19.11.12

W. psychic.

Round 1:
Περπατάμε σ' ένα στενό λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, μία από αυτές τις βόλτες του τετραγώνου, που συνήθως ζητάει η Κλο (το δεύτερο παιδί-το λίγο φτυσμένο-αυτό που δεν πάει κολυμβητήρια-ούτε δημιουργικά εργαστήρια-ούτε play dates αυτό), όπου βασικά γεμίζουν τις τσέπες τους με κλαδάκια, πετρούλες, φυλλαράκια, όλα αυτά τα σκατάκια, χαϊδεύουν γάτες, σκύλους, βγάζω καμια φωτογραφία με το κινητό για να συμπληρωθεί στις ακόμα χίλιες ψιλοάχρηστες που έχω μόνο στο τηλέφωνο εννοείται, και μετά γυρίζουμε.
Ως συνήθως ο γιος μου κοιτάει τα πάντα εκτός από το δρόμο του, τραβάει τη μικρή μαζί και σκουντουφλάνε, εγώ τους παρατηρώ λίγο πιο πίσω - έχω αποφασίσει να επεμβαίνω μόνο στους μέγα κινδύνους - και τους βλέπω να πηγαίνουν καρφωτοί πάνω σε ένα περιστέρι.  Πεθαμένο.  Με το λαιμό μάλλον σπάσμενο.  Στο πεζοδρόμιο.
Πριν προλάβω να σκεφτώ τί να πω για να μην τσιρίξω και τρομάξουν, κάπως να γίνει κατανοητό το "πάρτο λίγο δεξιά Βάάάάλτερ", εννοείται ότι έχει ποδοπατήσει το άμοιρο το περιστέρι.
Τραβάει αμέσως το πόδι του αυτόματα, του ξεφεύγει ένα αμήχανο "ωχ", βλέπει το περιστέρι και μπερδεύεται, κολλάει στον τοίχο και τραβάει την μικρή κοντά του.
- Μαμά...
- Χμ. Ναι;
- Ένα περιστεράκι.
- Ναι αγάπη, το βλέπω.
- Το πάτησα.
- Δεν πρόλαβα να σου το πω, δεν το είδες, έχουμε πει να κοιτάμε και λίγο μπροστά μας όταν περπατάμε.
- Ναι, αλλά... Έχει πεθάνει.
- Έχει.
- Από τί πέθανε;
- 'Ηρθε η ώρα του.  'Ηταν μάλλον πολύ μεγάλο.
- Και ήρθε η ώρα του εδώ; Μακριά από τους φίλους του;
- Δεν το ήξερε.  'Η μπορεί οι φίλοι του να ήταν εδώ, πάνω σε αυτό το δέντρο και τώρα να έφυγαν (τί λέω ρε πούστη μου, απορώ καμια φορά).
- Μάλλον.  Κατάλαβα τί συμβαίνει.  Οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν πηγαίνουν ψηλά στον ουρανό και τα πουλιά όταν πεθαίνουν πέφτουν εδώ κάτω, στη Γη.

Θα μπορούσε.

Round 2:
'Εχουμε ξαπλώσει στο κρεβάτι - το δικό μας, η μέθοδος ύπνου είναι συγκεκριμένη και σίγουρη, ξαπλώνουμε ΜΑΖΙ, η Χλόη βρίσκεται στη μέση, πίνει γάλα και δεν ενοχλεί και ο άλλος έχει τις γνωστές ανησυχίες.
- Μαμά... Η μαμά της γιαγιάς είναι στον ουρανό ε;
- Aχ τα έχουμε πει αυτά, ναι εκεί είναι, ΝΑΙ.
- Είχε μαμά; Δική της εννοώ.
- Φυσικά είχε.
- Την είχε γεννήσει μία μαμά;
- Ναι, όλους μας έχει γεννήσει μία μαμά.
- Δεν γεννήθηκε από τη φύση;
- 'Οχι.
- Καλά.  Η μαμά της; 
- Και η μαμά της.
- Η μαμά της μαμάς της; 
ΚΑΨΙΜΟ.
- Και αυτή.
- Κάνεις λάθος.  Κάποια μαμά απ' όλες αυτές πολύ παλιά, έχει γεννηθεί από τον αέρα.  Σκέψου το καλά και αύριο, όταν θα γυρίσω από το σχολείο, να μου απαντήσεις.

