γάτα του κόσμου, η Λούνα μας, "κοιμήθηκε" σε ένα ιατρείο στη Μιχαλακοπούλου. 'Οχι, μαλακίες, δεν κοιμήθηκε, πέθανε, της κάναμε ευθανασία γιατί η νεφρική ανεπάρκεια την είχε καταδικάσει πλέον σε μία πολύ κακή, μη αναστρέψιμη ποιότητα ζωής.
Την επόμενη μέρα το μεσημέρι φώναξα τα παιδιά στο δωμάτιό μου και τους ανακοίνωσα ότι η Λούνα δεν τα κατάφερε τελικά χθες που πήγαμε στο γιατρό, και πέθανε, γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη και άρρωστη.
Η Κλο με κοίταξε περίεργα μόνο για δύο δευτερόλεπτα, μάλλον γιατί ήμουν βουρκωμένη.
- Αααα, και τώρα δεν έχουμε γατούλα, ντιν νταν ντον! Πάω να μαγειρέψω.
"Μικρή γαϊδούρα" σκέφτηκα από μέσα μου.
Ο Βάλτερ άνοιξε θεόρατα τα μάτια και το στόμα, γέμισε τα πνευμόνια με αέρα και τον έβγαλε όλο με δάκρυα, με φοβερή ένταση, με φωνή. Κουλουριάστηκε στην αγκαλιά μου και με ρωτούσε διάφορα γιατί, του εξήγησα όσο πιο απλοϊκά μπορούσα για τα νεφρά, για τα σωληνάκια που έχουμε μέσα μας και εκεί κυκλοφορούν διάφορα υγρά, για τα χρόνια τα γατίσια που δεν είναι ίδια με τα δικά μας, για το πόσο πολύ έζησε η Λούνα, για την αγάπη που έπαιρνε και έδινε με τον τρόπο της, για το ότι καμία άλλη γάτα που ξέρω δεν έχει αντέξει τόσο καλά και τόσο πολύ. Εκεί λίγο ηρέμησε, όσο του μιλούσα μου φαινόταν σαν να του έπαιρνα λίγη λίγη στεναχώρια μακριά.
Με ρώτησε τα πάντα για τη ζωή της, ήθελε να μάθει για την μαμά της, τον μπαμπά της, πώς μεγάλωσε και τί έκανε όταν ήταν ένα τόσο δα μικρό γατάκι. Το ανατριχιαστικό - μη γελάτε - ήταν ότι εγώ ήξερα και την μαμά και τον μπαμπά της. Ξαπλώσαμε δίπλα και του είπα την ιστορία. Ανάψτε τσιγάρο.
"O μπαμπάς της, ήταν ο πιο κούκλος γάτος της γειτονιάς, ο γάτος μου. Γκρι φουντωτός με πράσινα μάτια, μεγάλος αλήτης, τον ήθελαν όλες οι γάτες και τον φοβόντουσαν όλοι οι γάτοι. Όταν ήταν μαζεμένοι και ο Έλμο έκανε την εμφάνισή του, εκείνοι σκορπούσαν για να τον αφήσουν να περάσει. Μέσα από όλες τις γάτες, ο 'Ελμο ερωτεύθηκε την Βλήτα (νταξ ας μην το αναλύσω και αυτό το όνομα,σε λίγο θα νομίζετε ότι διαβάζετε Κάρμεν Ρουγγέρη), και αυτή πρασινομάτα, τιγρέ, ψηλόλιγνη. Μαζί έκαναν 6 πανέμορφα γατάκια, στην πιλοτή της πολυκατοικίας που ζούσα τότε με την γιαγιά και τον παππού. Λίγες μέρες μετά ενώ ο Έλμο είχε πάει βόλτα με τους φίλους του και η Βλήτα τάιζε τα γατάκια της μέσα στο μεγάλο κιβώτιο με την χνουδωτή κουβέρτα, άρχισε μία τρομερή βροχή. Μπουμπουνητά, κεραυνοί, θόρυβοι φοβεροί, λιμνούλες, και η Βλήτα με ένα τιγράκι μωρό γατί στα δόντια, το μόνο που ήταν ολόιδιο με εκείνη, ανεβαίνει στο τσίγκινο υπόστεγο απέναντι από το παράθυρό μου, αγέρωχη, ατάραχη, ψηλόλιγνη, δεν το σκέφτεται ούτε μία στιγμή και το παρατάει εκεί, ανήμπορο, μόνο, μέσα στην καταιγίδα. Φεύγει αργά και γυρίζει στο κιβώτιο με την χνουδωτή κουβέρτα, στα άλλα μικρά της, τα πιο τυχερά, τα εκλεκτά, αφήνοντας αυτό να σκούζει πανικόβλητο.
