23.12.13

Η απόλυση, part 2.

Υπήρξε εδώ και ένα part 1.
Αυτό το ποστ είναι η συνέχειά του, έπρεπε, πριν φύγει το 13.  Συναισθηματικά αφόρτιστο.

Καμια φορά συμβαίνουν περιστατικά που εκείνη την ώρα που τα ζεις αισθάνεσαι σαν να έχει μπει μέσα στο αυτί σου ένα μεγάλο κύμα, σερφίστικο, ολόκληρο και έχεις σκύψει στο πλάι κουνώντας το κεφάλι σου με μανία για να φύγει το νερό.  Εκείνη την ώρα μόνο, γιατί μετά που το έχεις συζητήσει, αναλύσει και σκεφθεί με την πάρτη σου, με τους φίλους σου, με κάποιους συνομιλητές που εκτιμάς την γνώμη τους τέλος πάντων, δεν βρίσκεσαι πια μέσα σε τσουνάμι, αλλά στην ηρεμία της ακρογιαλιάς, και το κύμα δεν είναι παρά ένας γαργαλιστικός παφλασμός στ'αυτιά σου.
Εγώ τώρα δεν είμαι καν στη φάση του παφλασμού - τα αυτιά μου έχουν ξεβουλώσει και όποτε σκέφτομαι την αλλόκοτη ιστορία μου μόνο απορώ και μετά χαμογελάω.  Όταν δε την διηγούμαι, η παντομίμα είναι "ε εντάξει μωρέ, συμβαίνουν και αυτά".  Με παράλληλο σήκωμα ώμων.

Σχεδόν ταυτόχρονα με την απόλυσή μου είχα την τύχη να συζητάω με μία εταιρία με "δυνατό"και digital προφίλ (έχει σημασία αυτό), όχι ιδανικά την πρώτη επιλογή μου, αλλά μία πάρα πολύ καλή λύση για μεταβατική περίοδο.  Το γνωστό, πάμε και βλέπουμε.  Δύο interviews, γνωριμία με ανθρώπους και με διαδικασίες, φτάσαμε τελικά στη φάση που λύσαμε και οι δύο πλευρές με καλή θέληση το οικονομικό και τύπου υπογράφαμε - σκέψου ποδοσφαιριστής, μεταγραφή, ε κάπως έτσι. 'Η και όχι.