Τρέμε Δαρβίνε.







9.11.12

Και μετά μεγαλώνεις και δεν έχεις τέτοιους φίλους.

Καθίστε λίγο πίσω στην καρέκλα του γραφείου γιατί θα σας πω μια ιστορία.
Υπάρχει ένα σπίτι σ'ένα ορεινό αρκαδικό χωριό, το σπίτι που γεννήθηκε ο μπαμπάς μου και οι πέντε του αδελφές (καταλαβαίνεις), που είναι από αυτά τα ωραία τα χωριάτικα με θέα μόνο το βουνό, τις ράγες του τρένου και μία καταπληκτική, επιβλητική εκκλησία, με σκάλα και μέχρι πρότινος εξωτερική τουαλέτα, με αυλίτσα και σκύλο αλάνι μέχρι να του ρίξουν φόλα οι βλαχόμαγκες που υπάρχουν σε κάθε ελληνικό χωριό που σέβεται τον εαυτό του.
Εγώ δεν έγινα ποτέ τρελή φαν του μέρους, ίσως από αντίδραση επειδή ο μπαμπάς μου για ευνόητους λόγους ήθελε να πηγαίνει μόνο εκεί, παρά μόνο για δύο χρονιές εκεί γύρω στα 13-14 που γνώρισα πολλούς συνομίληκούς μου που περνούσαν εκεί αντίστοιχα λόγω καταγωγής τις διακοπές τους, ξημερωνόμασταν με κιθάρες στον σταθμό, φλερτάραμε, κάναμε πάρτυ στο μεγάλο πέτρινο σχολείο στην πλατεία, πηγαίναμε εκδρομές, μέχρι και λόκαλ ραδιοφωνικό σταθμό είχαμε για όλο νόημα αφιερώσεις.
Μετά το βαρέθηκα κι αυτό, μεγάλωσα, μπορούσα πλέον να πηγαίνω σε πολλά άλλα μέρη μόνη μου και το χωριό το ξέχασα τελείως - μόνο αναγκαστικές παρουσίες έκανα για τη γιαγιά, μέχρι να φύγει και αυτή.
'Οταν κάνεις βέβαια παιδιά, όλα αυτά τα locations ξαφνικά εκτιμώνται ένα τσικ παραπάνω, αρχικά γιατί είναι μια εύκολη ανέξοδη λύση για σαββατοκύριακα και αργίες και μετά γιατί τα μάτια τους πετάνε σπίθες με τα ζώα, τ'αμπέλια, το ηλεκτρικό αυτοκινητάκι του golf (εχμ, μ'ένα τέτοιο μετακινείται ο μπαμπάς μου στα πέριξ), τα σκαψίματα, τα μπουγελώματα, το χυμαδιό, τον ύπνο κάτω από τ'αστέρια στην αγκαλιά της γιαγιάς.
Αγαπημένη περίσταση, Ο ΤΡΥΓΟΣ.
O Walter έχει ήδη πάει τρεις φορές και πάντα το περιμένει με τρομερή έξαψη, πακετάρει γαλότσες, καπέλα, τσουγκράνες και ό,τι μπορείς να φανταστείς, το ανακοινώνει στο σχολείο, στον φαρμακοποιό στη γωνία, γυρίζει με φωτογραφίες, με λάσπες, με σημάδια, με κλαδιά σε όλες τις τσέπες.
Εκεί λοιπόν δύο χρόνια πριν έκανε μια φίλη, την Τατιάνα.  Η Τατιάνα είχε έρθει με τους γονείς της που δούλευαν στον τρύγο και έμενε στο απέναντι σπίτι, ένα καταπληκτικό διώροφο με τεράστια εσωτερική αυλή, μυστικά δωμάτια και δαιδαλώδη διάδρομο, που τώρα πια είναι μισογκρεμισμένο, επικίνδυνο, αφιλόξενο και παγωμένο.  Κοιμόντουσαν στα πατώματα, άλλα τέσσερα παιδιά, με χαρτόκουτα πρόχειρα κολλημένα στις τεράστιες τρύπες και κουβέρτες που έζεχναν.
