31.12.14

Handle with care.

Η πρώτη φορά που το θυμάμαι τόσο έντονα ήταν όταν της είπα ότι θα πάω να δω την μητέρα μιας φίλης μου στο νοσοκομείο, γραπώθηκε από πάνω μου με ουρλιαχτά, από τον πανικό δεν κατάλαβε καν τί της έλεγα, νόμιζε ότι θα πάω στο νοσοκομείο εγώ, θα μείνω εκεί, θα πεθάνω και δεν θα γυρίσω σπίτι ποτέ.
Της εξήγησα ότι τα νοσοκομεία υπάρχουν για να βοηθούν τον κόσμο να γίνεται καλά και ότι δεν είναι εργοστάσια παραγωγής πτωμάτων και ότι τέλος πάντων "η μαμά πάντα γυρίζει σπίτι". Το είπα αυτό και αισθάνθηκα την καρδιά μου λίγο να τσιμπάει.
Η δεύτερη ήταν ένα τυχαίο πρωινό που την κατέβασα στο σχολικό και ξανακρεμάστηκε πάνω μου με μάτια ολοστρόγγυλα από την αγωνία μη τυχόν όταν γυρίσει από το σχολείο εγώ έχω πεθάνει και δεν με ξαναδεί ποτέ πια, μη τυχόν αυτή ήταν η τελευταία μας αγκαλιά, το τελευταίο φιλί. Της είπα "ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, η μαμά πάντα θα είναι σπίτι. Έχουμε να κάνουμε πολλές πολλές αγκαλιές ακόμα". Το είπα και αυτό και αισθάνθηκα ξανά την καρδιά μου λίγο να τσιμπάει.
Σκέφτομαι από τότε διάφορα απρόοπτα, απρόβλεπτα περιστατικά που καταλήγουν στο να γυρίσει ένα παιδί στο σπίτι από το σχολείο κουνώντας χαρωπά την τσάντα του ή να ξυπνήσει τεντώνοντας τα μικρά του χέρια το πρωί, για να του ανακοινώσει κάποιος ότι η μαμά (ή ο μπαμπάς, ή και οι δύο, ΤΗΕ HORROR) "έφυγε" για πάντα, δηλαδή πέθανε, τέλος, δεν θα σε ξανακάνει μπάνιο πριν τον βραδινό ύπνο και ούτε θα μιμηθεί εφτά διαφορετικές φωνές διαβάζοντας σου ένα παραμύθι, ποτέ ξανά, πέθανε. Για πάντα. 
Και μετά φτερουγίζει από πάνω μου αυτό το τεράστιο πουλί που μάλλον δεν είναι τρομακτικό, αλλά για κάποιο λόγο φοβίζει και το λένε Ευθύνη. Και είναι αυτός ο ήχος του δυνατού φτερουγίσματος που καταλήγω ότι τελικά ίσως είναι o μόνος που κάπως διαφοροποιεί εμάς τους γονείς από τους υπόλοιπους, και όχι η ανοχή στον ήχο του γκρινιάρικου κλάματος, αλλά αυτό το φτερούγισμα, το αίσθημα του να είμαστε πάντα εκεί, δυνατοί, έτσι ακριβώς όπως υποσχεθήκαμε.
Δύσκολο. Και εν μέρει, άδικο. Ίσως και καταπιεστικό.  Γιατί να σε περιορίζει κάποιος άλλος στην απόφαση σου να ταξιδέψεις σε κάποια επικίνδυνη γωνιά της Λατινικής Αμερικής ή να μπλέξεις τα χάπια σου μετά από ένα χαώδες πάρτυ, ή έστω, να κολυμπήσεις σε μια θάλασσα με πολλά μποφόρ ή και να επιβιβαστείς σε ένα άγνωστο αυτοκίνητο ή/και κρεβάτι.  Ποιος μπορεί ξεκάθαρα να βάλει φρένο σε αυτό που ο καθένας μας αξιολογεί ως γονεϊκή απερισκεψία, ποια όρια είναι αυτά που τελικά οφείλεις να σεβαστείς με τον ίδιο τρόπο που υπερασπίζεσαι καθημερινά την απόφασή σου να γίνεις γονιός; Και αν νόμιζες ότι είσαι σούπερ ήρωας, αυτά είναι αηδίες, είσαι πάρα μα πάρα πολύ θνητός και ακόμα πιο ευάλωτος από τους άλλους γιατί έχεις στις πλάτες σου να σηκώσεις μερικά έξτρα φορτία. Ναι, ξαναλέω, άδικο, αλλά αυτό είναι. Πρέπει να είσαι συνετός και αυτό τώρα είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ, πρέπει να προγραμματίζεις τα ταξίδια σου με τα πιο ακριβά, ασφαλή αεροπορικά εισιτήρια, πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι.  Πρέπει.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ο μπαμπάς μου σταμάτησε να τρέχει με αγωνιστικά αυτοκίνητα (και να πετάει την μαμά μου στο δρόμο από το φλεγόμενο δικό του, #αληθινηιστορία) την ημέρα εκείνη που για πρώτη φορά με τοποθέτησε με προσοχή, σαν να ήμουν ένα εύθραυστο, ακριβό πακέτο, στο πίσω κάθισμα. 
Συμβαίνουν ρε γαμώτο πολλά δυσάρεστα τελευταία, τα Χριστούγεννα άλλωστε παραδοσιακά θα ζήσουμε μία κάποια τραγωδία, τα οποία ξεφεύγουν από το φάσμα των επιλογών και των δυνατοτήτων μας, αλλά, να, είναι και μερικά ακόμα για τα οποία μπορούμε να γίνουμε λίγο πιο υπεύθυνοι.  Και αν αυτό σας φαίνεται κάπως παλιομοδίτικο ή και διδασκαλίστικα αναχρονιστικό, μπορώ να το θέσω και κάπως αλλιώς.
Να προσέχετε τους εαυτούς σας ρε, έχετε πολλές αγκαλιές να κάνετε ακόμα. Καλή Χρονιά.


4.12.14

Τέσσερα απ΄όλα.

Την Κυριακή στις εννιά το βράδυ αισθανόμουν ήδη κάπως διαλυμένη, παρότι απλά κάλεσε τους δύο κολλητούς της σπίτι, όχι τίποτα τυχαίες προσωπικότητες, τον φίλο που θα παντρευτεί και είναι ο μόνος που δεν έχει τερματίσει όταν τον βάζει συνέχεια να παίζουν Οικογένεια και τη φίλη που πριν κοιμηθεί ψελλίζει "και εγώ σ΄αγαπώ Χλόη"και την παίρνει ο ύπνος με χαμόγελο, αυτούς λοιπόν τους έφερε να περάσουν όλη τη μέρα μαζί της/μας.
Φτιάξαμε το δέντρο, οι μικροί το τίγκαραν από τη μέση και κάτω γιατί μέχρι εκεί έφταναν, σ'ένα κλαδί επτά τεράστιες μπάλες και δίπλα ένα μικρό καμπανάκι, διαλύοντας όλους τους κανόνες στολίσματος που υπαγορεύουν όχι πολλά μαζί και τα πιο μικρά πάνω, μετά πήγαμε όλοι και αγοράσαμε δύο τούρτες για να υπάρχει και κάστανο και φράουλα στο σπίτι, ποτέ δεν ξέρεις, κάποιος μπορεί να πέσει κάτω με επιληπτικό σοκ και να πρέπει να του βρέξω με μους κάστανο τα χείλη, πήγαμε στο μαγαζί όπου γεμίσαμε ένα τραπέζι με πίτσες και γυρίσαμε πίσω με τα πόδια, τρέχοντας, με ένα καρότσι και ένα ψεύτικο μωρό με μεγάλα γαλάζια μάτια, έναν τεράστιο αρκούδο, σαπουνόφουσκες, μπουφάν, μπαλόνια με κορδέλες, όλα στα χέρια και τέσσερα παιδιά με ποδοβολητά.  Πώς κάνετε τέσσερα παιδιά χωρίς να είστε η Μαρί Σαντάλ (μην έχει και παραπάνω αυτή) ή η Βικτώρια Μπέκαμ, σοβαρά.
Μετά ήρθαν οι παππούδες, σβήσαμε τις δύο τούρτες με ένα γαλάζιο μαραμένο κεράκι, ένα ροζ και δύο μικρά ρεσώ γιατί δεν μπορούμε και να τα θυμόμαστε όλα σε αυτή τη ζωή, τραγουδήσαμε ελληνικά, ιταλικά, όχι κινέζικα και μετά υποτίθεται κάτσαμε να πιούμε κανα ποτήρι κρασί σαν άνθρωποι, δεν το καταφέραμε, μέχρι που έφυγαν όλοι και μπόρεσα να τη χώσω μες στην αγκαλιά μου και να της ψιθυρίσω ευχές και πόσο την αγαπάω.  Της τα είπα όλα για να με διαβεβαιώσει με την καθησυχαστική της φωνή ότι θα αργήσει να πεθάνει, θα είναι για πολλά πολλά χρόνια ακόμα εδώ, για να βουρκώσω λίγο περισσότερο.
Τεσσάρων χρονών η κόρη μου.  Δεν έχω κανένα μικρό παιδί πια.
Ξεκίνησα αυτό το blog με αφορμή την δεύτερη εγκυμοσύνη μου και με αιτία την επιθυμία μου να γράφω.  Από το μυαλό μου δεν πέρασαν ποτέ σχέδια για polished φωτογραφίσεις με μποέμ styling, αμοιβές από εταιρίες για προωθήσεις προϊόντων, σελίδα στο facebook με 129 χιλιάδες μέλη, αναγκαστικές πόζες με τεράστια χαμόγελα ή και άλλες γκριμάτσες, κολύμπι μέσα σε μία βαθιά θάλασσα κολακείας και αλληλοσυμπάθειας.  Για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς ακόμα πιο προσωπικούς, το blog δεν το φρόντισα ποτέ ιδιαίτερα.  Δεν έψαχνα στρατηγικά τις κατάλληλες ώρες για να ανεβάσω post όταν το "κοινό" θα είναι στο γραφείο, στο κρεβάτι ή στην τουαλέτα, δεν ασχολήθηκα καθόλου με το design αρκεί να μην ήταν μια παστέλ ζαλάδα, δεν ήμουν συνεπής και τακτική στις αναρτήσεις μου, αποδείχθηκα ανίκανη στο να διατηρώ με διάφορους μηχανισμούς αμείωτο το ενδιαφέρον των ανθρώπων που έμπαιναν, δεν έβαζα φωτογραφίες, δεν σχολίαζα χωρίς λόγο σε άλλες bloggers, δεν ακολούθησα τυπικά καμία -ούτε καν απλή- "χρυσή" συμβουλή επιτυχίας όπως θα ήταν ο τίτλος του slide στα workshops. Και όμως. Κατάφερε τον ένα και μοναδικό του στόχο. Να το διαβάζει κόσμος αρκετός, που αυξάνεται διαρκώς.
Είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό. Δεν ξέρω πώς έγινε, πραγματικά, αλλά είμαι πραγματικά χαρούμενη και περήφανη.  Από αυτό εδώ το blog-άκι κάποιοι συνειδητοποίησαν ότι μπορώ να γράψω - με εξαίρεση τους καθηγητές στο γυμνάσιο που διάβαζαν τις εκθέσεις μου στην τάξη και δεν θα το θυμούνται, τους συμμαθητές μου που εκείνη την ώρα ή άκουγαν ή κοιμόντουσαν και δεν θα το θυμούνται επίσης, τους γονείς, τους τρεις κολλητούς και τον σύζυγό μου, δεν το είχε διαπιστώσει κανένας άλλος - και μου έδωσαν μερικές ακόμα ευκαιρίες, όπως η Χρύσα στο Fashionism και η Μαρκέλλα Δήμου με σταθερή στήλη στο Τaλκ.  Με αυτά και με αυτά το blog-άκι φούντωνε, παραμένοντας ταυτόχρονα ερασιτεχνικό και άτσαλο και αφρόντιστο και όλοι έλεγαν ότι το κατευχαριστιόντουσαν. Φυσικά και παίζει να έλεγαν όλοι ψέμματα. Συνεχίζω σαν να μην.
Εκείνο το πρωί που μου έστειλε μήνυμα η Δέσποινα Τριβόλη στο κινητό το link με το πρώτο κείμενο της Arianna Huffington για την ελληνική έκδοση της Huffington Post, το πρώτο πράγμα που έκανα καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα την προτελευταία παράγραφο ήταν να ξαναμπώ στο blog μου και να το παρατηρήσω με σουφρωμένα φρύδια και μία παραπάνω έκπληξη.  Όταν στην εκδήλωση στο Μουσείο της Ακρόπολης η Arianna είχε να μου πει δυο λόγια πιο προσωπικά από τους υπόλοιπους, ήθελα να το έχω εκεί δίπλα και να του κάνω ένα δυνατό πατ πατ στην πλάτη.  Όταν στο τέλος ήταν αυτό το blog που ανέφερε στην συνέντευξη τύπου ήθελα να το ζουλήξω, να το ταρακουνήσω και να του ουρλιάξω μέσα στο αυτί: σοβαρά τώρα, εσύ;;;;
Ναι, αυτό. Ναι, εγώ.
Χωρίς να θέλω να πω τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από αυτό που γράφω και αδιαφορώντας σε αυτή τη φάση τί θεωρεί ο καθένας σημαντικό γενικά χωρίς ταυτόχρονη σκέψη για το πώς θα μειώσει την χαρά του άλλου, με τακτοποιημένους πλέον μέσα μου τους χαρακτηρισμούς κομπλεξάκι και φίλος που νοιάζεται, με άρνηση να δημιουργήσω εντυπώσεις ταπεινότητας ή ανεξάντλητου πανηγυρισμού και με διάθεση να μοιραστώ στο πιο προσωπικό μου μέσο τα χαρμόσυνα του μήνα που μας πέρασε, κάτι που αμελώ να κάνω γενικά, το λήγω εδώ.
Ήταν ένας πολύ όμορφος Νοέμβριος και ας μην έγραψα ούτε μία ανάρτηση.
Πρώτα από όλα και πριν από όλα γιατί στην εκπνοή του η κόρη μου έγινε τεσσάρων χρονών και όσο γλυκανάλατο και μονοδιάστατο κι αν φαίνεται σε μερικούς αυτό (κλείστε παρακαλώ την πόρτα φεύγοντας, ανάρρωσα πρόσφατα από πνευμονιά), για εμένα είναι ένα τεράστιο, υπέροχο θέμα που εκτός των προφανέστατων λόγων, συμπαρέσυρε μαζί του και όλο το υπόλοιπο.
Και αισθάνομαι πολύ καλά με αυτό γαμώτο.  Hell yeah.







31.10.14

Και κάπως έτσι, η ζωή τελειώνει.

