24.5.12

Μοναχο-παιδιά.

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι.  Είμαι μοναχοπαίδι.
Αυτό αυτόματα για πολύ κόσμο, σημαίνει ότι είμαι κακομαθημένη.
Μπορεί και να είμαι, αν και το μέτρο σύγκρισης για τον καθένα είναι σχετικό και εξαρτάται απόλυτα από τις συνθήκες και τα πλαίσια της οικογένειας μέσα στην οποία έχει μεγαλώσει.
Παρόλα αυτά δεν απαίτησα ποτέ υλικά πράγματα με κανενός είδους κωλοπαιδισμό, αλλά αισθάνομαι και ότι οι γονείς μου κάποιες φορές μού παρήχαν περισσότερα από εκείνα που πιθανά μπορούσαν.
'Επαιζα μόνη μου με μανία.  Τα πιο απίθανα παιχνίδια, με τους πιο ευφάνταστους τρόπους, με φαντασία αχαλίνωτη, χωρίς περιορισμούς, χωρίς καυγάδες, χωρίς σπρωξίματα, χωρίς κλάματα.
Ήθελα πάντα να έχω κάποιον μαζί μου στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.  Και γι'αυτό τον δημιουργούσα.  Ξάπλωνα κάτω, σήκωνα τα πόδια μου ψηλά - τότε το θέμα "ζώνη" ήταν μάλλον πιο χαλαρό - και μετά σηκωνόμουν γελώντας, έκανα ότι χτυπάω αυτά τα πόδια, ξαναέπεφτα κάτω και εμφανιζόμουν ξεμαλλιασμένη.  'Ολο αυτό το θέατρο για τους οδηγούς των πίσω αυτοκινήτων, για να νομίζουν ότι σε αυτό το πίσω κάθισμα υπάρχουν δύο παιδιά που απολαμβάνουν τη διαδρομή.  Λες και τους ένοιαζε.
Θέατρικο παιχνίδι, εναλλαγή ρόλων, μονόλογοι, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, ακόμα και τώρα μου έχει μείνει το κουσούρι.
Δε θυμάμαι κάποια άλλη φάση της ζωής μου (εκτός ίσως από την εφηβεία που ήθελα ένα μεγάλο αδερφό για άλλους λόγους, για τους ίδιους που τον ήθελαν και φίλες μου που είχαν μικρότερα αδέλφια ή αδελφές πουχού) να έχω νοσταλγήσει έντονα την παρέα κάποιου άλλου παιδιού στο σπίτι, οι γονείς μου και οι φίλοι τους ήταν τόσο πολύ κοντά μου που ένιωθα ότι αναπληρώνουν το κενό ή τέλος πάντων έτσι είχα μάθει να ζω.  Μόνη μου.
Αυτό έχει και τα καλά και τα κακά του.  Κάποιες φορές συμπεριφέρομαι εγωκεντρικά, είμαι εντελώς ανεξάρτητη, πατάω στα πόδια μου γερά, αλλά φοβάμαι το βάρος γεγονότων που θα έρθουν και θα πρέπει να το σηκώσω.  Μόνη μου.
'Εκανα τσατ τις προάλλες με τη Θάλεια και μου έλεγε ότι με τον ερχομό του δεύτερου παιδιού αισθάνεται ότι η οικογένεια ολοκληρώνεται.  Και ότι τα μοναχοπαίδια της προκαλούν θλίψη.
Εγώ πάλι δεν το βίωσα έτσι ποτέ.  Τα μοναχοπαίδια δεν είναι μελαγχολικά παιδιά, δεν βλέπουν τις "ελλείψεις" - αν υπάρχουν.  Νομίζω ότι διασκεδάζουν αφάνταστα με τις μικρές χαρές της ζωής - το ολόδικό τους δωμάτιο, καινούργια ρούχα και παπούτσια, αδιάκοπες αγκαλιές με τη μαμά και τον μπαμπά, προσωπικός χρόνος με την απόλυτη έννοια του όρου, έτσι όπως τα αδελφάκια χαίρονται που κουτσομπολεύουν στο σκοτάδι, γιατί έτσι έχουν μάθει να ζουν και να υπάρχουν.
Παρόλα αυτά, για εμένα προσωπικά το θέμα "μοναχοπαίδι" was not an option.  Στις εποχές των γονιών μου φοριόταν πολύ, με την αιτιολογία της προσφοράς των πάντων από μία γενιά που είχε στερηθεί τα πάντα.  Στη δικιά μας, βλέπω γύρω μου πολύ λίγες οικογένειες που συνειδητά μένουν με ένα παιδί. Λίγο που τα πράγματα έχουν τοποθετηθεί σε μια πιο σωστή βάση και ο όρος κατοχικό σύνδρομο χρησιμοποιείται χιουμοριστικά για τις μεγάλες μερίδες φαγητού, λίγο που μέχρι τώρα τα οικονομικά δεν ήταν τόσο τρισάθλια, ο κόσμος γεννάει.
Και καλά κάνει.  Τώρα που η κόρη μου μεγαλώνει, που ο γιος μου τη φροντίζει και τη φιλάει πάντα για καληνύχτα, τώρα που ξεκαρδίζονται επειδή μυρίζει ο ένας τις πατούσες του άλλου, που καταβρέχονται στο μπάνιο και κρατιούνται χέρι με χέρι όταν γυρίζουμε από το πάρκο, τώρα που ο ένας χτίζει και η άλλη γκρεμίζει, τώρα που εκείνος της μαθαίνει να ζωγραφίζει και να χοροπηδάει στο κρεβάτι και εκείνη θέλει να τρέξει στην αγκαλιά του όταν εκείνος κλαίει, τώρα βλέπω τί ωραία, αλληλοσυμπληρωματικά και αγαπησιάρικα μεγαλώνουν δύο παιδιά σε μία οικογένεια.
Και ας φοράει η Κλο τα κροκς ένα νούμερο μεγαλύτερα, όταν θα έρθουν τα μεγάλα ζόρια, εύχομαι, ελπίζω, πιστεύω με όλη μου τη δύναμη ότι θα έχει κοντά της τον αδερφό της.
Ευτυχώς, εγώ θα έχω τα παιδιά μου.  