'Ολα αυτά βέβαια καθόλου δεν επηρέαζαν τον W. να καλεί κάθε μέρα την Τατιάνα στην αυλή, να κυνηγιούνται, να ζωγραφίζουν, να τρώνε μεσημεριανό όταν η μαμά της έλειπε στο αμπέλι, να φωτογραφίζονται ειδικά εκείνη όλο νάζι και να γελάνε ασταμάτητα.  Καμια δυο φορές ήρθε στο σπίτι και η λίγο μεγαλύτερη αδελφή της, μ'ένα εξίσου καλλιτεχνικό όνομα που δεν θυμάμαι, αλλά καθόλου δεν έδεσαν σαν παρέα, εκείνη έπαιρνε τα πράγματα του W. και τα έκρυβε κάτω από την μπλούζα της, έφτυνε φαγητό γελώντας δυνατά και έλεγε συνέχεια "κακές" λέξεις και η Τατιάνα την μάλωνε με υπερβάλλοντα ζήλο - μέχρι και να μη βάζει τους αγκώνες στο τραπέζι όταν τρώει της είπε- για να μη της χαλάσει την παρέα, να μη στεναχωρηθεί ο φίλος της και δεν την ξανακαλέσει στο σπίτι με όλα τα χρώματα πλαστελίνες, τα δύο ποδηλατάκια και το χαλί που κάνει μουσική.  Κάθε χρονιά χαιρετιούνται με την υπόσχεση "του χρόνου, στον τρύγο".  Με τέτοια σιγουριά για κάτι τόσο αβέβαιο και αόριστο, που είναι συγκινητική.
Ένα πρωινό πρόσφατα βρισκόμασταν ως συνήθως τέσσερις στο μεγάλο κρεβάτι.  Η Κλο χουζούρευε -τί μεγάλο πλεονέκτημα αυτό, γιατί να μην έχουν βγει και τα δύο έτσι- και ο Walter ως συνήθως είχε ξεκινήσει την φλυαρία επί παντός επιστητού.
- Μαμά, στο σπίτι στο χωριό απέναντι έχουν έρθει γύφτοι.
- Δεν μου αρέσει που τους λες γύφτους.
- Έτσι τους λένε, το άκουσα από τον κύριο Κ.
- Τους λέμε κάπως αλλιώς...εεε...τσιγγάνους (μαλακίες τούμπανα εγώ. Ρομά πολύ pretentious μου φάνηκε και δεν ξέρω και αν είναι σωστό).
- Γύφτους τους λένε και βρωμάνε.
- Εννοείς μυρίζουν, αλλά ακόμα και αν συμβαίνει δεν μας πειράζει εμάς αυτό.  Έχουν διαλέξει έναν άλλο τρόπο ζωής προφανώς, είναι διαφορετικοί.
- Τί διαφορετικοί, βρωμάνε σου λέω!
(Ο Dario χώνει το μαξιλάρι στη μούρη του. Για να γελάσει μάλλον)
- Παιδί μου, σου εξήγησα.  Εμάς η επιλογή μας είναι να κάνουμε μπάνιο κάθε μέρα και να είμαστε καθαροί.  Δεν ασχολούμαστε με το τί κάνουν οι άλλοι, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι διαφορετικοί από εμάς.  Άλλωστε και η Τατιάνα είναι τσιγγάνα και τόσο αγαπημένη σου φίλη.
- 'Οχι, δεν είναι.
- Είναι αλλά βλέπεις, δεν σε ενόχλησε ποτέ αυτό και ήταν μαζί σου κάθε μέρα.  Και να σου πω και κάτι άλλο; Εκείνη την πείραξε που εσύ είσαι μισός Ιταλός; Διαφορετικός;
Γελάει τόσο πολύ πονηρά.
-'Οχι, αλλά ούτε εμένα με νοιάζει που είναι τσιγγάνα. (ξαφνικά επέλεξε τις "σωστές" λέξεις για να μου απαντήσει).  Και θέλω να την καλέσω να κοιμηθεί ένα βράδυ στο σπίτι μας στην Αθήνα γιατί μου έχει πει ότι κάνει πολύ κρύο όπου κοιμάται, όλα τα βράδια.  Και εμείς εδώ έχουμε παπλώματα και ζέστη.
- Να την καλέσεις, φυσικά.
Είπα εγώ από την άνεση του διπλού κρεβατιού μου, με τα μοσχομυριστά σεντόνια, τόσα χιλιόμετρα μακριά από το ποιος ξέρει που στο διάολο βρίσκεται η Τατιάνα και αν θα την ξαναδούμε ποτέ.