Το πρώτο ξυπνητήρι χτυπάει 06.40'.
'Eξι και σαράντα ε, λέω μήπως δεν το διαβάσατε καλά. Έξι και σαράντα περίπου χτυπούσε πριν από 154 χρόνια που πήγαινα σχολείο ή στις λίγες περιπτώσεις που είχα να προλάβω κανα αεροπλάνο και δεν έπαιζε πτήση μια ανθρώπινη, φυσιολογική ώρα. 'Η αν είχα γεννήσει με ραντεβού, περίπου εκείνη την ώρα θα χτυπούσε. Τέλος πάντων, σε μεγάλα γεγονότα.
Σνουζ.
Έξι και πενήντα σηκώνομαι για να το χωνέψω, να πάω τουαλέτα, να ανοίξω κανένα παράθυρο, να σκεφτώ τί να πάρει μαζί του ο μικρός για φαγητό. Πέντε λεπτά αργότερα τον ξυπνάω, σηκώνεται σχετικά εύκολα, και ξεκινάμε τις ετοιμασίες για το σχολείο.
Δεν μου τα είχατε πει αυτά παιδιά.
Καθόμασταν και συζητούσαμε στα blogs, στις βεράντες, στα chat και στα καλοκαιρινά τα μπαρ για το πώς θα είναι η πρώτη δημοτικού, ποια είναι τα σημαντικά πράγματα που πρέπει να προσέξεις σε ένα σχολείο, τί θα γίνει με τις εξωσχολικές δραστηριότητες, αν είναι καλύτερο το δημόσιο από το ιδιωτικό, και ουσιαστικά δεν είπαμε το σημαντικότερο.
'Οτι το παιδί ξεκινάει μια καινούργια ζωή στο δημοτικό, και Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ.
Ναι, ναι, μην χαμογελάτε οι experts της μητρότητας, ή τα running freaks, ή οι υπερτυχερές με inhouse βοήθεια, μιλάμε ότι την έχω ακούσει στέρεο, η μέρα μου μού φαίνεται τεράστια και διπλά κουραστική και είμαι στα όρια της παραφροσύνης να ξεκινήσω πανελλαδικό κίνημα για να αρχίζει το σχολείο μία ώρα αργότερα- γιατί από το μαύρο χάραμα δηλαδή, γιατί; Σκεφθείτε το, θα γύριζαν και μία ώρα αργότερα, όλους θα σας βόλευε μια χαρά, όποτε είναι μου λέτε και το πάμε.
Λοιπόν, η μέρα μου εδώ και δύο μήνες ξεκινάει στις έξι και σαράντα και μέχρι τις οκτώ το βράδυ περίπου είμαι εκτός σπιτιού. Αυτό οδηγεί σε έναν αναπόφευκτο τρόπο ζωής, που, εχμ, τελειώνει (η ζωή.)
Γυρίζοντας, αν είναι λίγο νωρίτερα στην καλύτερη των περιπτώσεων, ασχολούμαι φυσικά μόνο με τα δύο παιδιά που έχουν να μου πουν νέα, να μου δείξουν ζωγραφιές, που με τραβάνε να τους διαβάσω, να παίξουμε, να φάμε μαζί, ιδανικά νομίζω θα ήθελαν να με κόψουν μικρά κομματάκια και να με μασουλήσουν, τραγανιστή.  Αν είναι λίγο αργότερα, τα πετυχαίνω οριακά στην ώρα του ύπνου οπότε η μόνη κίνηση που κάνω είναι να πετάξω παπούτσια και να πιάσω μαλλιά, τώρα που κρύωσε ο καιρός να βάλω και μια μακριά ζακέτα "σπιτιού" έτσι για τη λαουντζιά του θέματος και να κάτσω πλάι τους με τραγούδια και παραμύθια μέχρι να κοιμηθούν.
Και στις δύο περιπτώσεις αφού έχω πιεί ένα καφέ το πρωί το έχω πάρει πολύ αισιόδοξα, εγώ δεν ήμουν έτσι, δεν θα με πάρει από κάτω, είναι πολύ νωρίς για σύνταξη και κουβερτάκι. Και έχω ανταλλάξει μηνύματα, έχω σχεδόν κανονίσει εξόδους, έχω τσεκάρει κριτικές ταινιών στο internet και έχω υποσχεθεί βέβαια στον εαυτό μου ότι όχι κοπελιά, δεν θα λιώσεις στον καναπέ πάλι σήμερα.
Και κάθε μέρα, κάθε βράδυ, μόνο ακυρώνω. Την ώρα που μπαίνω στο σπίτι, τη στιγμή εκείνη που χαμηλώνω τα φώτα και αποφορτίζομαι από όλη την τρέλα, η μόνη δύναμη που ψάχνω να βρω είναι για να βάλω βραδινή κρέμα και να πλύνω τα δόντια μου. Στα μεγάλα κέφια κάθομαι με τον Dario όταν δεν δουλεύει και βλέπουμε σειρές - αυτό είναι στρατηγική επιλογή φυσικά γιατί μετά από 45 λεπτά που τελειώνει το επεισόδιο μπορείς να την κάνεις σιγά σιγά προς το υπνοδωμάτιο χωρίς τύψεις. 'Οταν βάζουμε ταινία παθαίνω εκείνη τη γελοιότητα που βαραίνουν τα βλέφαρα και μάταια προσπαθείς να τα σηκώσεις σαν με γερανό και ο άλλος σε κοιτάει με οίκτο, μα καλά κοιμάσαι; και εσύ πετάγεσαι, όχι όχι, βλέπω, και συνεχίζει ο σαδιστής σύζυγος, α ναι και για πες τί έγινε και εσύ διηγείσαι μια σκηνή από το κεφάλι σου επειδή εκείνη την ώρα είδες μια λέξη κλειδί και η ρόμπα η ξεκούμπωτη σε τυλίγει βέβαια σαν τη μούμια στο χαλοουίν (δεν πιστεύω να μην γιορτάζετε χαλοουίν μη γίνει της πουτάνας εδώ μέσα.)
Δεν τα είπαμε αυτά παιδιά, αλλά εγώ είμαι εδώ για εσάς, τους μελλοντικούς γονιούς των παιδιών του δημοτικού. Αν είστε λίγο στη φάση τη δική μου, όχι τόσο hyper active γενικά και με δουλειές που δεν τελειώνουν νωρίς, προετοιμαστείτε για το τέλος της ζωής όπως την ξέρατε. Προετοιμαστείτε για να πίνετε δύο μπίρες στα μεγάλα κέφια καπάκι μετά το γραφείο, να διαλέγετε την πιο νωρίς παράσταση από τη μεταμεσονύκτια που παραδοσιακά είναι πιο και γαμώ και να μεταφράζετε στο μυαλό σας την Παρασκευή ως την ημέρα "που βγαίνει η κούραση όλης της εβδομάδας" - τί μαλακία κλισεδούρα έκφραση, εγώ την Παρασκευή την ήξερα ως την ημέρα των μεγάλων εξόδων, έβγαινες ρετάλι αμέσως μετά τη δουλειά και λόγω κούρασης έλιωνες εύκολα, στα δυόμιση ποτά και μετά τραλαλα όλα ήταν όμορφα.
Αλλά όχι, τώρα που το παιδί σας πάει α' δημοτικού και η ζωή σας τελειώνει, η Παρασκευή είναι η μέρα που κοιμάσαι από τις εννιά μαζί με τα παιδιά. Η Χαμένη Μέρα, δηλαδή. Χαμένη, μαζί με 'σενα.
Χαχ, νομίζετε ότι είμαι υπερβολική. Μπορεί και να είμαι. Μπορεί και να συνηθίσω τελικά και να γυρίσω απρόβλεπτα να σας κεράσω σφηνάκι σε κάποια μπάρα σε ένα εξάμηνο. Μαζί με το σφηνάκι θα σας αναλύσω και μήπως να το παίρναμε αλλιώς, μήπως ρε παιδί μου ήταν καλύτερα να γεννούσαμε στα είκοσι έτσι όπως μας προτείνει η βιολογία, να τραβολογούσαμε παντού το παιδί ή να το παρατούσαμε από εδώ κι από εκεί (νταξ μωρέ, στο περίπου) με άγνοια κινδύνου και κοντά στα mid 30s να μην είχαμε κανένα τέτοιο ζόρι - άσε που επειδή θα είμαστε πολύ κουλ φυσικά εννοείται θα βγαίναμε και με το παιδί και τους φίλους του. Σκεφθείτε το.
Πάντως όταν το παιδί ξεκινάει το δημοτικό, η ζωή όπως την ξέρατε μέχρι τώρα, έστω για λίγο, έστω για όσο, τελειώνει.
Και ο εαυτός σας, πιο αποφασιστικά από ποτέ, μεγαλώνει.







7.10.14

Αλεγκρ(ί)α


Πριν από μερικές μέρες έφερα στο σπίτι ένα πολύ μικρό κατάμαυρο γατάκι.
Δεν είχα ποτέ κατάμαυρο γατάκι, ούτε είχε τύχει να φροντίζω μαύρη γάτα, οπότε όταν μου είπαν τα παιδιά - ο W. το είδε και στον ύπνο του λέει - ότι θα ήθελαν το καινούργιο γατάκι να είναι μαύρο, είπα να έχω αυτό ως το μοναδικό κριτήριο. Α ναι, και να είναι οπωσδήποτε αδεσποτάκι, ιδανικά θα ήθελα να το βρω να κλαίει τρομαγμένο και απαρηγόρητο στην νησίδα στη μέση της Κηφισίας και εγώ να γινόμουν με αυτοθυσία ο Σωτήρας - αυτό το τελευταίο δεν μου έκατσε. Καλά, προτιμούσα και γάτο με μεγάλο κεφάλι και λιονταρίσια φάτσα γιατί γενικά είναι πιο όμορφοι και αρχοντικοί. Ούτε αυτό μου έκατσε βέβαια.
Παρότι δεν υπήρχε κανένας χρονικός ή άλλος περιορισμός και ενώ έλεγα ότι θα το ψάξω να βρω μια μούρη να μου κάνει κλικ ή καμία ψυχοπονιάρικη, άθλια σιτουασιόν, το γατάκι τελικά δεν το διάλεξα. Συναντήθηκα με την κυρία που το περιμάζεψε στο Ολυμπιακό στάδιο, πήρα ένα πολύ μικρό τυχαίο κατάμαυρο γατάκι μέσα σε ένα κουτί μεταφοράς, που λίγο έκλαιγε λίγο έπαιζε με το παλιό φουλάρι της κυρίας στο κουτί, και το πήγα σπίτι.  Χωρίς να το έχω δει καν, ήταν βράδυ, ήταν μαύρο και παρόλο που άναβα το φως πάνω από τον καθρέφτη, μέσα στο κουτί μπορούσα να διακρίνω μόνο μια στρογγυλή μουτζούρα.
Στη διαδρομή δεν έβαλα μουσική για να μη φοβηθεί. Σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες της Λούνας και ένιωθα μόνο τύψεις, καθόλου αγάπη για το μωρό στο κουτί, παρά μόνο τύψεις που τώρα ξέρω περισσότερα, που θα είμαι καλύτερη, που έχω εξηγήσει στα παιδιά σωστότερα, που θα πηγαίνω στο γιατρό συχνότερα.
'Οταν έφτασα σπίτι έτυχε και πάρκαρα στην ίδια ακριβώς θέση, μπροστά από την πολυκατοικία, όπως εκείνη τη Δευτέρα.  Έχω αρκετές φορές υπάρξει τυχερή και έχω βρει αυτή την ίδια θέση, αλλά δεν μου χτύπησε καμπανάκι ποτέ πριν.  Σχεδόν πέταξα το κουτί - που είναι κλουβί μάλλον μεταφοράς, αλλά μου τη δίνει να το λέω κλουβί - στο πεζοδρόμιο. Εκείνη τη Δευτέρα είχα γυρίσει σπίτι βράδυ με ένα παρόμοιο κουτί και την γριά γάτα μου μέσα, πεθαμένη, είκοσι φορές πιο βαριά.  Αυτό το πούπουλο όλο ζωή εκεί μέσα, με το σπασμένο μωρουδίστικό του κλάμα, με ενόχλησε.  Γιατί ήταν αυτό και δεν ήταν η γάτα μου.
Στο σπίτι βέβαια έγινε πάρτυ.  Τα παιδιά έχασαν το μυαλό τους κανονικά, ξεκίνησαν το ζούληγμα, το κυνηγητό, τα τραγούδια, το αράδιασμα ονομάτων (με χειρότερο όταν η μικρή πέταξε ΝΑ ΤΗΝ ΠΟΥΜΕ ΝΤΟΡΑ), τις αγκαλιές, τα χοροπηδητά, τους ρόλους.  Ο γιος μου έκανε κατασκευές και έβαζε την γάτα να τις δοκιμάζει - ένα τούνελ από χαρτόνι, μια τσουλήθρα με μαξιλάρια και η κόρη μου το έπαιζε μαμά, το σκέπαζε, το νανούριζε, το χτένιζε.
Έκρηξη ευτυχίας.
Και όσο και αν συνέκρινα στην αρχή αυτό το μικρό πλάσμα με την υπέροχη γάτα του παρελθόντος, και όσο και αν έλεγα ότι αυτές οι τύψεις δεν θα με εγκαταλείψουν ποτέ - μέχρι και γιατί του ψώνισα τόσα πράγματα ενώ εκείνη είχε λιγότερα, με πήρε και εμένα το ωστικό κύμα και άρχισα να αγαπώ το κατράμι γατάκι λίγο. Και κάθε μέρα λίγο περισσότερο. 
Για να φτάσω να σκεφτώ τελικά ότι φυσικά μπορείς να αγαπάς κάτι και όταν αυτό πεθάνει.
Και φυσικά μπορείς να το αντικαταστήσεις με κάποιον τρόπο στη ζωή σου, με όποιον τρόπο σε πληγώνει απαλότερα, πολλαπλασιάζοντας αγάπη και φροντίδα, χωρίς όμως ποτέ να το αντικαθιστάς και στο μυαλό σου.

Στον έρωτα όμως δεν πρέπει να πηγαίνει έτσι, γιατί ως πότε να αγαπάς κάτι που πέθανε, ως πότε να κρατάς στο μυαλό σου θέσεις. Εκεί, τις σκοτώνεις τις γάτες όταν γεράσουν. 

Για μία φίλη. Τα φιλιά μου.

πι.ες: Το γατόνι το είπαμε τελικά Αλέγκρα, όπως κέφι χορός μπρίο δηλαδή.


3.9.14

Προεμμηνορροϊκό σύνδρομο, το γνωστό.