18.5.12

Κυνηγώντας μια Φλόγα.



Μέσα στην τρέλα των τελευταίων εβδομάδων και τη γλυκιά παλαβομάρα του καιρού, με τον κόσμο να σκοτώνεται στο facebook για τον Αλέξη και την τηλεόραση να βουίζει ολη μέρα με μαλακίες, τις οποίες φυσικά και κάποιες φορές παρακολουθώ, σκεφτήκαμε να πάμε με τον σύζυγο, τον W. και μία φίλη ξεκάλτσωτη, στο Παναθηναϊκό στάδιο.
Για την τελετή παράδοσης της Ολυμπιακής Φλόγας που λόγω των παραπάνω ήταν το τέταρτο ή πέμπτο θέμα στις βραδινές ειδήσεις της ΝΕΤ, μετά φυσικά την ανάλυση για το πού, πώς και γιατί ορκίστηκαν οι βουλευτές και την υποβάθμιση των δεκαέξι Ισπανικών τραπεζών από τον οίκο Moody's.
Δεν με νοιάζουν αυτά, ούτε ποτέ μπήκα στον κόπο να ψυχαναλυθώ γιατί με συγκινούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, το πόσο οι χορηγοί τους έχουν εμπορευματοποιήσει, αν είμαι νοσταλγός του δωδεκάθεου, μήπως λοξοκοιτάω τους εθνικιστές, πατριώτες, φασίστες whatever ή του απλού "εδώ ο κόσμος χάνεται και εμείς κυνηγάμε από πίσω μια φλόγα".
Μετά από καθυστερημένη αναχώρηση από το γραφείο, γύρισα σπίτι, έκανα ένα σύντομο μπρίφινγκ στον W. για το τί περίπου πρόκειται να δούμε και έβγαλα τις ομπρέλες από την ντουλάπα.
Ο γιος μου, συνεπής στις αρχές του δικού του styling έβαλε γαλότσες, μπλε σκούρο καπέλο καβουράκι και κασκόλ του Ολυμπιακού.  'Ακουσε στάδιο, Ολυμπιακοί Αγώνες και έβγαλε αυτό το συμπέρασμα - λογικό μου ακούγεται.
Την τελετή την προλάβαμε μισή, και μόλις περίπου αποφασίσαμε πού θα κάτσουμε σταμάτησε και η βροχή.  Το Καλλιμάρμαρο ήταν μισοάδειο, ο W. στεναχωριόταν γιατί τα μπαλόνια που φεύγουν στον ουρανό χάνονται - τον πείσαμε όμως ότι αυτά θα πάνε μέχρι το Λονδίνο - ο Ντέιβιντ Μπέκαμ πήρε περισσότερο χειροκρότημα από τον Σπύρο Καπράλο και τον Κάρολο Παπούλια μαζί και εμείς χαιρόμασταν που τελικά δεν κάτσαμε σπίτι, παρά τις κραυγές του Κωστάλα "Ελλάδα Μπορείς" που ήταν σε φάσεις λίγο υπερβολικές και φάλτσες.
Εκτός λοιπόν από την προσωπική συγκίνηση του συζύγου, της ξεκάλτσωτης φίλης και εμού, το πώς χορεύαμε όλοι στο ρυθμό των τυμπάνων, του Κακλαμανάκη και των ξετρελαμένων παιδιών από τα Παιδικά Χωριά SOS, χάρηκα βαθιά και γιά έναν ακόμη λόγο.
Χάρηκα που η Ελλάδα, έστω και για λίγο, έγινε θέμα στα παγκόσμια δίκτυα και οι δημοσιογράφοι ξε-ξύνισαν λίγο τα μούτρα τους και αφοσιώθηκαν στο θρόισμα των υπέροχων μπεζ, πλισέ χιτώνων, στην ιστορία μιας υπέροχης ιδέας, μιας -κάποτε- σπουδαίας χώρας που παλεύει τώρα να μη γίνει τριτοκοσμική, ενός λαού που κουβαλάει μια τεράστια βαλίτσα με ιδανικά, κι ας του την παίρνει καμια φορά το κύμα, μιας Φλόγας που γυρίζει τον κόσμο συμβολίζοντας την ευγενή άμιλλα και το αθλητικό ιδεώδες . 
Θα ήθελα ιδανικά το Παναθηναϊκό στάδιο να ήταν γεμάτο κόσμο που έβαλε για λίγο στην άκρη την πολιτική μουρμούρα και βγήκε με τον αέρα του νικητή να γίνει συμμέτοχος στη γιορτή, αλλά η βροχή νομίζω, περισσότερο από όλα, μας τα χάλασε.
Θα φταίει αυτή η γρουσούζα η Μέρκελ ή ο Σύριζα, ό,τι σας βολεύει.

16.5.12

Να ανοίξουμε κανένα παράθυρο. Στον κόσμο.