πι.ες: μόλις βρω φωτογραφία τους θα την ποστάρω.

πι.ες2: μπες στο μουντ για παπούδες, χωριά και τέτοια ΕΔΩ κι  ΕΔΩ.





1.11.12

N for November

Σήμερα έγινε ένας χαμός στα social media με τον Νοέμβριο.
Δεν ξέρω, μπορεί να γίνεται και με άλλους μήνες να πλακώνουν όλοι ξαφνικά στο facebook, στο instagram, στο pinterest και να ποστάρουν φωτογραφίες με ευχές, λογοπαίγνια, τραγούδια, λίστες και όλα αυτά μαζί, αλλά την 1η Νοεμβρίου του 2012, μαλάκα μου κάπως κεραυνοβολήθηκα με όλο αυτό.
Οι άνθρωποι είτε αγαπούν τον Νοέμβριο, πράγμα για το οποίο δεν είχα ιδέα ειλικρινά σου μιλάω, ή έχουν την ανάγκη να ξεφορτωθούν τον προηγούμενο, "κακό" μήνα, να ξορκίσουν τις αναποδιές, τις δυσκολίες και τα ζόρια που πέρασαν χαμογελώντας πλατιά σ'αυτό που έρχεται.
Φοβάμαι ότι κάθε μήνα αυτό θα γίνεται.  "Άντε να φύγει και ο σκατο-Οκτώβρης" και στη θέση του Οκτώβρη βάλε όποιον γουστάρεις, anything goes.
Εγώ τον αγαπώ πάντως αυτόν τον μήνα, γιατί δεν έχει κάποιο clear statement.
Θεωρητικά σηματοδοτεί το τέλος του Φθινοπώρου, σε άλλες χώρες μάλλον γιατί εδώ απλά αρχίζουμε να το καταλαβαίνουμε με το προαιρετικό καμπαρντινάκι και το τρελαμένο styling που κυκλοφορεί στους δρόμους - σαγιονάρα ή ugg, κασκόλ και τιραντάκι, καλσόν ή σορτσάκι, τα βλέπω όλα αυτά στην άνοδο της Κηφισίας κάθε πρωί.
Δεν είναι μήνας με τη φήμη του μεγάλου ερωτικού - δεν ξυπνάει άγρια ο κόσμος για φλέρτιν όπως τον Μάιο, του τρελά εορταστικού - δεν πετιούνται φελλοί σαμπάνιας στον αέρα όπως τον Δεκέμβρη, του περιπετειώδη ταξιδιάρη - όχι, δεν βουλιάζουν τα πλοία όπως τον Αύγουστο.
Εγώ γίνομαι λίγο αντικοινωνική, λίγο weird, κάπως σπιτόγατος, κατεβάζω κανα βιβλίο από το ράφι, έχω πάντα να θυμηθώ συζητήσεις με φίλες στο σπίτι που κάθονται στο πάτωμα και φοράμε φόρμες θέτοντας τα μεγάλα διλήμματα "με μούσι ή χωρίς" (λίγο σαν το αντρικό στήθος ή κώλος μου κάνει) και τσιγκουνιές ανεκδίηγητες στα ψώνια, στις εξόδους, με overload μελαγχολίας γιατί μετά δεν θα επιτρέπεται, με φριζέ μαλλί (όχι το δικό μου, των άλλων) και με γούβα στον καναπέ ν'ακούω μουσικές απ'όπου υπάρχει ηχείο.
Θέλω ένα ποτήρι κρασί κατακόκκινο, μεγάλο, μπομπέ, μια μπλούζα σε ξεφτισμένο γκρι, biker boots (γιατί έτσι), τον Johnny Depp και τη φωνή του Tom Waits στο November (που πόσταρε πρώτα ο Dust Road και όχι εγώ, στο facebook).
Επίσης, μπορούμε να φυτέψουμε πανσέδες στον κήπο του γραφείου στην Κηφισιά.
Ok, αγαπώ τον Νοέμβριο κιόλας γιατί λίγο πριν ψοφήσει, γεννήθηκε η κόρη μου.
#poso_mama_eisa_telika #to_mamadoblog_min_ksexname