Είναι μάλλον επειδή περιμένω περίοδο, ζεσταίνομαι υπερβολικά τα βράδια, έχω κράμπες στους μηρούς και περιμένω στη γωνία το πρώτο ανυποψίαστο θύμα που θα μου φέρει αντίρρηση ή θα κορνάρει μόλις ανάψει το πράσινο. Για να του ουρλιάξω φυσικά.
Γενικά προσπαθώ να μη φωνάζω, ούτε εκείνο το κρίσιμο λεπτό που ο σφυγμός χτυπάει σαν τρελός στους κροτάφους μου, το όποιο επιχείρημα ορθώνεται απέναντί μου κρατάει ταμπέλα "είμαι μια αδιανόητη παπαριά" και το σώμα μου αδειάζει από συναίσθημα γιατί γεμίζει από θυμό και δεν μας χωράει όλους. Γενικά δεν τα καταφέρνω πάντα και έτσι είμαι μάλλον εγώ, όπως αντίστοιχα κάτι άλλοι άνθρωποι μπορούν να κοιτάξουν με το βλέμμα του βοδιού το συνάδελφο στη δουλειά που θα προσβάλλει τη νοημοσύνη τους χωρίς δεύτερη σκέψη και αυτό όχι επειδή δεν το έπιασαν αλλά επειδή δεν θέλουν να ασχοληθούν. Σε φάσεις που τους θαυμάζω αυτούς.
Αλλά, όχι, Ο.Χ.Ι, το pms δεν είναι μύθος. Αντίστοιχα μπορεί να σου πει κάποιος ότι δεν είναι και δικαιολογία αλλά δεν μπορεί,θα είναι. Είμαστε σίγουρες πλέον ότι είναι οπότε μην αντιτίθεστε και σε αυτό. Τουλάχιστον έτσι είπα εγώ στον εαυτό μου όταν έγινε ΤΟ περιστατικό.
Βρίσκομαι στην κουζίνα της μαμάς μου που έχει φτιάξει το καλύτερο παστίτσιο όλων των εποχών. 'Εξω η ζέστη μου φαίνεται αφόρητη, η κοιλιά μου είναι πρησμένη για τους λόγους που είπαμε πριν καν φάω την πρώτη μπουκιά και έχω πάει με τα παιδιά στο σπίτι των παππούδων για βόλτα γιατί πρώτον βαριούνται, δεύτερον βαριέμαι και τρίτον θα φάω το καλύτερο παστίτσιο όλων των εποχών - πάμε άλλη μία με χειροκρότημα.  Έχουμε κάτσει, όλοι οι υπόλοιποι χαρωποί, εγώ με μούτρα χωρίς λόγο και με εκνευρισμό φυσικά, και ο γιος μου με διάθεση να βοηθήσει στο σερβίρισμα αρπάζει από το συρτάρι δύο τεράστιες ασημένιες κουτάλες από τη συλλογή που διατηρεί η μαμά μου, γνωστή αλλιώς και ως η εθισμένη-στα-ακριβά-σερβίτσια-που-δεν-έχουμε-τί-να-τα-κάνουμε. Και επειδή δεν έχουμε τί να τα κάνουμε άλλωστε, αρχίζει και κοπανάει τις κουτάλες με τη μανία του Πάνα σε διονυσιακό όργιο ενώ με κοιτάει με σαρδόνιο χαμόγελο. 'Η έτσι τουλάχιστον νομίζω εγώ.
Πιάνω το κεφάλι μου. Νομίζω ότι ένα σφυρί έχει βυθιστεί στο κρανίο μου αριστερά και πολτοποιεί νεύρα και μυαλά ενώ από πίσω περιμένει να μπει ένα τρυπάνι. Μιλάω χαμηλά μάλλον γιατί ακόμα και ο ήχος της φωνής μου μού προκαλεί δυσφορία.
- Βάλτερ. Σταμάτα.
Ο μικρός Πάνας με γράφει, εννοείται. Η γιαγιά του το επαναλαμβάνει λιγότερο αποφασιστικά, κολλάει και ένα "αγοράκι μου" δίπλα, ο θόρυβος συνεχίζεται απειλητικός.
- Σταμάτα σε παρακαλώ, με πονάει το κεφάλι μου.
Ο τόνος μου ανεβαίνει.
- Δεν είναι δικές σου οι κουτάλες, ούτε δικό σου το σπίτι για να μου πεις τί θα κάνω, μου απαντάει εκείνος με μία αμφίβολη σιγουριά, ξέρει ότι περπατάει σε τεντωμένο σκοινί αλλά θέλει να με ρίξει πριν σκάσει πάνω μου σαν το καρπούζι.
Σηκώνομαι και πηγαίνω κοντά του. Μου κοπανάει τις κουτάλες μες στα μούτρα, μου φαίνεται πιο θρασύς και από το τελευταίο κακομαθημένο κωλόπαιδο, ένα μικρό τέρας που θέλει επίμονα να με γονατίσει, να με τρελάνει, να με εξευτελίσει.
- Σταμάτα σου είπα!
Φωνάζω.  Game over.  Το ξέρω ότι έχω χάσει.
Βάζει τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια και φυσάει φτύνοντας σάλια, μια φρικτή συνήθεια που απέκτησε, ανέπτυξε και τελικά άφησε πίσω του υποτίθεται κατά τη διάρκεια του νηπιαγωγείου όταν του εξήγησα επανειλημμένα και ήρεμα πόσο άσχημο και περιφρονητικό είναι αυτό για το συνομιλητή του.
Με περιφρονεί, να, αυτό κάνει, εμένα που έχω δώσει τα πάντα, που τον αγαπώ τόσο, που με πονάει η μέση, η κοιλιά και το κεφάλι μου γιατί θα αδιαθετήσω, που μισώ τη ζέστη και το ξέρει, που είμαι η μανούλα του που τραγουδάει τσιρίζοντας στο αυτοκίνητο για να τον κάνει να γελάει, που θέλω να του δώσω μία και να του ανοίξω το κεφάλι στα τέσσερα.
Και του δίνω. 'Οχι τέτοια, μία προφανώς πιο ελαφριά αλλά αρκετά προσβλητική στο στόμα για να βάλει τη γλώσσα μέσα, για να σταματήσει να κάνει αυτή την αηδία που σιχαίνομαι, γιατί δεν έχω διάθεση να του ξαναεξηγήσω.  Γιατί έχω ξεχάσει την ηρεμία μου σε άλλο όροφο.
Το δυστύχημα είναι ότι φοράω δύο δαχτυλίδια. Το οποίο είναι περίεργο, γιατί γενικά δεν φοράω σχεδόν ποτέ δύο δαχτυλίδια, και αν συμβεί αυτό αυτά δεν είναι ποτέ χοντροκομμένα και φθηνά.  Αλλά φοράω δύο χοντροκομμένα, φθηνά δαχτυλίδια που το ένα από πίσω έχει μία εξοχή από αυτές τις αόρατες που σου καταστρέφουν συνέχεια τα πουλόβερ, αλλά εγώ δεν το ξέρω ή δεν το θυμάμαι, γιατί δεν φοράω καθόλου συχνά αυτό το μαλακισμένο δαχτυλίδι. Και του σκίζω το χείλος.
Η πρώτη μαχαιριά έρχεται από τα βλέμματα των γονιών μου. Ο μπαμπάς μου νομίζω ψελλίζει κιόλας, μα είσαι καλά, τί έκανες, και η δεύτερη από την κόρη μου που γυρνάει στο πιάτο της και αρχίζει να τρώει το παστίτσιο αμίλητη λες και είναι το τελευταίο μας γεύμα. Να κάνει σαν να μην έγινε τίποτα, "to make it go away". Θλιβερό.
Πριν εξαφανιστεί στο δωμάτιο μέσα, και τελικά φάει εκεί, ο γιος μου με αποτελειώνει.
Με μάτια βουρκωμένα, χέρια που τρέμουν και φλέβες που τινάζονται στον λαιμό, με κοιτάει με κάτι σαν απαξίωση, δυστυχία και ανεξέλεγκτο θυμό για να μου πει την ατάκα που έγραψε μέσα μου για πάντα.  Τουλάχιστον έτσι νομίζω τώρα, ότι είναι για πάντα.
"Αν δεν υπήρχες εσύ, όλα θα ήταν καλύτερα. Να φύγεις από το σπίτι μας και να μην ξαναγυρίσεις".
Δεν ξέρω τί από όλα βίωσα με μεγαλύτερη δυσκολία, τί από όλα με γέμισε περισσότερες ενοχές. 'Οτι τον χτύπησα, ότι είχε μέσα του τόσο συσσωρευμένο θυμό, ότι ξεστόμισε τόσο σκληρά λόγια, ότι για άλλη μια φορά ήμουν ανεπαρκής και δεν τα κατάφερα, ότι αν κοντραριζόμαστε έτσι τώρα πώς θα καταλήξουμε σε μερικά χρόνια;
Δεν έφαγα ούτε μία μπουκιά από το καλύτερο παστίτσιο του κόσμου.  Η κόρη μου προσπάθησε δυο τρεις φορές να με διασκεδάσει, η μαμά μου να σταματήσει να με κοιτάει με αποδοκιμασία, ο μπαμπάς μου με τρόμο. Έβγαλα το δαχτυλίδι και το πέταξα και αποφάσισα εκείνη τη στιγμή, εκείνη την ώρα, ότι είμαι η χειρότερη μαμά του κόσμου.  Και άρα, για αυτό εκείνος γίνεται έτσι.  'Οπως και να το δεις, φταίω εγώ.
Εντάξει μπορεί να το βίωσα λίγο βαριά, και μπορεί αν δεν είχε γίνει το ατύχημα με το δαχτυλίδι και ο γιος μου δεν το έπαιζε και λίγο drama queen βγάζοντας πιο σπαρακτικές κραυγές και από ζώο στο σφαγείο, το impact πάνω μου να μην ήταν το ίδιο.
Είναι καλό πάντως που ήταν αυτό, γιατί ακόμα και αν δεν έχω βρει απόλυτα τον τρόπο να διαχειριστώ εκείνο το κρίσιμο λεπτό που όλο το σύμπαν έχει συνωμοτήσει εναντίον μου και η μόνη λύση είναι να τρέξω επιτόπου σε κανένα λιβάδι με μπάφο στο χέρι και σανδάλια μέχρι το επόμενο πρωί -άρα, καμία λύση πιθανή στον ορίζοντα- έχω βρει τη δύναμη να το παλεύω. Είμαι τόσο απρόβλεπτη σε αυτά που όλες μου ο φίλες με κοιτάνε χαμογελώντας ενώ στο μπολ έχει δημιουργηθεί μία ρευστή μύξα με απροσδιόριστο χρώμα από αμφίβολα υλικά η οποία έχει καταλήξει με παφλασμό στο πάτωμα πιτσιλίζοντας ό,τι βρίσκεται εκεί γύρω και μου λένε, είναι φοβερό είσαι τόσο ήρεμη με τα παιδιά, μπράβο, και είναι και κάποιες περιπτώσεις, ευτυχώς ελάχιστες, που φέρομαι σαν καμία καταπιεσμένη ανέραστη με χίλια προβλήματα φορτωμένα στην πλάτη της και δυσοίωνο οικογενειακό παρελθόν.
Ή μπορεί να μη χρειάζεται καν να κάθομαι να σκέφτομαι και να γράφω για αυτά. Μπορεί να έπρεπε να ξαναπώ τί υπέροχα περάσαμε το καλοκαίρι και τί έξυπνα παιδιά έχω, πόσο σπουδαίο είναι να περνάς μαζί τους χρόνο και να τα μαθαίνεις να μη φοβούνται τις βουτιές από τα βράχια, πόσο θες κάθε Σεπτέμβρη να ξέρουν και να θυμούνται τί φανταστικά καλοκαίρια ζήσατε μαζί και να μην αμφισβητούν την εικόνα της τέλειας μαμάς με τα αλμυρά μαλλιά και τα χαζά χορευτικά στην άμμο, ούτε για ένα λεπτό.
Μπορεί να έπρεπε να γράψω όλα αυτά, να έχω ποστάρει και μία τιρκουάζ φωτογραφία και να τελείωνε το θέμα.
Γιατί απλά, μπορεί να έφταιγε το pms. Πόσο κουτή δικαιολογία.





14.7.14

Μπουστάρισμα.

Λίγο σλόου η κατάσταση τελευταία σε αυτό εδώ το μπλογκ, έτσι είναι όταν λείπουν τα παιδιά, πλακώνεσαι στις εξόδους με φίλους, στις σειρές και στα βιβλία, στο κυριακάτικο χάζεμα στο κρεβάτι και δεν έχεις καινούργιες ζωγραφιές, αγκαλιές, ούτε καινούργια μυαλά για να γράψεις κάτι, κάπως σαν ο χρόνος να παγώνει ή μάλλον σαν να τον καταλαβαίνεις πιο ξέφρενα όταν τα κυνηγάει και εκείνος μαζί σου. Αλλά το σπίτι είναι τακτοποιημένο. Και δεν βάζουμε και πολλά πλυντήρια.
Με αυτή την άνεση του τύπου παιδιά όποτε θέλετε κρασί, καφέ, κοκτέιλ, γκομενική ανάλυση, εγώ είμαι εδώ για εσάς με ώρες για φάγωμα και βενζίνη στο ρεζερβουάρ, συνάντησα προχθές μια πολύ καλή μου φίλη και μαμά δις, ζαλισμένη από τα πήγαινελα στους γιατρούς γιατί όταν έχεις δύο παιδιά και νομίζεις ότι τα έχεις κάνει όλα και μπορείς επιτέλους να χαθείς σε κανα νησί, α τότε βγαίνουν κι άλλα και δεν μπορείς να χαθείς πουθενά αν δεν τελειώσεις με τις γαμωεξετάσεις. Η αλήθεια είναι, αυτή δεν είναι η περίπτωση της φίλης μου που είναι τυπική, ότι περιμένεις και λίγο πριν κλείσεις τα εισιτήρια του πλοίου να κλείσεις και κάτι ξεχασμένα τσεκ απ οπότε καλά να πάθεις. Αυτή είναι η περίπτωση η δική μου.
Η φίλη λοιπόν, από τότε που ο γιος ήταν 18 μηνών τραβιέται με αναπτυξιολόγους γιατί τότε διαπιστώθηκε από την παιδίατρο ότι το μωρό δεν μεγάλωνε ικανοποιητικά. Η φίλη είναι συνεπής στα ραντεβού της και στις εξετάσεις, ακούει και προσπαθεί να συντονιστεί με ό,τι της λένε για διατροφή, για ώρες ύπνου, για αθλήματα - βέβαια αν έχεις και λίγο εμπειρία από παιδιά καταλαβαίνεις ότι όλο αυτό είναι υπερδύσκολο, το γάλα, το κολύμπι, ο ύπνος από τις 20.30' το αργότερο, οι διατάσεις, όλα αυτά μαζί, αλλά κάνεις το καλύτερό σου για να αποφύγεις τη φαρμακευτική θεραπεία με αυξητική ορμόνη ή για να κερδίσεις ακόμα περισσότερο από το αποτέλεσμα που θα είχαν οι ενέσεις από μόνες τους.  Τέλος πάντων, εγώ προφανώς και δεν είμαι γιατρός απλά έχει τύχει να διαβάσω 2-3 άρθρα για αυτή τη θεραπεία στο Παίδων και σε άλλα τρία νοσοκομεία στην Ελλάδα αν δεν κάνω λάθος, αλλά ήθελα να καταλάβω αν η έλλειψη της ορμόνης δημιουργεί στο παιδί και άλλου τύπου παθολογικά ή ιατρικά προβλήματα ή αν ουσιαστικά αντιμετωπίζει το "πρόβλημα" του "είναι κοντός". Από ότι μου είπε η φίλη μου, αφορά ίσως και στην αδυναμία κατασκευής ισχυρών οστών - δεν ξέρω ακριβώς σε τί μεταφράζεται αυτό πρακτικά, ίσως σε περισσότερα σπασίματα ή και πόνους σε μεγαλύτερες ηλικίες; - αλλά περισσότερο στο τελευταίο και μάλιστα, με τη φράση "είναι κοντός" να προσδιορίζει πλέον όταν αναφερόμαστε στην καινούργια γενιά Ελλήνων, κάποιον που είναι λίγο πιο κάτω ή μέχρι το 1,75, καμία σχέση με Tyrion Lannister δηλαδή. Και πριν βιαστείτε να πείτε α, υπερβολή - εγώ δηλαδή αυτό είπα και δικαιούμαι βέβαια κάπως, καθώς έχω έναν όχι ψηλό σύζυγο και ένα γιο που αναμένεται να ξεπεράσει λίγο τον μπαμπά του και άρα ταυτόχρονη παντελή αναισθησία σε τέτοια ζητήματα που τίποτα δεν έχουν αφαιρέσει από την γαματοσύνη των δυο τους - σκεφθείτε λίγο θέματα που ίσως έχετε αντιμετωπίσει εσείς σαν παιδιά, στην περίπτωση που δεν ήσασταν ο λεγόμενος χρυσός μέσος όρος.
Στραβές μύτες, μεγάλα στήθη, παχυσαρκία, σπυράκια, τρίχες στα πόδια, ήταν μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά που απέκλιναν από την ομοιομορφία και προκαλούσαν σχόλια. Για κάποιους αυτά τα σχόλια έσκαγαν σαν τη βροχή στο ποτάμι, κυλούσε αυτό και τα έπαιρνε μαζί τους, για κάποιους άλλους αποτελούσαν καθοριστικούς παράγοντες της συμπεριφοράς τους, με μόνιμο άγχος να διορθωθούν με όποιο τρόπο το συντομότερο δυνατό και να φέρουν ανακούφιση και απαλλαγή από τα κόμπλεξ του κοντού, της χοντρής, του σπυριάρη, της μυτόγκας.
Φυσικά όλοι γουστάρουμε τους ανθρώπους με την ισχυρή αυτοπεποίθηση, εκείνους που ειλικρινά περνάνε καλά με τον εαυτό τους και κολυμπάνε στο ποτάμι με τα "ελαττώματά" τους αγκαλιά γιατί έχουν παράλληλα κοφτερό μυαλό, αίσθηση του χιούμορ, μεγάλο χαμόγελο και ωραία μάτια εκπαιδεύοντάς μας όλους ανεπαίσθητα να βλέπουμε μόνο αυτά, πόσο υπέροχοι, αλλά ποιος δικαιούται και να κατακρίνει εκείνους που για όλους τους πιθανά λάθος λόγους πάλεψαν σε μια προεφηβεία ή και πιο μετά να κλείσουν τα αυτιά τους και φρόντισαν να προσεγγίσουν όλους τους αυστηρούς κριτές, τους ίδιους μάλλον πρώτα, μετά από συνταγογραφήσεις, διορθωτικές επεμβάσεις και εξαντλητικές δίαιτες.
Χμ, για κάτσε όμως λίγο, αφού όλοι λοιπόν γουστάρουμε εκείνους τους αληθινά ακομπλεξάριστους, χωρίς να αναφέρομαι σε ακραίες παθολογικές καταστάσεις, τους εμφανέστατα ατελείς, τους άνετους, ίσως θα έπρεπε να στρέψουμε όλη μας την ενέργεια στην επίτευξη αυτού του στόχου. 'Ισως η ευλάβεια στην αντιμετώπιση των διαδικασιών, ο υπέρμετρος σεβασμός στις εξετάσεις, η αγωνία για το τικάρισμα στις καμπύλες των αναπτυξιολόγων να αποδειχθούν μεγαλύτερο φορτίο για το παιδί που μεγαλώνει και αυτοπροσδιορίζεται μέσα από τις επισκέψεις στους γιατρούς από τους 4 πόντους που πιθανότατα θα χάσει αν η προσπάθεια επικεντρωθεί στο να αγαπάει τα γήπεδα με παρκέ, την παρμεζάνα στο μεσημεριανό φαγητό και τον ύπνο νωρίς τα βράδια.
Και ενώ μπήκα για πολύ λίγο σε σκέψεις γιατί σκέφτηκα τον W. σε περίπτωση που περνάει έτσι για την ιατρική ματιά από το γραφείο της αναπτυξιολόγου και εκείνη σουφρώσει τα χείλια της, σε μερικά χρόνια να μπλέξει σε έναν καυγά και κάποιος ίσως να του φωνάξει "τί να μας πεις κι εσύ ρε τάπα", και εκείνος γυρίσει να μου πει "μαμά αφού το ήξερες, σου το είχε πει η γιατρός, γιατί δεν έκανες κάτι;" ε αυτό που έκανα ήταν να αλλάξω πλάνα. 
Προτίμησα να σκεφτώ τον W. σε μερικά χρόνια να είναι ερωτευμένος και να ζωγραφίζει με μουσικές στο δωμάτιό του, να έχει φίλους που τον αναζητούν και δεν τον αφήνουν να μείνει μέσα τα Σάββατα, να κάνει την αδελφή του να ξεκαρδίζεται με τα δικά τους τα αστεία, να λάμπουν τα μάτια του όταν μας διηγείται τις ιστορίες του τα βράδια, να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να τον ταλαιπωρεί μόνο εκείνη η τούφα που πετάει στα αριστερά - έλα ρε μαμά που δεν την βλέπεις, σιγά που είμαι κούκλος, μα είναι μαλλί τώρα αυτό.  Εξιδανίκευση θα μου πείτε και μπορεί να έχετε και δίκιο, αλλά να, δεν μπορώ να τα προλάβω όλα δηλώνω αδυναμία.
Δηλώνω και λίγο χαζοχαρούμενη βέβαια, ο καθένας άλλωστε (δεν) ονειρεύεται ό,τι σκατά θέλει για το μέλλον του παιδιού του, ελπίζοντας μόνο όταν του στρώσει η τούφα εκεί μπροστά στον καθρέφτη, όταν θα έχουμε συζητήσει άλλα χίλια - γιατί θα συζητάμε βέβαια, θα έχουμε και αυτή τη σχέση - να γυρίσει και να μου πει λίγο πριν φύγει για τη συναυλία, α δεν σου είπα, σήμερα ένας στο σχολείο με είπε κοντό, καλός μαλάκας.


16.6.14

Τελευταίο κλικ.