Α, δεν ξέρω πώς ξεκίνησε αυτή η κουβέντα με μία "διαδικτυακή φίλη" (το βάζω όλο σε εισαγωγικά γιατί αυτή η τσίχλα με τον φίλο στο ίντερνετ έχει παραμασηθεί τελευταία), αλλά κάπως είπαμε ότι τελικά αν ξεφύγεις από το μικρόκοσμό σου με αέρα να φουσκώνει στα πανιά για ν'αλλάξεις τον κόσμο, χάθηκες.
Ζούμε σε ένα μικρόκοσμο που έχει χάσει κάθε επαφή με το τί γίνεται εκεί έξω.  Είναι τόσο χαώδεις οι διαφορές, που μόνο με αυτόν τον τρόπο, αν λίγο κλειστούμε πίσω από τα στοιβαρά τείχη των μελών της οικογένειας, των πέντε-έξι φίλων και της κοντόφθαλμης ασφάλειας του γραφείου μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την καταιγίδα.  Μόνο πίσω από αυτά τα τείχη ανοίγει η ομπρέλα, μόλις ξεμυτίσεις ο άνεμος θα την κάνει σμπαράλια.
Το αποτέλεσμα βέβαια, λέει ο ιδεαλιστής Υδροχόος, αν και κατανοητό, το λες και τρομακτικό.  Γινόμαστε πιο εσωστρεφείς.  Πολύ εσωστρεφείς.  Γυρνάμε γύρω γύρω από τα δικά μας, στοχεύοντας σταθερά στο επίκεντρο και αδιαφορώντας επιδεικτικά για την διάμετρο.
'Οταν τρακάρουμε με τη δυστυχία κοιτάμε αλλού με αποστροφή, τα παιδιά μας να είναι χαρούμενα, ο μισθός να μπαίνει, οι γονείς μας να είναι καλά και έχει ο Θεός.
Πάντως ο Θεός αν υπάρχει, έτσι δεν έχει.
Δεν μπορώ να ακούω άλλο το ρε συ, εδώ δεν έχουμε κυβέρνηση θα ασχοληθούμε π.χ. με τα παιδιά που εγκλωβίζονται στα ιδρύματα, με τις γυναίκες που κακοποιούνται μέχρι θανάτου, με τους υπερήλικες που ξεχνάνε να τους πάρουν από το γηροκομείο ακόμα και με το φέρετρο, με τις πόρνες, με τους τοξικομανείς, με τους άστεγους, με τους δυστυχισμένους, τους μόνους, τους άτυχους, τους καταραμένους.
Βλέπω στα σκουπίδια πεταμένα έπιπλα, παιχνίδια, ρούχα, παπούτσια και από πίσω ξέρω ότι αναβοσβήνει η ταμπέλα "Δεν μπορούσα να ασχοληθώ. Έχω και εγώ τα δικά μου".
Να μην πω για τις ειρωνείες αν τολμήσεις και αναφερθείς σε προβλήματα άλλων ηπείρων και άλλων λαών, ξορκίζουμε το κακό να πάει μακριά και αν μπορεί τόσο μακριά, διαφορετικά έστω μέχρι την εξώπορτά μας.