'Ετσι απλά επειδή εγώ ήμουν πίσω από το σωστό παράθυρο τη σωστή ώρα, προς τα τέλη του Σεπτέμβρη, το τρομαγμένο μικρό σώθηκε από τις ρόδες των ηλιθίων που γκαζώνουν στα στενά και έγινε η αλανιάρα γάτα του σαλονιού. H Λούνα." Παύση.
- Δεν καταλαβαίνω. Γιατί την άφησε η μαμά της;
- Εμ, μάλλον αγάπη μου είχε πολλά μωρά και δεν μπορούσε να τα ταΐζει όλα, είχε κουραστεί, το γάλα της δεν έφτανε. Την άφησε για να τη βρούμε.
Η συζήτηση φαινομενικά τελείωσε εκεί. Οι συζητήσεις όμως με τον Βάλτερ δεν τελειώνουν ποτέ εκεί, οι συζητήσεις βασικά με τον Βάλτερ δεν τελειώνουν ποτέ, ακόμα και τρία χρόνια μετά τις συνεχίζουμε σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Το βράδυ λίγο πριν ανέβουμε τα σκαλιά της πολυκατοικίας μετά από βόλτα, με τράβηξε επίμπονα από την μπλούζα.
- Μαμά, όταν πέθανε η Λούνα στο ιατρείο στη Μιχαλακοπούλου, εκείνη ακριβώς την ώρα, βγήκες στο δρόμο;
Τρίκυ. Μόνο ναι μπορεί να είναι η απάντηση, αλλιώς μπλέξαμε.
- Εκείνη την ώρα κοίταξες ψηλά στον ουρανό, είδες ένα αστέρι να αναβοσβήνει;
Κόμπος στο λαιμό, κούνημα κεφαλιού, θόλωμα όρασης.
- Την ώρα που κάποιος πεθαίνει, άνθρωπος ή ζώο, εκείνη την ώρα αν κοιτάξεις στον ουρανό θα δεις ένα αστέρι να αναβοσβήνει. Είναι το δικό του, κάθεται εκεί πάνω.
Γυρίσαμε και οι δύο τα κεφάλια μας ψηλά, ένα αστεράκι τρεμόπαιζε, του είπα νάτο, αυτό είναι, γέμισε το πρόσωπό του από χαμόγελο, άπλωσε το χέρι χαιρετώντας και άρχισε να φωνάζει, γειά σου Λούνα, σε βλέπουμε, μας βλέπεις, μας βλέπεις;
- Μαμά θα αρχίσω να φτιάχνω αυτό το διαστημόπλοιο. Όταν τελειώσω θα ανέβω εκεί, θα πάρω την Λούνα και την Πέρλα μαζί με τα αστέρια τους και θα τις φέρω σε ένα μεγάλο κλουβί στη βεράντα μας για να μην ξαναφύγουν ποτέ. Αλλά το καλό ξέρεις ποιο είναι; (φυσάω μύξες, με έχει κάνει κομμάτια και θέλει κι άλλο). Τώρα που η Λούνα είναι εκεί, έχει βρει τη μαμά της τη Βλήτα. Και επειδή η Λούνα τώρα είναι μεγάλη, η Βλήτα της έχει εξηγήσει και εκείνη έχει καταλάβει. Δεν της κρατάει πια κακία της μαμάς της.