Είμαι σε έναν πολύ ωραίο κήπο στην Κηφισιά, κρατώντας στα χέρια έναν πολύ παχυντικό και παγωμένο καφέ από το Starbucks όταν χτυπάει το τηλέφωνό μου.  Η ευγενέστατη κυρία Γραμματέας της εταιρίας που επρόκειτο να ξεκινήσω μεθαύριο-παραμεθαύριο με περνάει στον κύριο Διευθύνοντα Σύμβουλο, με τον οποίο είχα κάνει όλες τις προηγούμενες συζητήσεις.  Περίεργο, τα είχαμε δρομολογήσει όλα, δεν υπήρχε λόγος για ακόμα μία συνομιλία.  Ευγενικός και τυπικός και εκείνος στην αρχή μου ανακοινώνει ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη συνεργασία.  Για πολύ λίγο, δηλαδή πάρα πολύ λίγο, εκτίμησα το ότι με πήρε ο ίδιος ενώ θα μπορούσε απλά να βάλει την γραμματέα του να μου στείλει ένα στεγνό επαγγελματικό email και δεν θα ασχολούμουν και περισσότερο, γιατί η λογική, η οποία είναι και φουλ σεβαστή btw, είναι ότι δικό του είναι το μαγαζάκι ό,τι θέλει το κάνει και του βάζει και φωτιά και το καίει άμα γουστάρει.
Ετοιμαζόμουν να κλείσω το τηλέφωνο, να πετάξω τον Starbucks και να παραγγείλω έναν διπλό ελληνικό, όταν άρχισε να μου εξηγεί τον λόγο της απόφασής του, χωρίς να τον ρωτήσω βασικά.
Ο λόγος λοιπόν, μου είπε ο expert όλου του φάσματος της επικοινωνίας με την πολύχρονη εμπειρία και την βαθιά γνώση της λειτουργίας των δυνατοτήτων που προσφέρει πλέον το διαδίκτυο, ήταν - ανοίγει βελούδινη βαριά κουρτίνα, βαράνε τρομπέτες, βγαίνουν μπαλέτα με φτερά - ο τρόπος που εκφράζομαι στο twitter.  Εκείνη την ώρα μου μπήκε το κύμα στο αυτί.
Η ομιλία του έγινε δασκαλίστικη, επικριτική, ειρωνική και ανέβασε ντεσιμπέλ.  Λόγω κύματος, δεν μπορούσα να διανοηθώ αυτά που μου έλεγε, ούτε τον τρόπο του.  Σκέφτηκα για μερικά δευτερόλεπτα ότι "δεν μπορεί, δεν έχεις καταλάβει, ρώτα, συζήτα, κάπου αλλού θέλει να το πάει" αλλά στην πρώτη εύλογη ερώτηση, συγγνώμη, σχολιάζετε το προσωπικό μου προφίλ στο τουίτερ στο οποίο γράφω με νικνέιμ και χωρίς να φαίνεται πουθενά η επαγγελματική μου ιδιότητα, η τσιριχτή απάντηση τί μας πέρασες, για τίποτα μαλάκες, αφού έχεις την φωτογραφία σου (λες και είμαι η Britney Spears, προχωράω στο δρόμο και γυρίζουν κεφάλια) δεν μου άφησε πολλά περιθώρια.
Ήθελα να το λήξω, σκεπτόμενη ότι δεν είχα κανένα λόγο να μπω σε συζητήση με συνομιλητή που έχει βουλωμένα αυτιά, αλλά είχε μάλλον πολύ ελεύθερο χρόνο και όρεξη, γιατί άρχισε να μου διαβάζει τουίτς - 6-7 ήταν τα τζιζ από τα 7850 που είχα γράψει τότε, μην φανταστείς, και τα έψαξε σε βάθος περίπου δεκαμήνου με χρόνου απ'ότι κατάλαβα - και να τα σχολιάζει με χλευασμό και εξυπναδίστικη ειρωνεία.  Πόσο #fail.
Καταρχήν ο άνθρωπος έκανε μία (και στη συνέχεια πολλές άλλες ακόμα) αυθαίρετη υπόθεση - ότι χρησιμοποιώ το τουίτερ για να περιγράφω μόνο με ειλικρίνεια τη ζωή και τις εμπειρίες μου, σαν να είναι ντοκυμαντέρ.  'Οτι αν ανέφερα αίθουσα συνεδριάσεων εννοούσα τη δική τους και άνοστο γαλλικό καφέ, εκείνον που μου σέρβιραν εκείνοι.  Ακόμα και αν ο καφές τους ήταν άνοστος δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ήταν αδιανόητο να το θίξω χωρίς να λέω που στο διάολο τον ήπια τέλος πάντων, για λόγους ευγένειας.