Βλέπω μαμά με παιδί με σοβαρά νοητικά και κινητικά προβλήματα να παλεύει με δύο σκαλιά και γονείς να γυρίζουν τις πλάτες των παιδιών να μη δούνε, να μη ρωτήσουν, να μην προβληματιστούν, άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά περιγραφή ουρλιαχτών εδώ και δεκαπέντε μέρες από διαμέρισμα πολυκατοικίας και αντίδραση κλείνω τα αυτιά, σε ένα μισάωρο έχει τελειώσει, είδα άνθρωπο τελειωμένο να ψάχνει μανιωδώς στα σκουπίδια και οδηγό πανάκριβου αυτοκινήτου να του κορνάρει με μανία για να κάνει πιο εκεί να παρκάρει, και αναρωτιέμαι.  Πού πάμε; Και γιατί;
Δε θέλω να αλλάξουμε τον κόσμο.  Εγώ πάντως, δεν μπορώ να το κάνω.
Αλλά θέλω να αρχίσω να κοιτάω τη δυστυχία λίγο λίγο στα μάτια.
Θέλω από κάπου να ξεκινήσω για να απαλύνω λίγο, ελάχιστο, απειροελάχιστο πόνο.
Κάπως δεν μου αρκεί το ήταν μια καλή μαμά, μια τρυφερή σύζυγος, μια αφοσιωμένη φίλη.
Μου λείπει το ήταν ένας καλός άνθρωπος και όχι χάρη του λόγου.  Θέλω πλέον να κάνω τη σκέψη μου να κατευθύνεται αυτόματα στη γενική εικόνα, να διαλέξω το καλύτερο σχολείο για το παιδί μου αλλά να μη φάω με βύσμα τη θέση του παιδιού που δεν έχει εναλλακτική, να του πάρω καινούργιο ζευγάρι παπούτσια και να βρω χώρο στην ντουλάπα και την καρδιά μου να φυλάξω τα παλιά, να του διαβάζω κάθε βράδυ ένα παραμύθι με γλύκα και να βρω τον τρόπο μια φορά το μήνα να διαβάσω και σ'ένα παιδί που δεν έχει κανέναν να το φιλήσει για καληνύχτα, να κανονίσω όμορφες διακοπές για την οικογένεια μου και να επισκεφθώ μια φορά έναν τόπο τσακισμένο από την μοίρα και τα παγκόσμια συμφέροντα, χωρίς να μείνω σε χλιδάτο ξενοδοχείο, χωρίς να καμαρώνω που κάποιος μου κάνει υπόκλιση ανοίγοντας την πόρτα.
Ξέρω, τώρα θα γυρίσουμε πίσω στο αδιέξοδο των εκλογών και καλά θα κάνουμε, γιατί αυτό σίγουρα δεν είναι μικρόκοσμος και θα κλείσουμε ερμητικά το βράδυ τα παντζούρια ασφαλείας.
Και εγώ θα χαρακτηριστώ ρομαντική ή άκυρη και θα τρώγομαι με τα παιδάκια που γυρνάνε λιγότερα από τους λασπωμένους δρόμους της Αφρικής στις παράγκες γιατί τα χτυπάνε κεραυνοί, ενώ κάθομαι και χαζεύω την υγρασία του από πάνω που βγήκε στο ταβάνι του σαλονιού.