φεύγουμε ρε, καληνύχτα :)
 

























Βρίσκομαι πολύ κοντά του με τα μάτια καρφωμένα πάνω του, πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου δέκα λεπτά νωρίτερα για να τα καταφέρω - οι καλοκαιρινές γιορτές εδώ γίνονται στην αυλή του σχολείου και έτσι περιμέναμε με ανυπομονησία να τελειώσει η μπόρα, άλλοι οκλαδόν κάτω, άλλοι σε παιδικά πολύχρωμα καρεκλάκια, οι περισσότεροι όρθιοι για να φωτογραφίζουν, να βιντεοσκοπούν, να πιάνουν τα βλέμματα, όλοι στριμωγμένοι έτσι, για να ακούνε και το πιο ελαφρύ γέλιο.
Μου είχε πει μέσα στο αυτοκίνητο ότι ντρέπεται και ας έχουμε συνηθίσει πάλι εδώ σε γιορτές εντελώς χαλαρές και αγαπησιάρικες - τόσο που ορισμένοι γονείς έχουν σχολιάσει μα καλά ούτε ένα ποιήμα, μια σκηνή από μιούζικαλ, ένα οριοθετημένο χορευτικό - και εμείς κι ας απορούμε, του λέμε ότι τον καταλαβαίνουμε και μετά από λίγο πλακίτσα ότι σιγά μην τον κοιτάξει κανείς για πολύ εκτός από τους τρεις μας, θα έχουν τα δικά τους παιδιά να ασχοληθούν, χαμογελάει. Χαίρεται. Ανυπομονεί. Πριν μερικές μέρες μου είχε πει ότι στεναχωριέται. Κι εγώ ρε συ, του είχα πει. Μετά του είχα φτιάξει εικόνες από το μέλλον, ωραίες εικόνες. Και γιατί να μην είναι και πρέπει οπωσδήποτε όλα να βαδίζουν καταπάνω σου αποφασιστικά και επικίνδυνα όπως οι white walkers στο GoT;
Τον κοιτάω καθισμένη εκεί, πολύ κοντά του, και βλέπω ένα πρόσωπο που έχασε τα μάγουλα και απέκτησε γωνίες, ένα αγόρι χωρίς στρογγυλάδες πια.  Ψάχνω να βρω την αδεξιότητα των πρώτων ημερών του σχολείου, και βλέπω δύναμη, μάτια πυροτεχνήματα, ψάχνω να βρω χεράκια να μπλέκονται τρυφερά και βρίσκω μεγάλες φιλίες και ειλικρινείς μετάνοιες, βλέπω ευγνωμοσύνη για την δασκάλα και όχι αυτοσκοπό στην ανάγκη για προσοχή, ψάχνω να βρω εκείνο το μικρό παιδάκι που ξεκινούσε κάθε πρωί πριν τρία χρόνια με κλάμα, την τσαντούλα του και εκατό φιλιά για το σχολείο, το ψάχνω σε κάθε βήμα του μικρού διαδρόμου και σε κάθε ηχηρή ζωγραφιά και βρίσκω μπροστά μου ένα αγόρι με ένταση, με ανησυχίες, με αυτάρεσκα ξεδιπλωμένα ταλέντα ως τα ταβάνια.
Για αυτά και για άλλα πολλά που δεν καταφέρνω ακριβώς να συγκεκριμενοποιήσω, η συγκίνηση. Είναι αυτό το του κόμπου, η μελαγχολία που μπλέκεται με περηφάνια και η χαρά με νοσταλγία, σκεφτείτε λίγο εικόνες από έναν παλιό έρωτα, στίχους από ένα παθιασμένο τραγούδι, μια σελίδα αγαπημένου βιβλίου που έκανε την καρδιά να βροντοχτυπήσει, το γιαπωνεζάκι που χορεύει εκστασιασμένο στη βροχή, τα κουτάβια που γεννήθηκαν σπίτι σας.
Κάπως έτσι και εγώ στα γόνατα, με κινητά και κάμερες αραδιασμένες δίπλα να μετανιώνω μόνο που δεν έχω συνέχεια χέρια ελεύθερα να χορεύω και να χειροκροτάω μαζί τους, συνειδητοποιώ αυτό που λέγαμε με την Αλεξάνδρα προχθές κάτω από κάτι δέντρα ενώ χαζεύαμε τις κόρες που έπιναν νερό με μπουρμπουλήθρες, ότι ακολουθώ τον πρώτο μεγάλο αποχαιρετισμό της πρώτης ολοδικής του ζωής, αυτής που σίγουρα δεν είχα ουσιαστικά καμία φυσική παρουσία αλλά και τυπικά, καμία εμπλοκή και αυτό μου κάθεται βαρύ, απροσδιόριστα.  Την ζωή αυτή που έχτισε μόνος του όπως την πόλη από κουτιά, φούξια βαμβάκια, τσόχες και λίγο από Gaudi που δημιούργησαν μαζί με όλους τους συμμαθητές από το νηπιαγωγείο και άφησε όλους τους γονείς με τα μάτια γουρλωμένα - τί άλλο, και κολάζ από αλουμινόχαρτο αν μας έδειχναν νομίζω θα ξεγελιόμασταν από την φόρτιση.
Φτάνουμε στο τέλος και δεν μπορώ να ξεκολλήσω από πάνω του.  Έχω κάνει την τάξη γύρω γύρω τρεις φορές, έχω χαζέψει μέχρι και την πινέζα στους τοίχους, έχω φωτογραφίσει μάλλον και τα σκουπίδια τους, έχω τσαλακώσει δις και τρις βρεγμένο μυξομάντηλο στο χέρι, έχω αυτοχαστουκιθεί που μου φαίνεται τόσο όμορφος, έχω κάνει χαιρετούρα σε όλα τα παιδιά που με κοιτάνε χωρίς λόγο, έχω κρατηθεί να μην σηκωθώ να πετάξω στον αέρα την δασκάλα που δεν μπορεί να μιλήσει γιατί έχει πάθει το-αυτό-του-κόμπου, θέλω να τελειώνουμε, να αγκαλιαστούμε, να ευχαριστήσουμε, να πάμε σπίτι, να προχωρήσουμε.
Δύο τρία τα παιδιά τρέχουν πίσω από ένα rail, ξέρεις αυτά με τις ρόδες, όπου κρέμονται μικρές τήβεννοι στο χρώμα της κάμπιας και εμφανίζονται μπροστά μας ξεκαρδισμένα με χάρτινα καπέλα με φούντες, μικρές μεταξωτές κάμπιες που παίρνουν φιλί και μπράβο από την δασκάλα και φυσικά χειροκρότημα από όλους εμάς, άλλα το διαχειρίζονται με ντροπή, άλλα με χιούμορ και άλλα με πόζα.  Ο δικός μου είναι νομίζω τελευταίος, πάει πίσω από τα κρεμασμένα πανιά, σφίγγει τις γροθιές και βουρκώνει. Ο Dario τον πλησιάζει και γυρίζει με την αναμενόμενη ατάκα. Εεερμ, γκουχ γκουχ, δεν θα τη βάλει.
Να μην τη βάλει. Πάω κοντά του, του σκάω ένα μεγάλο φιλί.
- Μην σε νοιάζει τίποτα, να σου την κάνω μπέρτα;
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του, αν μπορούσε θα μου έριχνε στο κεφάλι ένα κουβά δάκρυα από το ρετιρέ.
- Είμαι πολύ περήφανη για εσένα, είσαι σπουδαίος να το ξέρεις. Να πας κοντά στη δασκάλα σου όπως θες εσύ, να την κάνεις και τσάντα την τήβεννο, τον μπαμπά σου και εμένα καθόλου δεν μας νοιάζει.
Γελάει.  Την παίρνει λίγο στο χέρι, λίγο σέρνεται και εμφανίζεται ντροπαλός αλλά ήρεμος. Σαν να μου φάνηκε ρε σεις μεγάλο το χειροκρότημα.
- Γεια σου ρε Βάλτερ αντικομφορμιστή, του φωνάζει με ειλικρινή χαρά ο μπαμπάς Σπύρος από την τελευταία σειρά.
'Ετσι, με μαύρο μπλουζάκι και δαγκωμένα αμήχανα χείλη, πριν χαθεί στην αγκαλιά της δασκάλας του μάς κλείνει το μάτι. 
Τελευταίο κλικ.
Και εγώ σ'αγαπάω γαμώτο.




28.5.14

Σκόνη, πολλή σκόνη.

Μάλιστα, από ότι βλέπω ψύχραιμα πλέον όλοι σχεδόν είχαμε γνώμη για τις εκλογές και αυτό είναι ευχάριστο, πώς γίνεται δηλαδή να μην μας αφορά κάτι τέτοιο εφόσον είναι η μεγάλη ευκαιρία να αλλάξουμε τα πράγματα που μας ταλαιπωρούν, ή και να ισχυροποιήσουμε εκείνες τις καταστάσεις που μας ευνοούν - πρωτίστως ελπίζω συλλογικά.
Σοσιαλ μιντικά πάντα, και αυτό είναι ένα πρόβλημα βέβαια γιατί το δείγμα είναι εντελώς πειραγμένο (διπλής) όλοι σχεδόν βρίστηκαν μεταξύ τους, οι μισοί κατέκριναν τους άλλους μισούς για τις επιλογές τους και φυσικά το κολλήσαμε μεταξύ μας ως αδιαμφισβήτητα μέλη μιας υψηλής διανόησης που μελέτησε το μάθημά της πριν πάει στην κάλπη με εμμονική ευλάβεια, σταύρωσε τους "σωστούς" και έστειλε στον καιάδα τους "ελαφρούς" με καμία διάθεση αναζήτησης λοιπών παραγόντων, άλλωστε το "καλός μαλάκας και αυτός" πάει με όλα και αυτόματα εσένα σε κάνει μη-μαλάκα και άρα ικανοποιημένο και χαρούμενο για τη μη-μαλακία σου παρόλο που θα ζήσεις σε έναν κόσμο χαμηλής νοημοσύνης περιτριγυρισμένος από βλάκες.
Προφανώς και δεν θα αξιολογήσω τα αποτελέσματα των εκλογών, αλλά ναι, θα σφίξω τα δόντια σκεπτόμενη τον αγώνα που έχω να δώσω τα επόμενα χρόνια για τα παιδιά μου και αν αυτό σας φαίνεται πολύ δραματικό μπορείτε να αλλάξετε blog και να κατευθυνθείτε σε εκείνα τα ωραία γκρουπάκια μαμάδων με τα χιλιάδες πειραγμένα (Ε) μέλη που συζητούν μεταξύ τους για το αν η σεξουαλική πράξη είναι αποδεκτή τις ημέρες της νηστείας.
Τα επόμενα χρόνια λοιπόν τα παιδιά μου θα μάθουν ότι όλοι δεν ξεκινάμε από το σημείο μηδέν.
Ανεξάρτητα από το ότι όλοι ήρθαμε στον κόσμο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, για μερικούς κατατρεγμένους, αδικημένους, για εκείνους που ζουν καταστάσεις που τους χαρακώνουν σαν λεπίδες και το μυαλό τους μπαίνει στο μπλέντερ μαζί με τα όνειρά τους, ο κόσμος δεν έχει έλεος. Η ιστορία τους θα συνεχιστεί αιώνια όπως οι γάμοι στις ινδικές κάστες και το τέλος τους θα έχει αφήσει τόσο μικρό αποτύπωμα όσο ένας κόκκος σκόνης σε λεωφόρο.
Θα μάθουν ότι οι φανατικοί, από όποια ομάδα και αν προέρχονται, βρίσκονται εδώ για να τραμπουκίζουν, να καταδυναστεύουν και να προσηλυτίζουν και άλλα πρόβατα στην αγέλη τους με μία και μόνη απαράβατη συμφωνία - είμαστε δυνατοί αν είμαστε ίδιοι. Τα πρόβατα θα γίνουν λύκοι και στο καλύτερο σενάριο αυτός που θα ξεχωρίσει θα φύγει τρέχοντας αλλά πάντα σιωπηλός. Αν μιλήσει θα τον ξεσκίσουν. Ο καλύτερος λοιπόν θα συνεχίσει τη ζωή του ήσυχος, καταπιεσμένος, παρατηρώντας μόνο τους άλλους να βελάζουν χωρίς όμως να μπορεί να τους φιμώσει.
Το τέλος του θα έχει αφήσει τόσο μικρό αποτύπωμα όσο ένας κόκκος σκόνης σε λεωφόρο.
Θα μάθουν να μη λυγίζουν μπροστά στις φρικαλεότητες της ζωής από όποια γεωγραφική ζώνη του πλανήτη και αν καταφθάνουν οι ειδήσεις της. Από τους μαθητές που αυτοκτονούν γιατί δεν μπορούν να σηκώσουν τα βάρη των εξετάσεων μέχρι τους λιθοβολισμούς αθώων γυναικών στα σκοτάδια του Ισλάμ και από την εκπόρνευση μικρών παιδιών στα πεζοδρόμια των μεγαλουπόλεων μέχρι τις αβίαστες δολοφονίες ανθρώπων που απλά γεννήθηκαν σε λάθος χώρα, θα μάθουν να κλείνουν τα μάτια τους και τα αυτιά τους γιατί στην τελική τί μπορούν να κάνουν για όλα αυτά, τα μικρά μου, τα καλά μου τα παιδιά, ένας κόκκος σκόνης είναι μέσα σε μία τεράστια λεωφόρο.
Θα μάθουν να είναι διαλλακτικοί μόνο εκεί που τους βολεύει, ανεκτικοί μόνο εκεί που τους παίρνει και απόλυτοι μόνο όταν πρόκειται να μιλήσουν για το δικό τους αντίστοιχο μελλοντικό "χιπστερικό" "κούλνες".
Θα μάθουν ότι τα πάντα είναι εικόνα προς πώληση και μόνο, όταν δίπλα τους στο τραπέζι θα τους χαμογελάει ο φασίστας με κοστούμι και χαμόγελο τηλεοπτικού σταρ - ή μάλλον διαδικτυακού "σταρ", γενικά μια μπλεγμένη κατηγορία που στην πλειοψηφία της μπορεί και να αξιολογηθεί ως οι nothings - όταν η στησοκωλίαση του καλού συναδέλφου ή του πορωμένου συνδικαλιστή θα ξεπεράσει την δική τους επαγγελματική αξία, όταν τα φλας γύρω τους θα αστράφτουν χωρίς κανέναν λόγο για μία καινούργια τσάντα, όταν θα ξεχαστούν από τους φίλους τους επειδή δεν πόζαραν με ευγνωμοσύνη στο σωστό κάδρο, όταν θα τους αγοράσουν με την αξία ενός κόκκου σκόνης σε μία τεράστια λεωφόρο.
'Η μπορεί και όχι.
Σκέφτομαι ότι είναι η ευκαιρία μου από αύριο να ξεκινήσω από το πραγματικό σημείο μηδέν. Φανταστική ευκαιρία ε, μπορεί να σου παρουσιαστεί όπου και αν είσαι και όποτε και αν το σκεφτείς, κάτι σαν τα 27 πράγματα που πρέπει να κάνει ένας άντρας πριν πεθάνει και ακόμα πιο χαλαρά.
Σκέφτομαι ότι κανένα από αυτά τα μαθήματα δεν πρέπει να χαϊδέψουν τα αυτιά των δικών μου παιδιών.
Μετά από μερικά πρόσφατα γεγονότα με πιο πρόσφατο τα εκλογικά αποτελέσματα κάπως συσσωρεύτηκαν στο μυαλό μου τόσες γνώμες μπουρδολογίας για τη θρησκεία, για την αριστερά, για την ομοφυλοφιλία, για την εκπαίδευση που αντί να κάτσω να γίνομαι έξαλλη με όποιον διαφωνεί, αποφάσισα ότι είναι σοφότερο για τον προσωπικό μου διαγωνισμό επίκτητων ικανοτήτων να "εκπαιδεύσω" τα παιδιά μου πώς να γίνουν οι συμπολίτες που επιθυμώ να έχω γύρω μου, που εμπιστεύομαι να ψηφίζουν και για εμένα, που γουστάρω να συναναστρέφομαι, να μαθαίνω, να διαφωνώ. Δεν είμαι ρομαντική, ακτιβίστρια, ιδεολόγος ή χίπης, απλά βρήκα αυτόν τον τρόπο να επενδύσω στις εκλογές και τις αποφάσεις του μέλλοντος.
Θα ξεκινήσω μαθαίνοντάς τους ότι ο φανατισμός πονάει σαν μαστίγιο με εφτά ουρές, πρώτα τους ίδιους και μετά τα θύματά του, ο σεβασμός στις προσωπικές ελευθερίες συντελεί σε θαύματα και ότι η μεγαλύτερη κατάρα είναι το να είσαι αποδεκτός με μόνο κριτήριο τη σιωπή σου, όχι όμως να γίνεσαι αποδεκτός σιωπηλά.
Και βλέπουμε.
Θα φτιάξω και ένα παραμύθι για εκείνα τα ανθρωπάκια που βολόδερναν με τον άνεμο σαν κόκκοι σκόνης στη λεωφόρο και δεν τους έβλεπε κανείς και μετά γυρνούσαν στα σκονισμένα σκοτεινά σπίτια τους και κλειδαμπάρωναν τις πόρτες ουρλιάζοντας για να μην μπουν άλλοι, ευγενείς, πολιτισμένοι, μαύροι και άσπροι, gay και straight, αριστεροί και δεξιοί, χριστιανοί και άθεοι, που ήθελαν μόνο να τους δείξουν ότι έχει πλάκα να μαθαίνουμε με αυτόν τον τρόπο τον κόσμο μας τον μικρό και τελικά πέθαναν έτσι, ολομόναχοι. Πνίγηκαν από τα ουρλιαχτά τους.
Κάτσε γιατί γίνεται creepy αυτό για παραμύθι, μήπως πρέπει να το αλλάξω λίγο.