Επίσης θεώρησε ότι προσβάλλω δυνητικούς πελάτες.  Στο φάσμα αυτό που προφανώς συμπεριλαμβάνει σχεδόν τα πάντα σε αυτή τη Γη, μπαίνει ισοβαρώς π.χ. το ότι δεν μου αρέσει ένα body lotion από τα h&m, ότι θα ήθελα ένα σκαμπό να κάθομαι στην ουρά της Cosmote στην Κηφισίας, και ότι ρώτησα αν υπάρχει link με απάντηση του CEO της Nestle για τα σχόλια που έγιναν παγκοσμίως για τη δήλωσή του περί νερού.  'Ολα αυτά στο ίδιο τσουβάλι "ανεπίτρεπτα για έναν άνθρωπο της επικοινωνίας" όπως έκρινε εκείνος, απολύτως χιουμοριστικά κάποια, ανώδυνα άλλα και σκεπτόμενα ίσως κάποια άλλα, για έναν άνθρωπο που παρατηρεί και σχολιάζει κατά περίπτωση τί γίνεται γύρω του και δουλεύει σε αυτόν τον χώρο, χωρίς να χαρακτηρίζεται μόνο φυσικά από αυτό.  Αχ, μπαίνω στη διαδικασία να εξηγούμαι τώρα και δεν μου αρέσει.  Αλλά να, φανταστείτε ένα προφίλ στο τουίτερ που κάποιος ανεβάζει μόνο επαγγελματικά βήματα ή δουλειές, χωρίς καμία εμπλοκή, άντε μόνο κανένα ψόφιο smile από δίπλα, δεν θα έβγαινε live ο διαχειριστής να του φωνάξει με ντουντούκα στο αυτί "πήγαινε ρε φίλε στο LinkedIn, μας πιάνεις χώρο", ή εντάξει αν αυτό είναι πολύ ρετρό sci-fi, δεν θα την έκαναν οι φόλλοουερς ένας ένας λόγω πόνου μασέλας;  Από το χασμουρητό;
Τέλος πάντων, ο κύριος μου το είπε συγκεκριμένα, ότι και φυσικά παρακολουθεί την ιδιωτική ζωή των υπαλλήλων του και ότι φυσικά δεν μπορούν να έχουν για τίποτα προσωπική γνώμη εκτός και αν είναι θετική, ή αλλιώς γλειψιματική - δική μου προσθήκη αυτή.
Δεν σοκάρομαι από αυτό, άλλωστε υπάρχουν άπειρα τέτοια χαρούμενα και άχρωμα προφίλ γύρω μου, είναι και αυτό μία πολύ συγκεκριμένη στρατηγική που συμβαίνει για πολύ συγκεκριμένους λόγους, και ας είναι τέτοια η καταπίεση που ξερνιούνται οχετοί που ούτε μπορεί να φανταστεί κάποιος που έχει βρει τον τρόπο να εκφράζεται λίγο πιο ελεύθερα, σοκάρομαι όμως από το ότι υπάρχει η πεποίθηση σε κάποιους, και είμαι σχεδόν σίγουρη, λίγους, ανθρώπους του top level του χώρου αυτού ότι καλός υπάλληλος είναι ο brain dead υπάλληλος.
Δεν σοκάρομαι επίσης από το ότι ένας άνθρωπος έχασε τη μελλοντική θέση εργασίας του από το προφίλ του στο τουίτερ, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι αφενός τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δίνουν ένα στίγμα προσωπικότητας προς τα έξω, αυτό που αφήνουμε εμείς να αποτυπωθεί, και αφετέρου γιατί έχουμε διαβάσει αρκετές περιπτώσεις απόλυσης ή απόρριψης λόγω σοβαρών "social media mistakes".  Κάποιες περιπτώσεις μπορείτε να τις δείτε σε αυτό το λινκ, συγκεκριμένα για PR με το διαβόητο hashtag εδώ, και να κρίνετε ανάλογα.