11.5.12

Οι μαμάδες είναι θέμα, και πάρτο όπως θες.

Διάβασα πρόσφατα ένα άρθρο του Θοδωρή Γεωργακόπουλου που δημοσιεύτηκε στις 26 Απριλίου στο marieclaire.gr, με τίτλο Το σύνδρομο της Τρομάνας (και το βρίσκετε εδώ).
Και έκανα κάποιες σκέψεις.  Και είπα να τις γράψω.  Αρχικά, γιατί αυτή η μαλακία γίνεται εδώ πέρα, ο καθένας που κουτσογράφει για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο αισθάνεται ενίοτε την ανάγκη να πει τη γνώμη του, και επίσης, το προηγούμενο ποστ, το ελαφρολαϊκό, το ψιλοφτύσατε για να είμαι ειλικρινής, οπότε πάρτε εδώ μια θεωρητική αμπελοφιλοσοφική άποψη, για να γουστάρουμε ομαδικώς.
Αρχικά να διευκρινίσω ότι σε γενικές γραμμές, συμφωνώ με τον κύριο Γεωργακόπουλο.  'Η όχι, αλλιώς, επί της ουσίας είμαι στο "ναι σε όλα", κάποιες διατυπώσεις ίσως προσωπικά να με χαλάνε, αλλά δεν θα το πάμε και γραμμή γραμμή, έλεος - where's the fun?
Και εμένα με απωθούν οι αποκαλούμενες από τον κύριο Γεωργακόπουλο "τρομάνες".  Με ενοχλούν και να τις συναντώ, και να τις διαβάζω.  Απλά στο διάβασμα, υπάρχει επιλογή, πατάς το x στα δεξιά της οθόνης και τελειώνει το έργο. 
Αναρωτιέμαι, αν είναι ίσως γυναίκες που στο παρελθόν δεν είχαν (ή που δεν τους δώσαμε;) Φωνή.  Που περνούσαν λίγο απαρατήρητες από το περιβάλλον τους, που ήταν συγκαταβατικές στα περισσότερα, ή που δεν τολμούσαν να ορθώσουν ανάστημα, που πήγαιναν με το κοινό καλό, με την ομάδα, που θα τις χαρακτήριζες περισσότερο followers παρά leaders και δε θα σ'ενοχλούσαν, αλλά δεν θα ήταν και η πρώτη σου επιλογή για παρέα το Σάββατο το βράδυ.
Με τη γέννηση λοιπόν του παιδιού τους, αποκτούν Φωνή.  Αποκτούν κοινωνικό κύκλο, φτάνουν στα χέρια τους προσκλήσεις για πάρτυ, ακούγουνται στο σχολείο, στο πάρκο, στο σπίτι, στο Mall.  Αποκτούν άποψη συγκεκριμένη - για το παιδί τους πρόκειται στο κάτω κάτω, wtf - και γίνονται αυτόματα leaders του οικογενειακού τους μικρόκοσμου.  Αυτό είναι μία κατάκτηση, που αν παραμείνει εκεί, μπορεί να μην είναι θαύμα, αλλά είναι θαυμαστή.
Και μετά τις παίρνει η μπάλα, πoια μπάλα, η χιονόμπαλα, και αυτή την κατάκτηση προσπαθούν να την επιβάλλουν και στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο που ναι μεν συμπαθεί, αγαπάει, ενθουσιάζεται με τα μικρά της, αλλά το αν έβγαλε ο Παναγιωτάκης εφτά δόντια ή οχτώ, τον αφήνει παγερά αδιάφορο στην καλύτερη περίπτωση, τον κάνει να σιχτιρίζει και να μην θέλει να την ξαναδεί ποτέ, στη χειρότερη.  Λογικό το βρίσκω.