23.5.14

'Ενα κάποιο διάλειμμα.

Πριν από αρκετές μέρες πήγα ένα ταξίδι στην Ιταλία με τον Dario, την Χρύσα και το Στέλιο, για να παρακολουθήσουμε τη συναυλία του Robbie Williams στο Τορίνο αρχικά και να κάνουμε και καμια βόλτα στο Μιλάνο, την πόλη του συζύγου, στη συνέχεια.
Θέλω εδώ να ανοίξω μια παρένθεση.
Robbie σε αγαπώ, είσαι πολύ μεγάλος entertainer, είσαι πολύ σωστός-τόσο-όσο pop, έχεις φάτσα ψυχεδελική, κουνιέσαι υπέροχα, έκανες λάθος που ανέβασες την Κιάρα στη σκηνή γιατί πρώτον την έλεγες Τιάρα και δεύτερον αυτή ήταν πάρα πολύ άνετη όταν της έπιανες των κώλο και χάσαμε το δράμα που θα προσέφερα εγώ στο λαό σου. Κλείνω.
Γενικά αυτό το ταξίδι τύπου με φίλους στο εξωτερικό είχα καιρό να το κάνω. Δεν είναι που δεν βγαίνουμε μόνοι μας ή δεν έχουμε πεταχτεί κάπου για σαββατοκύριακα οι δυο μας (συνήθως για γάμους και αφού έχει μπει η Άνοιξη), αλλά η ρύθμιση "χωρίς παιδιά" πιο πολύ δουλεύει σε εμάς όταν εκείνα πάνε κάπου με τους παππούδες και εμείς ξεκινάμε μεγαλεπήβολα σχέδια Athens-by-night για να καταλήξουμε με τριώροφα burger μπροστά απ'το τελευταίο season του Game of Thrones και πόρτες ερμητικά κλειστές μη τυχόν μπει καμια χαραμάδα ήλιου και πεταχτούμε το επόμενο πρωί για να πάρουμε το σχολικό. Μόνοι μας.
Οπότε, παρά τις ανελέητες τύψεις που με ταλαιπώρησαν μέχρι να φτάσω στο αεροδρόμιο - περισσότερο λόγω Μιλάνο, θυμόμουν τελευταία φορά που είχαμε πάει με τον W. και πως σχεδιάζαμε την επόμενη να πάρουμε και τους δύο μαζί και ας κυνηγούσαμε μόνο περιστέρια στο Duomo - γρήγορα, μέσα στο αεροπλάνο δηλαδή, μπήκα στο μουντ το σωστό, το συναυλιακό, το παρεΐστικο, το θα βγούμε, θα πιούμε, θα κοιμόμαστε, θα ψωνίζουμε, θα χαζεύουμε ωραίους ανθρώπους *insert γκομενάκια κατά βούληση*, θα απλώνουμε τα πόδια μας κάτω από τον ήλιο, θα γινόμαστε λούτσα με τις βορειοϊταλικές μπορίτσες, o Dario δεν θα νοιάζεται για εμένα και εγώ για τον Dario γιατί τέλος πάντων ενήλικες άνθρωποι είμαστε και την δύναμη του και να την αφήσει στο πιάτο ή τη ζακέτα στο σπίτι, βασικά στα παπάρια μου. Έτσι μωρέ, λίγο άνετοι μποεμίστες και καλά.
Λοιπόν εντάξει, τα κάναμε. Και γελάσαμε πάρα πολύ και μας φωτογράφισαν και οι κάμερες στους δρόμους (έγιναν μερικά επικά φάουλ με το αυτοκίνητο, πιο τουρίστες πεθαίνεις), και βρεθήκαμε στο τσακ να φωτογραφίσουμε γκομενάκια για το #sartoriagram αλλά αποδειχθήκαμε κατώτερες των περιστάσεων μετά τα απανωτά σοκ, και περάσαμε περίπου ένα τρίωρο μέσα σε outlet που δίπλα πουλούσαν σάντουιτς με αστακό για 17 ευρώ, και μπερδέψαμε κρασιά με μπίρες αλλά όχι χώρες, όλα ιταλικά, αλλά. Πάντα υπάρχει αυτό το αλλά ε.
'Επιασα τον εαυτό μου να χαζεύω κάθε παιδάκι που κυκλοφορούσε στο δρόμο και να σκουντιόμαστε με τους υπόλοιπους όταν το παιδάκι άγγιζε υψηλά επίπεδα γλυκόζης και στυλ.
'Επιασα τον εαυτό μου να "θυσιάζει" (εντάξει, θυσία στα πλαίσια της συγκεκριμένης πόλης/ταξιδιού ρε παιδί μου) ώρες σε αγαπημένα δικά μας μαγαζιά -αχ, που θα έβρισκα καταπληκτικά πράγματα I could afford είμαι σίγουρη- για να ανακατευτώ χαζολογώντας μέσα σε μίνι φούστες, tshirt με τερατάκια, γαλότσες με υφασμάτινα λουλούδια, άχρηστα μπουκαλάκια για νερό με δεινόσαυρους και βιβλία με μπαλαρίνες που κουνιούνται.
Πέρασα αδιανόητη ώρα μέσα στο Disney store. Εξευτελιστικά αδιανόητη ώρα μέσα στο Disney store.
Μετά την αδυσώπητη οινοφαγία, αυτή που το μόνο που θέλεις είναι να βγεις στο δρόμο σε σχήμα μπάλας και χρειάζεσαι και κάποιον να σε σπρώξει να τσουλήσεις, ξεκινούσα συζητήσεις με τον Dario για το αν θα άρεσε στο γιο μας το ένα εστιατόριο και τί τέλεια που θα περνούσε η κόρη μας στο άλλο με τον κήπο και την κουνιστή σαμπρέλα, για να μην πω ότι όταν κάτσαμε στο πιο τέλειο "σαντουιτσάδικο" (sort of, δεν είναι) της πόλης, το Panino Giusto, σχολιάσαμε με φρίκη και οι τέσσερις την προσθήκη προκάτ τηγανητών πατατών στο μενού για να προσθέσουμε στα καπάκια ότι μωρέ το κάνουνε για τα παιδιά, και τα δικά μας πατάτες θα έτρωγαν.
Εντάξει, γενικά δεν θα πω καμια μεγάλη σοφία εδώ, πάντα μπροστά τα μικρά. Καμια φορά κιόλας το αισθάνομαι πιο έντονα με την απουσία, παρά με την παρουσία τους. Έχουν επάνω μου αυτή την ευεργετική επίδραση του λιμανιού, αν με νιώθεις. Μπορεί για πάρτη τους να γίνομαι έξαλλη προσπαθώντας να έχω τον έλεγχο, ή μάλλον να τους βάλω στα δικά μου παπούτσια με την δικαιολογία "η μαμά ξέρει, φουλ στοπ", αλλά πόσες φορές όταν αισθάνομαι πίεση το μόνο, το πρώτο που θα σκεφτώ είναι οι αγκαλιές τους. Πόσες φορές με έχουν σώσει από μεγαλοποίηση προβλημάτων, από βουτιές στη θλίψη, από ψυχολογικό στρες, μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν. Γιατί απλά, υπάρχουν μέσα μου συνέχεια.
Και μετά στον γυρισμό από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, πόσο μεγάλη η προσμονή να γυρίσω γρήγορα σπίτι να ξετυλίξουμε τα πραγματάκια από τη βαλίτσα, να πούμε νέα, να σχεδιάσουμε επιτόπου ένα ταξίδι με αεροπλάνο και οι τέσσερις, έτσι λίγο για να αποφύγουμε την γκρίνια του γιατί δεν πήρατε και εμάς μαζί.
'Όλα ονειρικά ε, γαλήνια, τελειότης κατηγορία μιλφ αμέρικαν μπλόγκερ. Μέχρι την επόμενη μέρα που λίγο πριν το βραδινό άρχισαν να κυνηγιούνται γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού με τα ποτήρια γεμάτα γάλα στα χέρια που χυνόταν σαν να με κοροϊδεύει σε κάθε ποδοβολητό και το μόνο που σκέφτηκα ήταν πόσες γαμημένες μέρες ακόμα θα έπρεπε να έχω κάτσει σε αυτό το ταξίδι.



από πόρτα παιδικού βιβλιοπωλείου στο Τορίνο, "τα παιδιά μπορούν
και πρέπει να ξεφυλλίζουν τα βιβλία"

 






 


εδώ δεν είναι ο ρόμπι χάλιας, οι προβολείς του φταίνε.
η αγαπημένη μου φωτογραφία από όλο το ταξίδι,σπάνε τα
κοντέρ των #miserablemen οι δικοί μας εδώ, περιμένοντας
να τελειώσουμε το μάταιο shopping.μάταιο γιατί δεν πήραμε
τίποτα βέβαια.




9.5.14

No mother, no cry.


via www.inmagine.com/
Πλησιάζει η γιορτή της Μητέρας την Κυριακή και όχι,δεν είναι που δεν κρατιέμαι μη τυχόν και δεν βγω απ'τους πρώτους, απλά δεν γράφω σχεδόν ποτέ σαββατοκύριακο. Για τους γνωστούς λόγους που έχουμε αναλύσει - τους το αφιερώνω, και τα βράδια δεν τα περνάω μπροστά από pc, είμαι ή με φίλους & hubbie ή με μαξιλάρι & ύπνο. Ρουτίνα θα μου πεις, ισχύει θα σου απαντήσω. 
Τώρα που το σκέφτομαι γενικά γράφω σπάνια. Τέλος πάντων.
Δεν θα ανεβάσω φωτογραφίες μη "προνομιούχων" μαμάδων, ούτε μεταφρασμένα άρθρα από το εξωτερικό, αν και στο δικό μου μυαλό τριγυρνάνε κορίτσια της Αφρικής που έχουν αρπαχθεί από τις μανάδες τους, ζευγάρια λεσβιών που έχασαν το παιδί που μεγάλωναν με συνέπεια και αγάπη από νομοθετικές παρεμβάσεις, μητέρες που έμειναν πίσω ανήμπορες, άψυχες γιατί το παιδί τους καταδικάστηκε από μια μη αναστρέψιμη ασθένεια.
'Ολες αυτές γιορτάζουν. 'Ολες. Και όλες τις σκέφτομαι συγκινημένη, όπως και τις μαμάδες των διαφημίσεων και όλων αυτών των viral που με την πρώτη νότα βγαίνει χαρτομάντηλο, όπως και όλες αυτές που θα δω την Κυριακή να τριγυρνάνε με ένα λουλούδι στο ένα χέρι και ένα παιδί που τραγουδάει στο άλλο, γι'αυτή τη γιορτή θα γίνω όσο συναισθηματική πάει και θα βουρκώσω. Για όλες. Αχταρμάς; Μπορεί. Η ουσία παραμένει. Για όλες αυτές.
Θα μοιραστώ όμως πάλι μια ιστορία εντελώς αληθινή, μια ιστορία που έχω ζήσει χωρίς μεσάζοντες, για μία μαμά που δεν ήξερε και δεν ήθελε να δώσει αγάπη και ας της προσφερόταν τόσο απλόχερα, τόσο αληθινά. Τόσο άδολα, έτσι ακριβώς όπως κάνουν όλα τα παιδιά του κόσμου για τη μία και μοναδική που αποκαλούν "μαμά". No matter what.

Πάμε.

O Θ. γνώρισε την Ε. όταν εκείνη ήταν 20 και αυτός 37.  Παντρεύτηκαν μετά από δύο χρόνια, κόντρα βέβαια στις αντιρρήσεις όλων για πολλούς και διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων επικρατέστερη η διαφορά ηλικίας και οι χαρακτήρες οι τόσο διαφορετικοί, με τις ευλογίες των πιο ρομαντικών ότι είναι ερωτευμένοι και αυτή η αγάπη όλα θα τα σβήσει, όλα θα τα προσπεράσει.
23 χρονών η Ε. έγινε μαμά.  Γέννησε ένα γιο και πάνω που όλα φαινόντουσαν καλά, δουλειές άρχισαν να διαλύονται και οικονομικά προβλήματα να σφίγγουν την οικογένεια σαν πύθωνες, μη δίνοντάς τους πολλές επιλογές απ'το να μετακομίσουν με την μητέρα του Θ. σε ένα μικρότερο και πιο άβολο για αυτούς σπίτι.
Η Ε. ζορίστηκε. 'Ηταν πολύ νέα, απ'ότι είπε αργότερα το παιδί "προέκυψε", δεν ήταν έτοιμη, και παρότι η γιαγιά προσπαθούσε να κρατήσει τα προσχήματα, η συγκατοίκηση έγινε αφόρητη. Ο Θ. έκανε δυο δουλειές και έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, το ίδιο φρόντιζε να κάνει και εκείνη - χωρίς τον παράγοντα "δουλειά" όμως.  Το μωρό έμενε στην καλή περίπτωση με τη γιαγιά του, στη χειρότερη να κλαίει μόνο του για καμια ώρα τουλάχιστον, απ'ότι έλεγαν οι γείτονες.
Ο Θ. έτρεχε να μαζέψει όσα κομμάτια μπορούσε, να μη στεναχωριέται η μάνα του, να μη γκρινιάζει η γυναίκα του, να μην σχολιάζει η γειτονιά, να μην κακοπερνάει ο γιος του. Κάποιες φορές τον έπαιρνε μαζί του στη δουλειά, σίγουρος ότι έτσι τον προστάτευε από την αδιαφορία και τις εκρήξεις της μαμάς του.
Τα χρόνια περνούσαν, από ότι φάνηκε στη συνέχεια δυστυχισμένα. Τα προβλήματα δεν λυνόντουσαν ποτέ, οι φωνές της μάνας και η βιαιοπραγία προς τον μικρό της γιο καθημερινές, η γιαγιά επιστράτευε όλη την ευρύτερη οικογένεια για να ξεφεύγει λίγο το παιδί, κάποια απογεύματα σε συγγενείς, κάποιες διακοπές στην Αθήνα, ο Θ. δεν μιλούσε, δούλευε σκληρά, πάλευε για τον γιο του και αντί να δει τον ξεκάθαρο μονόδρομο για να ζήσει μια πιο χαρούμενη ζωή με το παιδί του, βρήκε τη λύση στο ποτό.
Ταυτόχρονα η Ε. ξαναερωτεύτηκε έναν άλλον άνδρα, που ζούσε στο απέναντι εξίσου μίζερο οικογενειακό σπίτι και πηδούσε μπαλκόνια για να τον συναντήσει. Η γιαγιά έβρισκε καταφύγιο στις εκκλησίες, ο εγγονός της έγινε αντιδραστικός, νευρικός, μάταια έψαχνε απελπισμένα ενδιαφέρον στα μάτια της μάνας του - εκείνη ήταν αλλού προ πολλού.
Μετά από λίγα χρόνια, η γιαγιά πέθανε. Ο μικρός ήταν ακόμα μεγαλύτερο πρακτικό εμπόδιο για την Ε. και θολωμένη ένα βράδυ, σε ένα 9χρονο αγόρι, έδωσε υπνωτικά χάπια για να μπορέσει ελεύθερη να συναντήσει τον εραστή της.  Κανείς δεν ξέρει αν ήταν η πρώτη φορά, αν έγινε πολλές άλλες ακόμα, ή τί άλλες ανεπίτρεπτες μεθόδους χρησιμοποιούσε σαν βήματα προς την απελευθέρωση, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν το απαίδευτο μυαλό της. 'Ένα χρόνο μετά βγήκε το διαζύγιο και έχασε την επιμέλεια του παιδιού της.
Δε γύρισε ποτέ να κοιτάξει πίσω, ένα 10χρονο παιδί με έναν πατέρα σε δυο δουλειές που βασιζόταν σε τρίτους για να πάρουν το παιδί από το σχολείο, να το ταΐσουν και πολλές φορές να το βάλουν και για ύπνο το βράδυ περιμένοντας με τα δικά τους παιδιά αγκαλιά αποκοιμισμένα στον καναπέ τον Θ. να γυρίσει σπίτι. Υπέροχοι άνθρωποι, μοναδικοί, μοίραζαν τις ζωές τους για να βοηθάνε. 
Η Ε. παντρεύτηκε τον απέναντι, που διέγραψε αντίστοιχα και εκείνος την οικογένειά του και πήγαν να ζήσουν στην ίδια πόλη μεν, μακριά από τη γειτονιά όπου περιφέρονταν σαν καταραμένοι δε. 'Εκαναν και ένα αγοράκι και όσοι τους έβλεπαν περιέγραφαν μια άλλη γυναίκα. They were meant to be. Απλά κατέστρεψαν κόσμο στην πορεία.
Τα γεγονότα συνεχίστηκαν έτσι ακριβώς όπως ήταν αναμενόμενο. Ο Β., ο γιος της Ε. και του Θ., ξεκίνησε τους μπάφους στα 13, παράτησε το σχολείο στα 16 και έπεσε στην πρέζα στα 17, βλέποντας τη μητέρα του όποτε τον καλούσε εκείνη, 2-3 φορές το χρόνο.  'Οσο ήταν πιο μικρός καθόταν πλάι στο τηλέφωνο και περίμενε μέρες για να τον πάρει, γιατί έτσι του είχε υποσχεθεί απλά μετά το ξεχνούσε, έκοβε βόλτες στις πλατείες για να της πιάσει το χέρι και να τον αγκαλιάσει έστω και ψεύτικα μπροστά στους ξένους, όσο μεγάλωνε διατυμπάνιζε ότι δεν θέλει να την ξαναδει μπροστά του, ότι για αυτόν είναι μια άγνωστη που ποτέ δεν τον αγάπησε και ότι ο μόνος άνθρωπος που αξίζει τις θυσίες και τον σεβασμό του είναι ο μπαμπάς του. Βέβαια αυτό το τελευταίο γινόταν ταυτόχρονα με κλεψιές χρημάτων και καυγάδες, ο Β. δεν μπορούσε πλέον να κρίνει σωστά. Σε συναισθηματικές εξάρσεις έλεγε πως δεν τον νοιάζει ό,τι και να του συμβεί στη ζωή, αρκεί να μην πληγώνει τον πατέρα του. Ο Θ. πέθανε από έμφραγμα στα 59 του χρόνια, ή όπως έλεγαν όλοι τότε στην κηδεία και πόσο πολύ ταιριάζει ε, έσκασε. Από το ποτό και τη στεναχώρια.
Ο Β. ξεκίνησε την ξέφρενη κατηφορική διαδρομή, σαν πρώτη φορά σε scate στο San Francisco. Μόνος, χωρίς εφόδια και χωρίς οικογένεια, με τους συγγενείς να προσπαθούν μανιασμένα αλλά ασυντόνιστα, χωρίς απόλυτη παραδοχή της κατάστασης, χωρίς όλο τους το χρόνο, σαν υπόσχεση στον άνθρωπο τους ότι όχι, αυτό το παιδί δε θα χαθεί και όμως χανόταν όπως οι σταγόνες του νερού από τη χούφτα.
Με όλα αυτά κάτι έτριξε στην καρδιά της μάνας του και τον πήρε κοντά της.  Τώρα μπορούσε, είχε χάσει και τον δεύτερο σύζυγό της από έμφραγμα, λίγα χρόνια πριν τον πρώτο. Τσακισμένη, πιο συνειδητοποιημένη, του ζήτησε να τη συγχωρέσει. Δεν την ένοιαζε έλεγε που καθάριζε σκάλες όλη μέρα, αρκεί που είχε τα δύο αγόρια κοντά της.
Εκρηκτικό το μείγμα με τον ναρκομανή γιο και την ανέχεια για τον αδελφό του. Ο Β. έφυγε από το σπίτι γιατί δεν ήθελε ο μικρότερος να ζει και να βλέπει τα χάλια του.  Τότε μπήκε στη μέση μία θεία, που είχε κάνει προηγουμένως διάφορες απόπειρες σωτηρίας, μάζεψε λεφτά από φίλους και γνωστούς και έπεισε τον Β. να μπει σε ιδιωτικό κέντρο αποτοξίνωσης. Τον επισκεπτόταν συνέχεια, πήγαινε σε όλες τις συναντήσεις, έψαχνε να του βρει δουλειά για μετά. Η μάνα του μία την έπαιρνε και έκλαιγε, μία έβριζε τη ζωή και την τύχη της, την άλλη της έλεγε να μην ανακατεύεται, εκείνη έκλεινε τα αυτιά της και άκουγε μόνο τους θεραπευτές, έκοβε λεφτά από τα παιδιά της για να ζήσει ο Β. Για να γίνει καλά.
Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε, ο Β. είναι τώρα 27 χρονών, έχει καθαρίσει και έχει ξανακυλήσει άλλες δυο φορές, έχει πετάξει δουλειές και σχέσεις στα σκουπίδια με τρομακτική ευκολία, έχει πει ψέμματα, έχει κλέψει, έχει τρυπηθεί, έχει μετανιώσει, έχει κοιμηθεί στον τάφο του μπαμπά του, έχει νιώσει ευγνωμοσύνη, έχει συγχωρέσει τη μαμά του, την έχει καταραστεί, έχει δει τα χρόνια να περνάνε, δεν έχει καταλάβει ποτέ γιατί δεν έπρεπε να τα σπαταλήσει. Αλήθεια, γιατί;
Πριν λίγες εβδομάδες, μια νύχτα που έβρεχε καταρρακτωδώς και έφτιαχνες με το μυαλό ιστορίες για αγρίμια, χτύπησε το κουδούνι της θείας του και έβγαλε μόνο μια κραυγή.
"Πού είναι η μάνα μου ρε θεία; Θέλω τη μάνα μου ρε".