Δεν υπάρχει κάτι αντικειμενικό σε όλα τα cases.  Φυσικά η βαρύτητα των τουίτς που "έσφαλαν" θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα αξιολόγησης πολλών και διαφορετικών παραγόντων, όπως πιστεύω και ότι ήταν, παρά στεγνής, απομονωμένης κριτικής πάνω σε 140 χαρακτήρες.
Στη δική μου την περίπτωση δεν έγινε κάτι τέτοιο.  Ο συνομιλητής μου προσβλήθηκε από 6 τουίτς χωρίς κοινό κώδικα, να ας πούμε μεταξύ αυτών ήταν ένα που έγραψα ότι άκουσα τη λέξη μουνόπανο.  Σοβαρά ε, το άκουσα.  Αυτό ήταν αλήθεια.
Δεν αποκάλεσα έτσι κάποιον πελάτη μου, δεν χαρακτήρισα επώνυμα και συγκεκριμένα κανέναν συνάδελφό μου, δεν έκανα καν αναγωγή σε σερβιέτες.  Είπα ότι - μεταξύ άλλων- ΤΟ ΑΚΟΥΣΑ.  Από αυτό αξιολογήθηκε ο χαρακτήρας μου, το στόμα μου, η αγωγή που έχω πάρει από την οικογένειά μου (ω ναι και αυτούς πήρε η μπάλα), το ήθος και ο επαγγελματισμός μου.  Η απαίτηση λοιπόν για να μπορέσει κάποιος να εργαστεί στην συγκεκριμένη εταιρία, εκτός από αποστασιοποιημένος, πέστο και άνιωθος, είναι να είσαι και κουφός.  Εντάξει, το χόντρυνα.  Να μην αναγνωρίζει το λεξιλόγιό σου "κακές" λέξεις λες και πας στο προνήπιο.
Oh well, η μάχη ήταν χαμένη από χέρι.  Για ένα πεντάλεπτο είπα να αγωνιστώ, αλλά όταν η ειρωνεία έφτασε στα επίπεδα "ναι, δεν ξέραμε ότι ήσουν η Μητέρα Τερέζα να σου απονείμουμε και βραβείο", ή "είσαι τελείως χαζή αν πιστεύεις ότι…" αναρωτήθηκα για ποιο λόγο παλεύω.  Πραγματικά.  Ακόμα και αν σε ένα εικονικό δικαστήριο κέρδιζα, εγώ, δεν θα μπορούσα να υπάρξω και να εργασθώ σε μία τέτοια εταιρεία και σε τέτοιες συνθήκες, έτσι όπως τις υπαγόρευε ο διευθύνων σύμβουλός της.  Δεν ταιριάζαμε, ό,τι και αν λένε τα ζώδια.
Κατάλαβα ότι για λίγο αγωνίστηκα για εμένα προσωπικά, ξέρεις για αυτή την λεγόμενη αδικία, που κανείς δεν σου χρωστάει η δικαιοσύνη, αλλά δεν θες να το παραδεχτείς.
Για εμένα σαν χαρακτήρα, σαν επαγγελματία, σαν προσωπικότητα, σαν εργαζόμενη (τα ίδια είναι αυτά, αλλά στομφάρω).
Κάνεις λάθος ρε φίλε.  Γιατί εγώ, είμαι στην πραγματικότητα πολύ καλή για εσένα.  Και ακριβή, και πολύ έξυπνη.
Και καταλήγω, μετά από ψύχραιμη ανάλυση της μπαρουφολογίας που άκουσα εκείνη τη μέρα ότι μάλλον αυτό ήταν, και ο χαρακτηρισμός μου ως μία χαζή ανυποψίαστη και βρωμόστομη επαγγελματίας του χώρου της επικοινωνίας (τώρα γελάω μόνη μου δυνατά, γελάστε λίγο και εσείς) εξυπηρετούσε απλά σαν μία δικαιολογία προς τρίτους, η οποία τελικά δούλεψε σωστά.
Τώρα, γιατί μπήκαμε σε όλη αυτή τη διαδικασία της προσωπικής αντιπαράθεσης και επίπληξης, αυτό - παρότι έξυπνη - δεν το κατάλαβα ποτέ.  'Ετσι και το τερματίσαμε, κυριολεκτικά.
- Λοιπόν κύριε Τάδε - εγώ είμαι αυτή - επειδή απ'όσο ξέρω δεν είμαι ούτε κόρη σας, αλλά ούτε και ευτυχώς υπάλληλος της εταιρείας σας, δεν βλέπω το λόγο να σπαταλάτε τον χρόνο μου για να μου κουνάτε το δάχτυλο.  Χάρηκα ειλικρινά για την απόφασή σας, καλημέρα.
Γκνταπ.
Κυρία.