Αναρωτιέμαι όμως και κάτι άλλο. 
Παρότι οι γυναίκες-μαμάδες είναι πολύ εύκολο να κατηγοριοποιηθούν, καθώς αυτό που τις ενώνει είναι εξώφθαλμο, εμένα με ενοχλούν και κάποιες άλλες, που δημιουργούν ευρύτερη κατηγορία από αυτή των μαμάδων.
Με κουράζουν απίστευτα οι μονόπαντες, οι μονοδιάστατες γυναίκες που γυρίζουν την κουβέντα μόνο εκεί που το γνωστικό αντικείμενο εξυπηρετεί γιατί στα άλλα μαθήματα δεν είχαν μελετήσει.
'Οσες σου τα πρήζουν ανελέητα με τα ερωτικά τους δράματα, λες και μόνο εκείνες ερωτεύτηκαν, πόνεσαν, χώρισαν, πηδήχτηκαν.  Εκείνες που αντίστοιχα θεωρούν ότι η σχέση τους είναι το επίκεντρο του κόσμου, που οι λεπτομέρειες της κουβέντας με το έτερον ήμισυ σε κάνουν να ξεχνάς αν είπες στον δικό σου να πάτε σινεμά το βράδυ και η απεικόνιση της σεξουαλικής τους ζωής έχει μεγάλες πιθανότητες να σε σπρώξει στο κίνημα των ασέξουαλ.
Και άλλες, που μιλάνε μόνο για ρούχα, για παπούτσια, για shopping συνδυαστικά με μανικιούρ, ή για καριέρα, για αδικία στην ιεραρχία, για επαγγελματικούς στόχους, ακόμα και για τέχνη, για πολιτισμό ή για κοινωνική ευημερία και κατάκτηση της παγκόσμιας ειρήνης.  Μόνο.
Πόσες φορές έχω σκεφτεί ωχ, θα μου τα ζαλίσει τώρα με τον γκόμενο, ή με τη δουλειά, όσες αντίστοιχα όλοι οι υπόλοιποι πιθανών να έχετε σκεφτεί ότι θα σας τα πρήξω με τα παιδιά μου.
Αυτό είναι για εμένα το ενοχλητικότερο, σαν το αόρατο σπυρί στη μύτη που την κοκκινίζει και αν και τόσο μικρό, το κουβαλάς σαν βαρίδι, σου χαλάει τη μέρα και σου ξυνίζει τα μούτρα.
Θέλω να έχουμε να πούμε.  Δεν με νοιάζει αν εσύ θεωρείς θαύμα που πήρες προαγωγή μέσα σε ένα τρίμηνο και εγώ ότι μεγάλωσα μέσα στην κοιλιά μου ίσως ένα μελλοντικό αφεντικό, δε με νοιάζει αν ποστάρεις βιντεάκια με τις φίλες σου να σουλατσάρετε στη Sloane street και εγώ με την κόρη μου να βουτάει τη μούρη της στην τούρτα, με νοιάζει που δεν κατανοείς ότι η ζωή σου, όσο και αν σε αγαπώ και αν σε νοιάζομαι, δεν είναι η δικιά μου και προφανώς με αφορά σημαντικά λιγότερο.
Με νοιάζει που δεν βλέπεις μέσα στα μάτια μου ότι σε βαριέμαι αφόρητα, για να κάνεις την ντρίπλα.
Και τώρα που είπα ντρίπλα, θυμήθηκα και εκείνους τους άντρες που μιλάνε όλο για μπάλα.  'Αλλο κουσούρι κι αυτό πάλι.