Εξαφανίστηκε τρέχοντας μες στη νύχτα και από τότε αγνοείται.

Αυτή η μάνα δεν γιορτάζει την Κυριακή.

'Η πείτε εσείς.





15.4.14

Βάρυνα (update)

Ο θείος μου έχει κάποιο είδος πνευμονοπάθειας, δεν ξέρω ακριβώς, που τον έχει καθηλώσει αιχμάλωτο μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Μπορεί να βγει από την πίσω εσωτερική αυλή μέχρι την μπροστά μικρή βεράντα στο ισόγειο των εργατικών κατοικιών, σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη μπαρουτιασμένη από ναρκωτικά και ανεργία.
Και αυτό γιατί κουβαλάει μαζί του μία συσκευή οξυγόνου με καλώδιο.  Γυρίζει από δωμάτιο σε δωμάτιο με τα πόδια πρησμένα από αγγειακά προβλήματα, έτσι όπως μάλλον γυρίζουν οι ελέφαντες στα κλουβιά του ζωολογικού κήπου του Βελιγραδίου - και λέω Βελιγραδίου γιατί εκεί μου έχει πει η φίλη μου ότι έχει έναν τρισάθλιο και μίζερο ζωολογικό κήπο που τον επισκέπτεσαι μόνο για να ψάξεις να βρεις τρόπο εφάμιλλο του σχεδίου στο Prison Break και να ανοίξεις τα κλουβιά.
Ο θείος μου σκέφτεται το ορεινό χωριό του και βάζει τα κλάματα.
Πήγαινε καμια δυο φορές το χρόνο, ξάπλωνε κάτω από τα πλατάνια και βύθιζε τα χέρια του στο παγωμένο νερό.  Δεν του έχει μείνει τίποτα εκτός από ερείπια και σε κάθε του επίσκεψη τα τελευταία χρόνια κουβαλούσε μαζί του μία πέτρα από το σπίτι που έμενε μικρός και την έστηνε έξω από το δωματιάκι του στην εσωτερική αυλή της εργατικής κατοικίας στη μεγάλη επαρχιακή πόλη - το υπόλοιπο σπίτι το είχε παραχωρήσει στην κόρη, τον άνδρα της και τον εγγονό τους.
Βάζει τα κλάματα γιατί μάλλον δεν μπορεί να το επισκεφθεί ξανά, με τους πνεύμονες διαλυμένους και τα πόδια που δεν υπακούουν, αυτή η εκδρομή ήταν όλη του η αναπνοή, και τώρα του τη φυλάκισε αυτή η σιχαμένη συσκευή οξυγόνου μέσα της για πάντα και ξυπνάει τα βράδια κάθιδρος για να σιγουρευτεί ότι δεν έχει χάσει και την κανονική του ανάσα.
Έχει απομείνει μόνος του με το κωλόκουτο.
'Οταν γνώρισε τη θεία μου σ'εκείνο το χωριό με τα πλατάνια και τα ποτάμια, και μία ομορφιά μυρωδιών που προσπάθησα να νιώσω πριν από 25 χρόνια για μια φορά που το επισκέφθηκα αλλά δεν - γιατί ξέρεις, δεν είναι μόνο οι μυρωδιές και οι εικόνες, αλλά οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους και εγώ τότε περίπου έφηβη μόνο ως χάσιμο χρόνου μπορούσα να τα μεταφράσω όλα αυτά - ήταν κοντά στα 15 και ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.  Η θεία μου ένα χρόνο μικρότερη, τον καψουρεύτηκε από τότε - ξεπεταγμένη η θεία - και κάπως "κλέφτηκαν" λίγο αργότερα.  Λέω "κάπως" γιατί οι οικογένειες δεν φρίκαραν εντελώς, οπότε όλα καλά για τους δυο τους.  Η περιγραφή που γινόταν πάντα για την θεία μου ήταν ότι είχε μάγουλα κατακόκκινα σαν κεράσια και μια μακριά, σφιχτή, ξανθιά πλεξούδα ως τα οπίσθια.  Για κάποιο λόγο μέχρι να πεθάνει, επειδή ήταν και κοντογλυκούλα, τη φανταζόμουν στα νιάτα της σαν τη Στρουμφίτα.
Α ναι, πέθανε.
Πριν από δεκαπέντε περίπου μέρες περίπου.
Ταλαιπωρημένη όσο δεν έπαιρνε άλλο, με μη αναστρέψιμη "διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια" (καλά, τύφλωση είναι αυτό μην το ψάχνετε) και καρκίνο σε όλο της το σώμα.  Ναι εντάξει κοπελιά, τίποτα άλλο είχαν πάθει ή πλάκα μας κάνεις; Είχαν πάθει και άλλα που δεν τα αναφέρω για να μη γίνω μελό και όχι, κανένα αστείο δεν είχε η φάση τους.  Μα κανένα.
Μέσα σε όλο αυτό, με μια ζωή γεμάτη αρρώστιες, μεγάλη οικονομική δυσχέρεια και προβλήματα, να πως η ουσία της ύπαρξής σου μένει να ορίζεται από τις αναμνήσεις των άλλων. 
Στο μυαλό μου θα έχω για πάντα το πιο γελαστό και αστείο ζευγάρι θείου θείας που γνώρισα (και πίστεψέ με έχω παραδείγματα, έχουν αρκετά αδέλφια οι γονείς μου στο σύνολο), εκείνους που με το που μάθαιναν ότι θα τους επισκεφθούμε τα ανίψια και θα κοιμόμασταν και κανα δυο βράδια, γέμιζαν το πάνω ντουλάπι της κουζίνας με όλα τα απαγορευμένα, μας έστρωναν τα πιο μοσχομυριστά σεντόνια στους καναπέδες, και άφηναν την αγαπημένη γάτα του καθενός από την αυλή να γουργουρίσει πάνω τους με την δικαιολογία "ε αφού τα παιδιά τις αγαπάνε" και ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού σε εμάς που τρέχαμε να παίξουμε ελεύθεροι στην πλατεία και να μην γυρίσουμε αν δεν πάει τουλάχιστον μεσάνυχτα.
Ωραίο όλο αυτό ε, ωραίο και ότι τα τελευταία χρόνια, εκεί που οι αρρώστιες τους έκλειναν, τους καθήλωναν και τους διέλυαν, δεν τους είχα δει σχεδόν καθόλου, παρά μόνο για να τους πηγαινοφέρνω με τη μαμά μου σε κάτι ιατρικά ραντεβού στην Αθήνα.  Το γνωστό, πείθεις τον εαυτό σου ότι θέλει αλλά δεν μπορεί, γιατί κάνεις δική σου οικογένεια και ξεχνάς, σαν το χάμστερ που στροβιλίζεται αδιάκοπα στον τροχό του.  Και έτσι όπως στροβιλίζεσαι όλα γύρω σου περνούν με ρυθμούς ξέφρενους και - λανθασμένα νομίζεις -  άφθαρτους.
Ο θείος μου και η θεία μου χώρισαν με μη αναστρέψιμο τρόπο, πριν από δεκαπέντε μέρες περίπου, μετά από εξήντα χρόνια.
Και ενώ το τέλος της κάπως όλοι, η μαμά μου, η οικογένειά της, τα άλλα αδέλφια, τα ανίψια που τους έκανε όλα τα χατίρια στις διακοπές, το είχαμε χωνέψει, αυτόν εδώ τον αποχαιρετισμό δεν θα τον χωνέψει ποτέ κανείς.
Αυτή τη στάση της νεκροφόρας έξω από την πόρτα του σπιτιού των εργατικών κατοικιών με την μικρή βεραντούλα και την εσωτερική αυλή με το ένα δωματιάκι, τις πέτρες από το χωριό, την μία γάτα που απέμεινε και το κουτί με το οξυγόνο, δεν θα τη ξεχάσει ποτέ κανείς.
Εκεί έγειρε ο θείος μου για να την χαιρετήσει, με το καλώδιο να κρέμεται από τα ρούχα του, τα πόδια πρησμένα χωμένα σε παντόφλες, παπούτσια δεν του χωράνε, ένα πουλόβερ και μία φόρμα γιατί μόνος του δεν μπορεί να αλλάξει και ποιος να πρωτοτρέξει πού μια τέτοια μέρα σκοτεινή, εκεί, έτσι, σταμάτησε το βλέμμα του πάνω στη νεκροφόρα και σκέπασε το όμορφο πρόσωπο με τα χέρια του.  Ανίκανος, ανήμπορος για οτιδήποτε άλλο, μόνος πραγματικά για πρώτη φορά στη ζωή του.
Δεν είδαμε κηδεία και δεν νιώσαμε θλίψη γιατί πριν από όλα αυτά προλάβαμε στη διάρκεια μιας στάσης λίγων λεπτών να καταλάβουμε τι σημαίνει συντριβή.
Αναρωτιέμαι αν είναι άδικο μια ζωή γεμάτη αγάπη να ολοκληρώνει τον κύκλο της με τόσο πόνο, από την άλλη στον θάνατο δε γίνεται να μη ζήσεις πόνο, το στοίχημα μάλλον είναι να καταφέρεις να τον βιώσεις αφοσιωμένος, όρθιος, με μία αμυδρή ελπίδα για ζωή.  Δεν ξέρω πόσο θα αντέξει να ξαπλώνει ο θείος μόνος του τα βράδια με αμετάκλητη συντροφιά το κουτί, το καλώδιο και μία γάτα.
Δεν ξέρω αν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τη στάση του φέρετρου έξω από την πόρτα του σπιτιού του, εκεί μέσα που σφραγίστηκαν εξήντα χρόνια αληθινής αγάπης, ελπίζω μόνο σε κάποιο διάστημα η ανάμνηση από την γυναίκα του να μην είναι αυτή, αλλά τα κατακόκκινα μάγουλα και η μακριά κοτσίδα.  Και η αγάπη.



Αυτή είναι η κλασική ανάρτηση θα την γράψω / δε θα την γράψω / θα την γράψω / δεν θα τη γράψω / θα γράψω κάτι άλλο / ποιον αφορούν αυτά / ας πούμε για τούρτες γενεθλίων / ή και για παιδικές ζωγραφιές.
Την έγραψα μόνο γιατί μου παιδεύει το μυαλό.
Και γιατί με παρότρυνε με τον τρόπο του ο Βαγγέλης Προβιάς στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής, το μόνο session που παρακολούθησα στις Ψηφιακές Γειτονιές.

27.3.14

Το τυψειόμετρο.