πι.ες: έχω κι αυτό.
27.9.13
12.9.13
Τοξικά σχολεία.
Ωραία, τώρα μάλλον έχουμε τακτοποιηθεί όλοι, έχουν πάει τα παιδιά στα σχολεία, έχουμε σκουπίσει τον ιδρώτα της αγωνίας και την συγκίνηση από το πρόσωπο, και ίσως ακόμη να μην έχουμε αγοράσει καινούργιες τσάντες.
Εγώ ας πούμε δεν αγόρασα. Δεν μου τη ζήτησαν και είπα για μια φορά να μην είμαι μαλάκας, να σκάσουν μύτη με την περσινή και να κρατηθεί η τσάντα αν ζητηθεί ως καβάντζα δώρου σε άλλη περίσταση. (τί, όχι; θα το θυμηθούν; δεν ξεφεύγω με την καμία από την πριγκήπισσα που κρέμεται στο διπλανό γάντζο;)
Και αφού δηλαδή έχουν φανερωθεί περίπου όλες οι σχετικές αναρτήσεις που καλύπτουν την θεματολογία του γονιού που το ψάχνει διαδικτυακά για το ξεκίνημα/επιστροφή στα σχολεία ή αλλιώς, back to school που πολύ αγαπιέται, και έχουν δοθεί οι σχετικές απαντήσεις ή και συμβουλές, εγώ χοροπηδώντας πλέον ανάμεσα στον πολύ ελεύθερο χρόνο μου σκέφτομαι πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι για τα παιδιά ένα ξεκίνημα σε ένα σχολείο που αντιμετωπίζεται από τους γονείς με τον ζήλο που δείχνουν αντίστοιχα για ένα parking αυτοκινήτων. Δεν ξέρω πώς οι γονείς παρκάρουν τα παιδιά τους στα σχολεία χωρίς καν να κοιτάνε τις φωτογραφίες στους τοίχους. Σοβαρά τώρα.
Η τηλεπλάτη που μου μετέφερε την ιστορία είναι φίλη νοήμων, για ένα διάστημα πρώην δασκάλα σε υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας, με ένα κοριτσάκι λίγο πιο μικρό από το δικό μου, που ήθελε να πάει σε ένα σχολείο κοντά στο σπίτι τους στο "δύσκολο" κέντρο, με μεγάλο κήπο, με πολλά ερεθίσματα, με αγγλικά, με μεγάλα παράθυρα και με γλυκές δασκάλες.
Ρώτησε, άκουσε, έμαθε, πέρασε απ'έξω, χάρηκε, το βρήκε. Πριν το παρκάρει είπε να πάει με τον σύζυγο να τσεκάρουν αν σκαμπάζει τίποτα ο φύλακας - φτιάχτηκαν, ενθουσιάστηκαν, πήγαν.
Τί ωραία πρώτη ανάγνωση, παντού φωτογραφίες των παιδιών που έκαναν πραγματάκια, ήταν σε γιορτές, προφανώς έλεγαν ποιηματάκια, χοροπηδούσαν στον μεγάλο κήπο, χαμογελούσαν έτσι που να φαίνονται όλα τα δόντια. Γιορτές, γιορτές, πολλές γιορτές. Και τσολιαδάκια, κι άλλα τσολιαδάκια, αμαλίες, βοσκοπούλες, "ωχ κοίτα ρε συ, ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΑΜΑΛΙΕΣ".
Λίγο στρόφαρε το μυαλό τους περίεργα, αλλά είπαν έλα ρε φίλε πώς έχουμε γίνει έτσι και μας τα έχουν κάνει όλα να φαίνονται ύποπτα, τσολιαδάκια είναι τα παιδιά όχι μαϊμούδες καπουτσίνοι που ξεσκίζουν νεογνά κοτοπουλάκια στο κλουβί τους και προχώρησαν με βήμα αυτοπεποίθησης στο γραφείο της διεύθυντριας.
Δεν ήταν ακριβώς γραφείο, αλλά εικονοστάσι, και αυτό πάλι μπορεί να ενοχλεί κάποιους ανθρώπους και όχι όλους, οι δικοί μου ας πούμε ξαναζορίστηκαν, παρόλα αυτά νομίζω ότι αφενός ντρεπόντουσαν να φύγουν (πολύ ευγενικά παιδιά και τα δύο) και αφετέρου άφηναν το γνωστό benefit (και καλοί άνθρωποι).
Η διεύθυντρια άρχισε να τους περιγράφει το ημερήσιο πρόγραμμα, ακουγόταν εξαιρετικό και πλήρες, και εκείνη τόσο πειστική και άνετη, που είχαν αρχίσει να ξεχνάνε τον Αγ. Γεώργιο που καμάκωνε τον δράκο από πίσω της και να φαντάζονται την κόρη να κάνει γύρω γύρω όλοι μαζί με άλλα ευτυχισμένα παιδάκια στην αυλή, ενώ από πάνω τους θα πετούσε η Μαίρη Πόππινς. Εντάξει όχι ακριβώς, γιατί αν είχαν υπνωτιστεί τελείως μάλλον θα την είχαν γράψει/παρκάρει και θα είχαν φύγει, και κάπου εκεί λοιπόν πετάγεται η φίλη μου από τον κόσμο του ιδανικού και κάνει την ερώτηση κόλαφο στη σατανική διευθύντρια:
- Αλήθεια έχω μια απορία, ξένους έχετε καθόλου στο σχολείο;
- Ξένους; Tης Κυψέλης;
Ξαφνικά οι δράκοι βγάζουν φωτιές και οι τσολιάδες καριοφίλια.
- Συγγνώμη κυρία μου (λες να την είπε μαντάμ, χοχοχο, πλάκα θα είχε να την είπε μαντάμ), συνεχίζει η Διεύθυνση και αφού τελικά έχουν συνεννοηθεί για τους μη Έλληνες (εννοούν τους Βαρβάρους, ξεκάθαρα), δηλαδή τί μου λέτε τώρα; 'Οτι θέλετε το παιδί να γυρίσει στο σπίτι και να μιλάει αλβανικά; Αλβανικά;;;; Και φυσικά έχουμε ξένους. Έχουμε Αμερικανούς και Άγγλους από όλες τις γωνιές της Αθήνας, έρχονται ειδικά στο σχολείο μας γιατί εμείς εδώ δεν παίρνουμε της κάθε καρυδιάς καρύδι. Το ξέρετε ότι αυτά τα ξένα που μου λέτε εσείς δεν εμβολιάζονται; Είναι γεμάτα αρρώστιες, θέλετε κάθε σαββατοκύριακο να τρέχετε την κόρη σας στο Παίδων; Εμείς εδώ παλεύουμε για ένα επίπεδο, για έναν πολιτισμό τώρα που όλα αυτά καταρρέουν, και εσείς με ρωτάτε για ΞΕΝΟΥΣ;;;
Οι δικοί μου άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο και από πίσω τους πόλεμος με τόξα και σφαίρες, η Διεύθυνση Βελζεβούλης, η Μαίρη Πόππινς καταγκρεμισμένη ψυχορραγούσε, τα παιδιά τραγουδούσαν "και ο πατερούλης διαμελισμένος / στέκεται ο καημένος / δε φωνάζει πια / κι εγώ χορεύω μόνος / γιατί είμαι ο δολοφόνος".
'Αντε περαστικά, καλή σχολική χρονιά να έχουμε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)