πι.ες: έχω πει και για τα μαμαδομπλόγκς.  Εδώ.

8.5.12

The sartorialist #not

Κάθε πρωί, το ίδιο θέμα.
Τί θα βάλουμε, πώς θα το βάλουμε, γιατί να το βάλουμε, τί πάει με ποιο, γιατί όχι γαλότσα, μια χαρά μου φαίνεται το πέδιλο με κάλτσα, πού είναι η γραβάτα μου, όχι ψάθινο καπέλο, το άλλο με την κορδέλα και πάει λέγοντας.
Κάναμε reschedule το πρόγραμμα εύρεσης outfit για το βράδυ, πριν τον ύπνο.  Επί της ουσίας δεν αλλάζει κάτι, οι συνδιασμοί παραμένουν κουκουρούκου, απλά χρόνο γλυτώνω από το πρωινό ξύπνημα και από το σχολικό που περιμένει από κάτω.
Έχει πάει σούπερ μάρκετ με βερμούδα, μπουφάν και μπότες, έχει πάει σχολείο με γραβάτα να κρέμεται έξω από την μπλούζα με τα τρία κουμπιά, έχει συνδιάσει προ πολλού πορτοκαλί με φούξια, λατρεύει το μαύρο αλλά να είναι όλα μαύρα, είναι μεγάλος οπαδός του layering-ό,τι-να ναι (αξιομνημόνευτο το tshirt που φοριέται στη μέση σαν φούστα πάνω από το τζην), έχει ακυρώσει όλα τα παπούτσια που του έχω αγοράσει χωρίς να είναι παρών, τολμάει φόρμα βράκα με κολλαριστό, λευκό πουκάμισο και ό,τι και αν διαλέξω για εκείνον, απλά... δεν του αρέσει.  Δεν είναι σωστό. 'Η... "μαμά, αυτό δεν πάει".
Κάπου διάβασα να αφήνετε τα παιδιά ελεύθερα να αναπτύξουν το προσωπικό τους στυλ, κάπου αλλού να τους δίνετε μόνο δύο επιλογές, να αφήνετε αυτά που θα θέλατε να διαλέξουν προς τα έξω στην ντουλάπα, να τους εξηγείτε ότι τα ρούχα προσαρμόζονται ανάλογα με την περίσταση.
Από την άλλη, βαριέμαι να διαβάσω ειδικά και ν'ασχοληθώ σπαταλώντας χρόνο και με αυτό μέσα στον τυφώνα των υπόλοιπων θεμάτων που έχω να αντιμετωπίσω καθημερινά.  Το βλέπω σαν ένα παιχνίδι, ένα πειραματισμό, μία ακόμα σπλασιά δημιουργίας και μία ένδειξη ότι μεγαλώνει και κάνει κουμάντο στον εαυτό του. 
'Oκεϊ, όταν το αποτέλεσμα γίνεται τραγελαφικό και μη αναστρέψιμο, έχω μάθει και να διασκεδάζω με τα βλέμματα στο δρόμο.  Το επόμενο στάδιο είναι να ντυθώ κι εγώ μπαλαρίνα και να βγαίνουμε αγκαζέ. 


(στο σχολείο με κράνος. και όχι επειδή είναι καινούργιο)

















πι.ες: το ποστ είναι παντελώς ελαφρολαϊκό, αλλά το μόνο βαρυσήμαντο που μου έβγαινε τώρα είχε να κάνει με πολιτική ανάλυση και προφανώς αυτό το έχουν κάνει άλλοι πριν, καλύτερα από εμένα.




4.5.12

Η πρώτη απώλεια.