Προχωράω με μία φίλη μου κάπου στην Ερμού, τα τρία παιδιά μας κάνουν αγώνες τρεξίματος μπροστά και ο γιος μου βέβαια κερδίζει συνέχεια με άνεση τα μικρά κοριτσάκια - καθόλου ιππότης, φτάνει στο τέρμα και τα κοιτάει με σαρδόνιο χαμόγελο ενώ διαμαρτύρεται κιόλας που τους λέμε μπράβο.
Μιλάμε λίγο για δουλειά και μου αναφέρει χαρούμενη ότι περιμένει να την απολύσουν.
Εγώ δεν θα ήμουν μάλλον τόσο χαρούμενη.  Τώρα βέβαια το λέω αυτό, που το πέρασα, τότε που έγινε ήμουν κι εγώ τρισευτυχισμένη, σίγουρη ότι πρόκειται μπροστά μου να ξεδιπλωθεί ένας καινούργιος υπέροχος κόσμος. Καλά, μπορεί εγώ να μην τον ξεδίπλωσα.
Στην αναμενόμενη ερώτηση "και τί θα κάνεις" - εκεί δηλαδή που παίρνω την αναμενόμενη απάντηση, αρχικά φριλά(ν)τζες - μου μιλάει για την κόρη της.  Ότι θα περνάνε χρόνο μαζί και θα κάνουν πολλά περισσότερα μαζί, ότι τα απογεύματα δεν θα είναι αγώνας δρόμου μεταξύ του γραφείου και του σπιτιού-μπάχαλου με την κοπέλα να την περιμένει στην πόρτα, την τσάντα της να ανοίγει στο δρόμο και εκείνη να μη γυρίζει ούτε να κοιτάξει γιατί πρέπει να προλάβει, να προλάβει να δει την κόρη της, να την κάνει μπάνιο και να της ξεμπλέξει τα μαλλιά, να προλάβει έστω μισό παραμύθι για καληνύχτα. Ακούγονται λίγο μελό σε κάποιους όλα αυτά, μπορεί και να είναι, μπορεί όμως να περιγράφουν και συγκρατημένα την πραγματικότητα μιας νέας μαμάς που μεγαλώνει ένα παιδί μόνη της χωρίς να ζουν οι παππούδες του στο κάτω διαμέρισμα.
Τη βλέπω μόνο δύο τρεις ώρες την ημέρα, μου λέει με παράπονο, και έχω τύψεις.
Κάνω υπολογισμό με δάχτυλα, είμαι κοντά στο δίωρο, εγώ τους βλέπω 45 λεπτά το πρωί και συνήθως μία με μιάμιση ώρα το βράδυ.  Στα καλά μου, και όχι και τις πέντε καθημερινές της εβδομάδας.  Και δεν νιώθω τύψεις γι'αυτό.
Σκέφτομαι διάφορα πάλι, με ξανα-αναμενόμενο το ότι είμαι μία χάλια μάνα, και πώς μπορώ να ξεχνάω τί ωραία που ήταν η ζωή μου όταν είχα χρόνο και για εμένα και ταυτόχρονα και για την οικογένειά μου, αλλά δεν είχα ούτε χρήματα ούτε απασχόληση, και παρόλα αυτά μου έλειπαν μόνο πολύ συγκεκριμένα πράγματα που δεν είμαι ακόμα απόλυτα σίγουρη ότι στην ουσία τους κερδίζονται από μία δουλειά σε ένα ωραίο γραφείο.
Κουνάω το κεφάλι μου για να φύγει από μπροστά το τυψειόμετρο, αυτό που καθορίζει υποτίθεται αν αγαπάω,αν θέλω,αν μπορώ,αν κάνω τελικά.  Δεν υπάρχει μαμά ναι, και μπαμπάς, χωρίς τύψεις.  Είναι έτσι προγραμματισμένο το τσιπάκι.  Αναλόγως το μοντέλο οικογένειας, το καθημερινό πρόγραμμα και τις προτεραιότητες, μην σκεφθείτε μόνο αναλογίες χρόνου, σκεφθείτε επιλογές και αποφάσεις, μικρές θυσίες που δεν έγιναν, ακόμα και ρούχα που δεν φορέθηκαν, ή προσκλήσεις για πάρτυ που κρύφτηκαν, στάζει η σταγόνα στο τυψειόμετρο του γονιού και άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο, είναι και αυτό τελικά που τον καθορίζει.
Τι κι αν κάνω πρόσθεση με τα δάχτυλα και βγάζω μετά μέσο όρο τα 108 περίπου λεπτά της ημέρας που μας αντιστοιχούν, ξέρω ότι τα σαββατοκύριακά μου είναι αφιερωμένα εκεί αποκλειστικά και αν κάτι προκύψει τότε, θα το ξεπετάξω, θα κοιτάξω ρολόι, θα σνομπάρω την τελευταία γουλιά καφέ και θα αφήσω την τελευταία κουβέντα της φίλης μου να κρέμεται στο στόμα σαν σταλακτίτης στο σπήλαιο του Διρού.
Και αν προγραμματίζω με τρέλα τετραήμερο για συναυλία στο εξωτερικό, και ενθουσιάζομαι που τα αεροπορικά τα πετύχαμε σε ανεκτή οικονομική φάση και τα εισιτήρια της συναυλίας δεν χάθηκαν κάπου στις Άλπεις και βρήκαν το δρόμο τους προς το ταπεινό Παγκράτι (δεν φταίω, με τρομοκράτησαν οι άλλοι, με αυτό το άγχος ξυπνούσα τα πρωινά), στο επόμενο καρέ έχω αποφασίσει ότι δεν πρόκειται να ξεστομίσω στα παιδιά την πόλη του βασικού προορισμού επειδή πολύ απλά δεν θα έχω τί να απαντήσω στο "και γιατί όχι και εμείς" και στο μεθεπόμενο χαζεύω μια οικογένεια που γυρνάει τον κόσμο προσφέροντας στα πολύ μικρά παιδιά της εμπειρίες και εικόνες που δεν πρόκειται να δω ούτε σε άλλες πέντε ζωές.  Που θα τις ζήσω εννοείται.
The family without borders και παρότι έγινε πολλή κουβέντα στο fb περί χορηγών και καταπίεσης κλπ, εγώ αυτούς εδώ από τη μία τους αγάπησα και από την άλλη τους μίσησα γιατί τίγκαραν το γαμω-τυψειόμετρό μου.
Ταλαιπωρία σου λέω να είσαι μαμά. Μεγάλη ταλαιπωρία.


13.3.14

Women are alright.

'Εχω τρεις φίλες, την Μ., την Α. και την Ν. με κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι όλες πάνω από 40 και δεν έχουν παιδιά.
Η Μ. έχει γκόμενο, κάτσε, σχέση έχει εδώ και αρκετά χρόνια και περνάει μια χαρά, οι άλλες δύο όχι, δεν έχουν. Εδώ και αρκετά χρόνια. Αν θα έπρεπε να τους βρω ένα κοινό χαρακτηριστικό θα ήταν ότι ξοδεύουν υπερβολικές ώρες στο γραφείο, χωρίς να είμαι σίγουρη αν αυτό προέκυψε λόγω μιας κάποιας ανάγκης να γεμίζουν τον χρόνο τους και να μην αισθάνονται "μόνες" ή αν ήταν ξεκάθαρη επιλογή. Και χωρίς να με νοιάζει κιόλας, περνάω υπέροχα και με τις τρεις τους.
Κάποτε ξέρεις δεν ήταν καθόλου θεμιτό να λες πως δεν είσαι μαμά, με ό,τι αυτό συμπεριλαμβάνει συνειρμικά όσον αφορά στον τρόπο που σκέφτεσαι ή στο πώς περνάς τις μέρες σου. Η αφοσίωση, η τρυφερότητα, η τεκνοποίηση ήταν οι απόλυτοι παράγοντες επιτυχίας και καταξίωσης- τα ξέρουμε, τα διαβάζουμε, και δυστυχώς τα βιώνουμε και ακόμα και τώρα που υπάρχουν δεύτερες σκέψεις απέναντι σε μία γυναίκα μετά τα σαράντα (αυτό έχει μεταβληθεί πολύ, το ηλικιακό όριο της αποδοχής) που δεν έχει παιδιά.
Μετά ήρθε το κούλνες μέσα από την καριέρα. Η ερώτηση του "πόσα παιδιά έχεις" έδωσε τη θέση της στο γκρι τουίντ ταγιέρ, και το "πού δουλεύεις" έγινε η ταμπέλα με νέον και ηχητικό εφέ χειροκρότημα που αναβόσβηνε πάνω από τα γυναικεία κεφάλια με τα μπομπέ χτενίσματα και τα μακριά νύχια.
'Οταν υποτίθεται κατακτήθηκε και αυτό, και με όποια τρέλα δημιούργησε στο πέρασμά του, η Μ., η Α. και η Ν. έμειναν λίγο "undefined position". Ναι, τα λύσαμε τα ψυχολογικά μας, η μητρότητα είναι ταυτόχρονα φυσιολογική και υπέροχη, η καριέρα είναι ανεξαρτησία, δύναμη, δημιουργικότητα, αλλά τώρα πια που όλα φαίνονται αυτονόητα, και παρόλο που στην κοινωνία μας θα έπρεπε να ασχολούμαστε με πολύ πιο πολύπλοκα θέματα από το live and let live, οι άτεκνες straight 40αρες που δεν είναι διευθύντριες σε πολυεθνική ψάχνουν να βρουν μια θέση στο τραπέζι που όταν γυρίσουν την πλάτη και καληνυχτίσουν δε θα την αναπληρώσει η λύπηση.
Τα σχόλια είναι "η καημένη, ο χρόνος της τελειώνει" ή "που θα βρει τώρα γκόμενο αυτή" ή ακόμα και "δεν εξηγείται διαφορετικά, σίγουρα έχει κάποιο πρόβλημα". 'Ολοι κουνούν τα κεφάλια με μία αδιόρατη θλίψη για το προδιαγεγραμμένο μέλλον τριών γυναικών που προφανέστατα έχουν κάνει μία επιλογή με την οποία δεν συμπλέει η πλειοψηφία.
Δεν είναι αναγκαστική επιλογή. Οι δύο ελεύθερες φίλες μου έχουν περάσει από σχέσεις στο παρελθόν, και έχουν διαλύσει και 1-2 λίγο πριν το μεγάλο χαρμόσυνο γεγονός - μη χασκογελάτε,όλοι ξέρουμε ποιο είναι αυτό - είναι κοινωνικές, αστείες, μένουν μόνες τους, διαβάζουν βιβλία και κάνουν γιόγκα/εθελοντισμό/ποδήλατο/πλέξιμο - τυχαία παραδείγματα, αλλά είναι εκεί έξω σε όλο αυτό το κάπως current trend ή το "γίνονται πράγματα" της Βάνας Μπάρμπα. Η Μ. από την άλλη αν ήθελε παιδιά θα τα είχε. Με όποιο τρόπο. Αν πάρα, μα πάρα πολύ το θες βρίσκεις τον τρόπο. Κανένας κοινωνικός σχολιασμός δεν μπορεί να σε αποτρέψει, άλλωστε ξέρεις ότι σχολιάζεσαι εξίσου και για το ανάποδο και γύρω από το όνομά σου γράφονται τα πιο υποθετικά σενάρια.
Θα ήθελα, έστω από ανθρώπους με παιδεία, με ταξίδια στο διαβατήριο τους και μερικά βιβλία στη βιβλιοθήκη τους,να πάψουν να αναφέρονται στις γυναίκες φίλες μου ως τελειωμένες ή προβληματικές. Να σταματήσουν να αναρωτιούνται τί διάολο τρέχει και ποιο εξάρτημα έχει χαλάσει.
Θα ήθελα να σηκωθούν νοητά και να χειροκροτήσουν εκείνες τις γυναίκες που έχουν αποδεχτεί τον εαυτό τους έτσι όπως ακριβώς είναι. Που έχουν πάψει να κυνηγούν ταμπέλες με επαίνους, εικόνες περιοδικών ή βιτρίνες καταστημάτων. Που έχουν μασήσει, καταπιεί και χωνέψει ότι δεν θα γίνουν ποτέ υπέροχες μαμάδες ή υψηλά αμοιβόμενα στελέχη και που αν το μέλλον τις τρομάζει θα βρουν μια φιλική αγκαλιά να χωθούν μέσα, ίσως πανικοβλημένες, αλλά πιο ισορροπημένες από όλες εκείνες που το μόνο που ακούν κάθε πρωί είναι το ρολόι που χτυπάει. 
Και αυτός ο ήχος, ο τόσο μονότονος, τις οδηγεί στις πιο βίαιες επιλογές μόνο για να καταφέρουν να κρατήσουν στα χέρια τους μία βαριά πινακίδα που θα γράφει SUCCESS. Θα κουραστούν όμως τα χέρια τους μετά από χρόνια.

25.2.14

Gambling στα σχολεία.

Βρίσκομαι στην άχαρη θέση να "ψάχνω" σχολείο για το γιο μου που το Σεπτέμβριο ξεκινάει το δημοτικό.
Δεν θα ήθελα καθόλου να ψάχνω.  Θα ήθελα να ζω σε μια χώρα που τα ιδιωτικά σχολεία θα ήταν ένα αυστηρό ελιτίστικο προνόμιο των πάμπλουτων, να μην μπορούσα καν να τα κρυφοκοιτάξω, και τα δημόσια θα λειτουργούσαν όλα με βασικές, κοινές προϋποθέσεις και αξίες που δεν θα με έβαζαν σε διαδικασία ούτε σκέψης, ούτε επιλογής, γιατί απλά θα πήγαινα μια ωραία μέρα κρατώντας τον από το χέρι και φορώντας σαγιονάρες, να τον γράψω σε εκείνο που θα ήταν πιο κοντά στο σπίτι μου.  Για να κοιμάται περισσότερο, για να έχει φίλους που θα τους χτυπάει το κουδούνι και θα κατεβαίνουν, για να περπατάει τα πρωινά και να μπαίνει στην αυλή τρέχοντας με φόρα.
Δεν με υποχρεώνει βέβαια κανένας απολύτως να "κρυφοκοιτάξω" κανένα ιδιωτικό σχολείο και ας ανήκει στη λεγόμενη κατηγορία μεσαίας κλίμακας, ακόμα κι αν δεν είναι στην ομάδα των ιδιωτικών - σταρ με τις μεγαλειώδεις εγκαταστάσεις, υπάρχει ένα δημόσιο σχολείο πολύ κοντά στο σπίτι μου και από αντίδραση και μόνο στα εξωφρενικά δίδακτρα - να σημειώσω εδώ ότι θεωρώ πως όλα, μα ανεξαιρέτως όλα τα ιδιωτικά σχολεία είναι επιεικώς υπερεκτιμημένα - θα μπορούσα να βάλω τις σαγιονάρες μου, να μπουκάρω μέσα ρίχνοντας μια ματιά στο πώς είναι στημένες οι τάξεις και να απολαύσω το ξεκίνημα του παρανοϊκού ταξιδιού στην ελληνική εκπαίδευση.  Έτσι όπως σχεδόν "απόλαυσα" και το δικό μου.
Αν μη τι άλλο αναγνωρίζω ότι μέσα από το δικό μου ταξίδι έγινα πιο δυνατή, πιο σκεπτική απέναντι στους κάθε λογής άρχοντες και πιο θρασεία.  Για εμένα αυτά ήταν μεγάλα προσόντα, νομίζω ότι στην πραγματικότητα είμαι ντροπαλή και λιγομίλητη.
Εκεί που ξεκινάω να χαλαρώνω, να πείθω τον εαυτό μου ότι έχω ένα εξαιρετικό παιδί που θα τα καταφέρει οπουδήποτε και με όποιον τρόπο, γεννιούνται μέσα μου μεγάλα ερωτηματικά.  Ακούω ιστορίες για σχολεία, και κοίτα γαμώτο πώς έχω γίνει, συγκρατώ όλα τα αρνητικά.  Μιλάω με δασκάλους ή άλλους γονείς σφυρίζοντας αδιάφορα, φορώντας τη μάσκα μιας παραδοσιακής μαμάς που εκτιμάει την πρωτιά και την πειθαρχία, που αναγνωρίζει στο πρόσωπό τους τον αδιαπραγμάτευτο ηγέτη στην τάξη, που συμφωνεί ότι το νεαρό της ηλικίας σημαίνει συχνά άγνοια και ανεπάρκεια.  Με τρόμο διαπιστώνω ότι δεν με μαλώνει κανείς για αυτές τις σκέψεις.  Ότι υπάρχει κόσμος (συμπεριλαμβανομένων και κάποιων δασκάλων εκεί έξω) που χασμουριούνται και φτύνουν μέσα από τα σάπια δόντια τους φράσεις όπως - έλα μωρέ, τί να καταλάβουν τώρα τα παιδιά.
Μπορεί αυτός να είναι ένας.  Ή πέντε συνολικά, ή άντε δώδεκα.
Και αυτή η ας υποθέσουμε μικρή ομάδα καταφέρνει να με τρομοκρατεί μόνο και μόνο επειδή πρόκειται να ασχοληθεί πνευματικά με ό,τι πολυτιμότερο έχω σε αυτή τη ζωή.  Τα παιδιά μου.
Μην μασάς μου λένε, πλέον λειτουργούν αξιολογήσεις, επιτροπές, καταγγελίες στα υπουργεία, ναι κι εγώ πιστεύω ότι γινόμαστε καλύτεροι, αλλά λίγο περίεργο το συναίσθημα να ξεκινάω μια σχολική χρονιά ατσαλωμένη με όπλα ως άλλη Ζήνα η αμαζόνα, αντί να συγκινούμαι από ενθουσιασμό και προσμονή πίσω από τους σχολικούς τοίχους. 'Ηθελα να γράψω κάγκελα αλλά με πήγε αλλού η καταραμένη η προκατάληψή μου.
Αυτό είναι τύχη ακούω συνέχεια.  Ο καλός δάσκαλος που σέβεται απόλυτα τους μαθητές του και διαρκώς ενημερώνεται, άρα και εξελίσσεται φέρνοντας στην τάξη καινοτομίες και πνευματικά ερεθίσματα είναι τύχη, τύχη, τύχη. Τύχη όταν αναφερόμαστε στο αυτονόητο.  Σαν να παίζω με τζόκερ τον μισθό μου κάθε μήνα δηλαδή.  Ας είναι.
Α, μου λένε, όλα τα δημόσια καλά είναι, αρκεί να μην έχετε πολλά ξένα παιδάκια στη γειτονιά.  Μάλιστα.  Μα εμείς δεν είμαστε άνθρωποι ανοιχτόμυαλοι και προοδευτικοί, που στο σπίτι παίζουμε με μαύρα μωρά και ντύνουμε μικρές Ασιάτισσες, που διαβάζουμε αυτά τα παραμύθια που μιλάνε για την ισότητα όλων των ανθρώπων και την ειρήνη, που ακούμε νανουρίσματα από την Αφρική και κολλάμε αυτοκόλλητα με παραδοσιακές φορεσιές όλων των λαών της Γης; Μα εμείς δεν είμαστε αυτοί που κοιτάμε την υδρόγειο σφαίρα και διακηρύττουμε ότι εδώ υπάρχει χώρος για όλους τους ανθρώπους σε ό,τι και αν πιστεύουν, που έχουμε συνδρομές νονών σε όλες τις σχετικές ΜΚΟ, που συμπεριφερόμαστε σε όλους τους συμπολίτες μας με ευγένεια, που προσφέρουμε, μοιράζουμε, συμπονούμε;  Είμαστε, δεν το αρνείται κανείς αυτό, και άλλωστε και για αυτό κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια.
Αλλά από την άλλη, το δικό μου το παιδί είναι ξεχωριστό.  Είναι έξυπνο, καλλιτεχνικό, ανήσυχο, συναισθηματικά ώριμο, είναι _ είναι _ είναι _ (στα κενά συμπληρώνετε λέξεις για τα δικά σας παιδιά κατά βούληση).  Τι θα γίνει όταν τα υπόλοιπα παιδιά δεν είναι στο ίδιο "επίπεδο", δεν έχουν πάρει τα ίδια εφόδια από την προσχολική τους πορεία, δεν έχουν γονείς που θέλουν/μπορούν να ασχοληθούν λίγο παραπάνω, που ο σύλλογος γονέων είναι μια ανύπαρκτη ομάδα ανέκδοτο γιατί το κύριο μέλημά τους είναι τα καλά γράμματα και η υπακοή, άλλωστε αγωνίζονται μόνο για να βγάλουν πέρα την ημέρα, τις λιγοστές αυτές ώρες να υπάρχει στο τραπέζι φαγητό και στο σαλόνι θέρμανση.  Ποιος να τολμήσει να επισημάνει - και ορθά κατά τη γνώμη μου - ότι "τραβάνε τα άλλα παιδιά πίσω" (και τί σημαίνει άραγε αυτό το "πίσω;") όταν όλοι σαν σώφρονες ενήλικες στηρίζουμε θεωρητικά τα δικαιώματα των αδυνάτων και των μη προνομιούχων. 'Όταν ακόμα και ένας συμμαθητής δεν καταλαβαίνει, όλη η ομάδα πρέπει να σκύψει πάνω του και να τον βοηθήσει.  Αυτό θα ήταν μια ωραία φιλοσοφία που θα ένωνε την τάξη αντί να τη χώριζε, που εκεί η γνώση θα λειτουργούσε σαν μεγάλη αγκαλιά αντί σαν παράγοντας διάκρισης, που κανείς δε θα βαριόταν σαν ένας διαρκής παθητικός ακροατής, αλλά θα γινόταν ένας ενεργητικός συμμετέχων με σπουδαίο ρόλο.  Να δείξει, να βοηθήσει, να ανοίξει δρόμους. Πού όμως γίνεται αυτό; A, μου λένε, τύχη είναι και αυτό δεν το ήξερες;  'Αμα θέλει ο δάσκαλος γίνεται, αλλιώς τελειώνει τη δουλίτσα του, τα μισά κοιμούνται και έπειτα γυρίζει σπίτι του να κοιμηθεί και αυτός.  Απροκάλυπτα δηλαδή.
Να τον πας σε πειραματικό, μου λένε, εκεί δεν έχει πολλά "ξένα", οι δάσκαλοι περνάνε σεμινάρια και δοκιμάζονται πρώτα όλα τα καινούργια παιδαγωγικά προγράμματα.  Καλό ακούγεται, μόνο που παίρνουν 12-15 αγόρια στην πρώτη δημοτικού μεταξύ εικοσαπλάσιου και βάλε αριθμού αιτήσεων.  Α, τύχη και εδώ.  Για βύσματα δε θέλω να μιλήσω γιατί φυσικά δεν μου το έχει παραδεχτεί και κανένας.  Κλήρωση και στα πειραματικά, εγώ πάλι πρέπει να είμαι από τους λίγους που συμφωνώ με το θεσμό των εξετάσεων για εισαγωγή σε αυτά τα σχολεία, αλλά ας είναι.  Προς το παρόν θα πρέπει να αρκεστώ σε επικλήσεις να είμαστε τυχεροί.  Τυχεροί σε όλα.
Τυχεροί στο δάσκαλο, τυχεροί στο διευθυντή, τυχεροί στους συμμαθητές, στους γονείς τους, στα κτίρια, στη διάθεση, τυχεροί στην εκπαίδευση, στη ζωή, στην ελευθερία, εμείς που νομίζαμε ότι αυτά εδώ τα παιδιά θα είναι τα ευνοημένα, που θα μεγαλώσουν σε μία κοινωνία με ένα σύστημα βελτιωμένο, που η πολυπολιτισμικότητα δε θα ήταν μια ωραία μοντέρνα θεωρία, αλλά θα είχε ριζώσει στις καλημέρες των σχολείων σε δύο, πέντε, εκατό διαφορετικές γλώσσες.
Τι μαλακίες λέω και πόσο ειλικρινά σαχλή αισθάνομαι που όλα τα περιμένω από ένα κράτος που ασθενεί και εγώ κάθομαι και ρωτάω τον κάθε ανθρωπάκο τις ανόητες απορίες μου, μόνο να θυμώνω μπορώ γιατί να, αυτή είναι μία κατάσταση που δεν μπορώ να την πάρω στα χέρια μου και να την υποτάξω και μου φαίνομαι τόσο Μικρή.

Πάω να τα ποντάρω όλα στο 22 -μαύρο- να τεστάρω λίγο τις υπερδυνάμεις μου.


14.2.14

Ε, τί άλλο.

Γενικά σήμερα οι μισοί χαίρονται και οι μισοί ξερνάνε, έτσι ακριβώς.
Ενώ με ξέρετε τί άνθρωπος είμαι, το ξερατό δεν το καταλαβαίνω και απόλυτα όταν αφορά σε ανθρώπινο συναίσθημα και όχι αυστηρά στη γλυκερή αρκουδοβελουτοκόκκινη εμπορική του εκμετάλλευση.  Πιο εύκολα θυμώνω με την σιχαμένη κολακεία for a reason - στα λέω για να μου τα πεις, για να νιώσω σημαντικός/ή, να πουλήσω μούρη, κραγιόν ή αρακά μπαρμπά στάθη, να μου πιαστεί το στόμα από το χαμόγελο γιατί μου πάει, να μου κάνεις πολλά φαβ να τα δουν όλοι, να τσιμπήσω κανα κοπλιμέντο γιατί στο real life εντυπωσιάζω όσο το μυρμήγκι, να αρχίσω να μετράω σαν μονάδα influence.  Sorry, μαλακοinfluence ήθελα να πω.  Και να μετράω βασικά.  Αλλά αυτή είναι μία άλλη ανάρτηση.
Το αστείο της ημέρας ήταν που πήγα στο super market το πρωί και εκεί στα ταμεία μοιράζανε δωρεάν καρτούλες με καρδούλες για να συμπληρώσεις τα κενά και να δώσεις στον/στην αγαπημένο/η σου, μια ευγενική προσφορά του Carrefour στα μαύρα χρόνια της οικονομικής κρίσης - πω πω τραγικό μου φάνηκε.  Θέλετε καρτούλα Βαλεντίνου; με ρώτησε η ταμείας. Όχι, ευχαριστώ, της απάντησα με πληγωμένο χαμόγελο.  Με λυπήθηκε.  Αλήθεια σας λέω, σαν να άκουσα τη φωνή της μέσα στα αυτιά μου "την κεράτωσε και είναι μόνη, μαλακία που το είπα, ΤΗΝ ΚΑΗΜΕΝΗ" και εμένα να απαντάω τσιριχτά πόσο τρισάθλιο και κακομοίρικο πια να πάρω τυπωμένη καρτούλα καρφούρ για να πω σε κάποιον ότι είμαι ερωτευμένη μαζί του, γιατί να τις σκέφτεστε αυτές τις παπαριές εεε;;;
Εντάξει τώρα εγώ δεν είμαι για Βαλεντίνους - δεν ήμουνα και ποτέ, αλλά ειδικά την τελευταία δεκαετία ψηφίζω σθεναρά για τη συγκεκριμένη μέρα την αντίδραση της απάθειας, αν και πριν λίγο συγκινήθηκα που είδα στο δρόμο μια γιαγιά κοντά στα 80 να περπατάει με ένα χαμόγελο στο στόμα και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι.  Στα γηρατειά μου αρέσει ο ρομαντισμός, νομίζω ότι δίνει ζωή και δύναμη, ξεκουράζει το μυαλό από τις βαριές σκέψεις, ξανανιώνει την καρδιά και το βλέμμα, υποδηλώνει αν όχι διάρκεια, τουλάχιστον θέληση.
Και με τα παιδιά μου θα λιώσω.
Τους σκέφτομαι να προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε ένα θυελλώδη - στο μυαλό τους - νεανικό έρωτα.  Τον Πρώτο Σοβαρό.  Τον Μεγάλο Αξέχαστο.
Μου φαίνεται ότι ο γιος μου θα παρασυρθεί στη δίνη, θα υποφέρει και θα κλάψει.  Δεν του λέω ποτέ να μην κλαίει "γιατί είναι αγόρι και τα αγόρια δεν", μου μοιάζει τρομερή καταπίεση όλο αυτό, να μην αφήνεις τον άλλον να αποφορτίζεται από τη στεναχώρια του, να ξεφορτώνει κάπως, να τρανταχτεί, να σπάσει.  Η κόρη μου ίσως και να είναι λίγο πιο συγκρατημένη, κάπως πιο εγωίστρια, να κρατάει και ένα μικρό κομμάτι του εαυτού της ανέγγιχτο και αποστασιοποιημένο, αλλά μάλλον κάποιες φορές θα χρειαστεί να παλέψει περισσότερο. ´Ισως πάλι και να την μπερδεύω με εμένα.
Θα τους ζηλεύω για αυτούς τους Αιώνιους Νεανικούς έρωτες.  Θα τους ζηλεύω που η μονάδα μέτρησης της ημέρας τους θα είναι ένα τηλέφωνο, ένα φιλί, μια βόλτα, που το κριτήριο της εικόνας τους στον καθρέφτη θα είναι η ματιά κάποιου άλλου και όχι η δική τους, που δεν θα τους νοιάζει η κίνηση, η κρίση, η καριέρα, η αποκατάσταση, το ενοίκιο, οι αρρώστιες, αλλά μόνο ένα "σε θέλω" και η Γη να στροβιλίζεται.  Θα ζηλεύω τη δραματική συνειδητοποίηση του ότι τίποτα δεν είναι υπό έλεγχο.
Θα ζηλεύω την παγκόσμια πρώτη στους Παθιασμένους έρωτες.  Το σημάδι ότι τώρα πια, τίποτα δεν μπορεί να είναι όπως πριν. 
Καλώς ήρθατε και προσδεθείτε παιδιά, η βόλτα στο ρολερκόστερ των σχέσεων θα είναι η ζωή σας όλη και μαντέψτε, δεν μπορείτε να κατεβείτε, παρά μόνο να κατουρηθείτε από το hype ή να πλαντάξετε από τον φόβο σας, μέχρι να πιάσετε ευθεία.
Εγώ τώρα ζαλίστηκα από τις βόλτες, λέω να στοχεύσω στο τριαντάφυλλο στα ογδόντα. Δεν είναι διόλου απίθανο ;)

πι.ες: Αλλαγή κλίματος, περνάμε και μια βόλτα στο Fashionism που έγραψα εδώ, διάολε, και αυτό κάτι έχει να πει για έρωτες.



4.2.14

Βέγκι.



Μια φορά κι έναν καιρό στην Αθήνα ζούσε ένα κοριτσάκι που έφτιαχνε συνέχεια με το μυαλό του πολλές ιστορίες, όπως και πολλά άλλα κοριτσάκια και αγοράκια της ηλικίας της.  Οι ιστορίες αυτές ήταν συχνά μελαγχολικές, το κοριτσάκι δεν παρατηρούσε τις εικόνες, αλλά τις διάβαζε και όταν τις διηγείτο στον εαυτό της στεναχωριόταν βαθιά, όταν τις εξωτερίκευε δεν μπορούσε να αποφύγει τα κλάματα, προσπαθούσε να διαχειριστεί αυτά τα βαρίδια ευαισθησίας που κούραζαν τους ώμους της και κρυβόταν να ξεκουραστεί στις αγκαλιές των γονιών της - δεν ήξερε αν αυτό θα περνούσε, αλλά πέρασε, ή έστω μετατοπίστηκε.
Το κοριτσάκι έκλαιγε για την άσφαλτο γιατί υπέθετε ότι πονούσε αφόρητα αφού τόσα πολλά αυτοκίνητα την πατούσαν καθημερινά.  Έκλαιγε για τα φύλλα από τα δέντρα που έπεφταν στα πεζοδρόμια γιατί υπέθετε ότι ήταν μωρά που αποχωρίζονταν βίαια τη μαμά τους και εκείνη δεν μπορούσε να τα ξαναπάρει κοντά της, μόνο να τα βλέπει να απομακρύνονται, να εξαφανίζονται, να χάνονται.  Έκλαιγε για τον παλιό το χρόνο που έφευγε και κανείς δεν τον αναζητούσε πια.  Λίγα λεπτά πριν τις δώδεκα έτρεχε στο δωμάτιό της, έγραφε σε ένα μικρό χαρτάκι "1984 σ'αγαπώ, θα σε θυμάμαι" και το κρατούσε πάνω της μέχρι τα ρούχα να πλυθούν οπότε και το έβαζε στο συρτάρι της μαζί με άλλα μικρά χαρτάκια - ενθύμια χρόνων που πέρασαν και πέθαναν.

Τα παιδιά μου λατρεύουν τα δημητριακά - και ΟΧΙ, αυτό δεν είναι ένα πληρωμένο ποστ.
Το πρώτο που τους έρχεται στο μυαλό αυτόματα όταν θα πουν ότι πεινάνε είναι ένα μπωλ με γάλα και δημητριακά και άρα το κάτω ράφι του ντουλαπιού ακριβώς πάνω από την εσπρεσιέρα, στο οποίο πλέον σκαρφαλώνουν μόνα τους αφού πατήσουν σε ένα στενούλι χερούλι (η μικρή αυτό το κάνει να φαίνεται εξίσου τρομακτικό με το παρκούρ), είναι αφιερωμένο σε μεγάλες, χάρτινες, παιδικές συσκευσίες δημητριακών.  Έχουμε πάρει τα πάντα, μάλλον σχεδόν τα πάντα, αν και τρώνε κολλήματα ανά τρίμηνο περίπου. 
Μετά από άλλο ένα "πεινάω", εμένα έντρομη γιατί μεσημέρι έχουμε φάει έξω και άρα δεν παίζει τίποτα, που γενικώς δεν παίζουν και πολλά όταν είναι μόνο η μανούλα στο σπίτι ε, προτείνω την αγαπημένη λύση στολισμένη με καινούργιο σουπλά Πέππα πιγκ, χαίρονται τα γλυκούλια, κάνουν και δουλειές, βγάζουν το γάλα από το ψυγείο, τα κουτάλια από το συρτάρι, διπλώνουν ξεδιπλώνουν καμια δεκαριά φορές τις χαρτοπετσέτες, and dinner is served.
O W. τρώει μια δυο κουταλιές και μετά αρχίζει να το ζαλίζει.  Βυθίζει το κουτάλι στο γάλα, το σηκώνει ψηλά και το ξαναρίχνει μέσα, κολλάει τη μούρη του στο μπωλ και κάτι ψιθυρίζει, ανακατέβει με το δάχτυλο σπρώχνοντας τα δημητριακά μπρος πίσω, στο τέλος παρατάει το πιάτο, τραβάει κοντά του ένα χαρτί και μαρκαδόρους που υπάρχουν πάντα και παντού και αρχίζει να ζωγραφίζει, αδιάφορος. 
- Εμ, όλα καλά;
Δεν μου μιλάει, κουνάει το κεφάλι.  Η αδελφή του τραγουδάει τρώγοντας, αυτά τα αυτοσχέδια δικά της χωρίς καμία ρίμα - πάντα αυτά τραγουδάει.
- Νόμιζα ότι πεινούσες.
Ξανακουνάει το κεφάλι, αριστερά δεξιά.
Σε πολύ λίγο ένα δάκρυ στάζει από το μάτι του και του μουτζουρώνει το φύλλο.
- Τι έγινε;
- Δεν μπορώ να τα φάω μαμά.
- Μα, γιατί;
- Δεν τα βλέπεις; Κοίταξε τα, κοίταξέ τα καλά, έχουν πρόσωπο.
Θέλει λίγο φαντασία, αλλά θα μπορούσαν να έχουν ένα κάποιο "πρόσωπο", ελαφρώς στραβοχυμένο, μπορεί και μονόφθαλμο, με αρκετές ελιές.  Ή φακίδες.
- Δεν μπορώ να φάω τίποτα που με κοιτάει έτσι, στεναχωριέμαι πάρα πολύ.
Του εξηγώ τα αυτονόητα, του λέω τα δικά μου όταν ήμουν μικρή και έτσι πείθεται και αποφασίζει να φάει αλλά την επόμενη φορά, όχι αυτή, και με την προϋπόθεση να τα βγάλει μία φωτογραφία "για να μην ξεχαστούν", όταν θα τα έχει στείλει στην κοιλιά του. 
Η Κλο συνεχίζει ακάθεκτη, η μόνη απορία που μάλλον πέρασε φευγαλέα από το μυαλό της είναι γιατί αυτοί οι δύο αγκαλιάζονται έτσι πάνω από ένα μπωλ με γάλα και αφάγωτα δημητριακά, επίσης γιατί φωτογραφίζουν τα δημητριακά, BFD, και τέλος τί σκατά συζητάνε που πείθει τη μαμά να πετάξει φαγητό και να φτιάξει τοστ.
Γεμίζει το κουτάλι της και τον φωνάζει.
- Βάλτερ, Βάλτερ, κοίταααα!
Χραπ, και εξαφανίζει τα δημητριακά στο στόμα της.
- Έτσι τρώγονται τα προσωπάκια, του λέει κριτσανιστά.