Είμαστε στο αυτοκίνητο και πάμε προς Σούνιο.  Κάθομαι στο πίσω κάθισμα για να καταπολεμήσω με κάποιο θεατρικό τρόπο τη γκρίνια της Χλόης που έχει σιχτιρίσει από την κίνηση, την χτυπάει ο ήλιος στην πλαϊνή τούφα, την πιάνει φαγούρα στην πατούσα, θα ήθελε ένα milk shake φράουλα αντί για ρυζογκοφρέτα, οτιδήποτε τέλος πάντων μπορεί να ενοχλεί ένα μικρό ακινητοποιημένο μουγκό άνθρωπο δεμένο με τρία λουριά σε μια καρέκλα αυτοκινήτου που βράζει και κατευθύνεται προς προορισμό που του είναι παντελώς ακατανόητος.
Ο Βάλτερ, κατενθουσιασμένος που θα βουτήξει σε μία παγωμένη θάλασσα και θα γίνει μωβ βγαίνοντας, είναι πιο κουλ - φλυαρεί ακατάπαυστα, τραγουδάει, παίζει με το i-phone και ζωγραφίζει σουρεαλιστικά, ζωγραφίζει παντού και με τα πάντα.  Σε μία συνηθισμένη ονειροπόληση, εκεί που πεταγόμαστε με ευκολία από το ένα θέμα στο άλλο, μου ζητάει να του θυμίσω το όνομα του σκύλου που παίζουν μαζί τα καλοκαίρια στην Τζια και του τρώει τις πατάτες από το χέρι.
- Φοίβος.
- Τώρα που κάνει ζέστη και θα ξαναπάμε, θα ξαναπαίξουμε αυτό το παιχνίδι! Είναι καλός ο Φοίβος.
Ξεροκαταπίνω και βρίσκω ευκαιρία να κάνω τη σύνδεση.
- 'Οχι αγάπη μου, δεν μπορεί να γίνει αυτό γιατί ο Φοίβος πήγε στον ουρανό.  Μαζί με την Πέρλα.
Ζαρώνει τα φρύδια.  Με κοιτάει με σιγουριά.
- 'Οχι μαμά, η Πέρλα είναι στο γιατρό για εξετάσεις.
- Τελικά δεν τα κατάφερε.  'Ηταν πολύ μεγάλη και άρρωστη και πήγε και εκείνη στον ουρανό να κάνει παρέα με τον Φοίβο και με...
- Μαμά... Η Πέρλα... πέθανε;
Η φωνή του σπάει και τα μάτια του βουρκώνουν.  Για κάποιο μη ουσιαστικό λόγο το "πέθανε" με ταράζει, και το χρησιμοποιεί συχνά.
- Η Πέρλα πήγε στον ουρανό, είχε μεγαλώσει πολύ, η γιαγιά την είχε πάρα πολλά χρόνια, από τότε που ήμουν εγώ μικρή (και καλά τώρα).
Κλαίει.  Κλαίει πολύ, δεν το περίμενα.  Μου λέει ότι την αγαπούσε, ότι θέλει να την ξαναδεί, του απαντάω ότι τον καταλαβαίνω, ο Ντάριο πετάγεται και αποσυντονίζει για λίγο τη συζήτηση, αλλά τον βλέπω ότι είναι στρεσαρισμένος, ότι στο παιδικό του κεφαλάκι αυτή η επεξήγηση "είχε μεγαλώσει πολύ" δεν χωράει.  Μετά από λίγο, και ενώ φτάνουμε ευτυχώς στην παραλία, επανέρχεται.  Με φωνή που πάντα λίγο τρέμει, με βλέμμα που ψάχνει από κάπου να γαντζωθεί.
- Μαμά... Κάποιες χώρες δεν πεθαίνουν ποτέ, ε; (όχι, τον Εθνικό 'Υμνο δεν τον ξέρει)
Σαν να μην τολμάει να πει κάποιοι άνθρωποι, σαν να φοβάται τί θα του απαντήσω.
- Αχ Βαλτεράκο μου, όλα αυτά που συζητάμε είναι για πολλάαααα, πάρα πολλάααα χρόνια μετά, μην απασχολείς το κεφαλάκι σου με αυτά τα πράγματα...
- Μαμά, στην Ελλάδα δεν πεθαίνουν ποτέ, ε;
Δεν ξέρω τί να του πω.  Δεν θυμάμαι τί του είπα, σίγουρα δεν του απάντησα κοφτά και κυνικά και σίγουρα όχι αληθινά.  'Οπως όταν μπορεί να ακούσει σε μία συζήτηση ότι ο παππούς είναι μεγάλος και να πεταχτεί με θυμό να μας τονίσει ότι όχι, ο παππούς ΔΕΝ είναι μεγάλος και εμείς να συμφωνήσουμε λέγοντας "πιο μεγάλος από εσένα" (67 είναι ο άνθρωπος, μια χαρά τζοβενάκι).
Καταλαβαίνω ότι φοβάται για τους ανθρώπους του, φοβάμαι και εγώ μαζί του και ξέρω ότι τα μυαλά μας πετάνε αλλού, σε άλλες απώλειες πιο επώδυνες, πιο δύσκολες, πιο αξεπέραστες που δεν θα μπορούν να αντισταθμιστούν με μια βουτιά στη θάλασσα και ένα παγωτό ξυλάκι.
Δε θέλω να συνεχίσω να γράφω, γιατί σημαίνει ότι θα συνεχίσω να σκέφτομαι και εκεί που θα φτάσω δεν παλεύεται, θα πάει πιο μακριά από το προφανές και δε θα έχει πια νόημα για κανέναν.
Έτσι λοιπόν, αντιμετωπίσαμε την πρώτη, "δική" μας απώλεια.
Της 17χρονης ομορφότερης γάτας του κόσμου στα μάτια μας.  Ακούγεται γελοίο, αλλά εμάς μας πόνεσε.
Καλές βουτιές.