20.12.13

Σκέφτομαι και γράφω.

Ο γιος μου άρχισε να γράφει και να διαβάζει σαν τρελός.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αργούμε να κάνουμε τα πάντα - ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Αργεί να ντυθεί γιατί διαβάζει τις ετικέτες, αργεί να φάει γιατί γράφει τα φαγητά, αργεί να προχωρήσει γιατί διαβάζει τις πινακίδες, αργεί να κοιμηθεί γιατί γράφει ιστορίες.
Πρώτη φορά οι τόσο μεγάλες αργοπορίες δεν μου προκαλούν εκνευρισμό.
Τον βλέπω αβίαστα να ανακαλύπτει έναν δικό του ολοκαίνουργιο κόσμο, να απλώνει το βήμα του λίγο πιο πολύ στα δρομάκια της ανεξαρτησίας, να επιδυκνείει περήφανος άλλη μία κατάκτηση.
Εγώ βέβαια, σαν αδιόρθωτη μαμά, κάνω μεγάλα σχέδια.  Τον περιμένω να σκαρφαλώνει όπως τώρα στον καναπέ όχι για να βουτήξει στα μαξιλάρια αλλά για να κατεβάσει όλα τα βιβλία από τα ράφια σαλίγκαρους και να βουτήξει μέσα τους, να διαβάζει μέσα στο αυτοκίνητο όταν θα κάνουμε εκείνο το road trip στην Τοσκάνη - δεν μπορεί, όλοι κάποτε θα έχουμε σκεφτεί ένα road trip στην Τοσκάνη, έστω να πίνουμε πολλά κρασιά από την Τοσκάνη σε μία πανέμορφη μικρή πλατεία όπου γύρω γύρω παίζουν παιδιά με λουλουδάκια στα μαλλιά, τί θα πει όχι, είστε πολύ πεζοί - να κρύβεται κάτω από το πάπλωμα με βιβλίο τσέπης και φωτάκι, να κουβαλάει άτακτες σημειώσεις, τσαλακωμένες, γραμμένα χαρτιά με αριστουργήματα μέσα στη σχολική τσάντα, να ακούω το τακ τακ του πληκτρολογίου σε ταχύτητα φωτός πίσω από την κλειστή πόρτα.  
Μας φαίνεται έτσι τόσο δα μικρό, ναι μωρέ θα διαβάσει, όλα διαβάζουν, αλλά είναι τόσο πολύ τεράστιο.  Θα 'ναι σαν να μπορούν να βάλουν τον κόσμο όλο μέσα στην παλάμη τους και να τον καταπιούν σαν μια γουλιά νερό.  Αρχίζοντας από τα πέντε τους χρόνια.
Σε όσους μου λένε ότι δεν υπάρχει λόγος από τόσο νωρίς και γιατί πιέζουν τα παιδιά από το νηπιαγωγείο, έχω να πω ότι αυτά είναι δύο πολύ ξεχωριστά πράγματα.  Και φυσικά υπάρχει λόγος από τόσο νωρίς - είπαμε, δεν μαθαίνουν απλά ανάγνωση και γραφή, βιώνουν τον κόσμο με έναν ολοκαίνουργιο τρόπο, πόσο καταπληκτικό μπορεί να είναι αυτό, και όσον αφορά στην πίεση δεν πιστεύω ότι σε αυτές τις ηλικίες οι δασκάλες πιέζουν με βαρβαρότητα τα παιδιά να μάθουν να γράφουν, να σου πω την αλήθεια περισσότερο σκέφτομαι μερικούς γονείς να ξινίζουν τα μούτρα τους επειδή τα γράμματα δεν είναι ίσια.
Τέλος πάντων η δασκάλα του W. καθόλου δεν τον πίεσε, καρατσεκαρισμένο, γιατί όταν εκείνος πριν κανα δίμηνο βρέθηκε στο σπίτι των γονιών μου και άρχισε να διαβάζει, η μαμά μου γύρισε φυσιολογικά και τον ρώτησε πότε ξεκίνησαν στο σχολείο να μαθαίνουν τα γράμματα.  Εκείνος την κοίταξε με απορία.
- Ποτέ.
- Τί εννοείς ποτέ;  Εσύ τώρα διαβάζεις.  Και γράφεις.  Πώς το έμαθες αυτό;
- Μόνος μου.
Η μαμά μου ξαναρωταει, δεν βγάζει άκρη, σηκώνεται, με παίρνει τηλέφωνο.  Την διαβεβαιώνω ότι δεν ανατρέφουμε το παιδί θαύμα που στα 16 του θα μας το αρπάξει η NASA και θα μας μιλάει μετά από λίγο σπαστά ελληνικά από το Skype και χαμογελάω καθώς σκέφτομαι τη φάτσα του W. που απλά έχει ταυτίσει το μαθαίνω με μία άγνωστη σε εκείνον διαδικασία.
- Εννοεί μάλλον ότι παίζουν, δεν κάνουν μάθημα.  Δύο φορές που πήγα να τους πάρω, στο νηπιαγωγείο έπαιζαν κρεμάλα.  Ε, κάπως έτσι.
Μου κλείνει το τηλέφωνο ήρεμη.
Με πολύ παιχνίδι, αγάπη, υπομονή, μικρά παιδιά με όνειρα και σκούρους μπλε βυθούς φτιάχνεις μαγεία τελικά.  'Η έστω φωτεινά αστέρια.


 



12.12.13

To ΔέΜΑ.

Το σπίτι μας είναι ζεστό, παρόλο που έχουμε κεντρική θέρμανση στην πολυκατοικία και μονίμως ακατάστατο, παρόλο που έχουμε βοήθεια κάποιες φορές την εβδομάδα.
Νομίζω ότι όλα τα πράγματα που έχουμε είναι ζωντανά και μας κυνηγάνε.  Αυτό μπορεί να έχει και την πλάκα του αν πάρεις απόφαση ότι ζεις σε ένα σπίτι με ΖΩΝΤΑΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, αλλά από την άλλη είναι κουραστικό να ψάχνεις διαρκώς τρόπους για να τα εξαφανίσεις.  'Η να τα σκοτώσεις τελικά, έτσι ώστε να μην επαναστατούν ψάχνοντας να βρουν μια θέση, όσο και αν τα σπρώξεις μέσα στις ντουλάπες, αν τα πιέσεις σε μεγάλα κουτιά, αν τα χώσεις στα βάθη του μικρού παταριού, της προσωπικής σου κόλασης.
Εμένα με ακολουθούν κάλτσες στην κουζίνα, παιχνιδάκια πάνω στο κρεβάτι, βρίσκω ένα αριστερό παπούτσι απροσδιορίστου ηλικίας μέσα στο έπιπλο με τα dvd, ένα σκούφο με κοτσίδες στην τουαλέτα, ξεφυσάω, βαριαναστενάζω, τα κλωτσάω.
Χθες το βράδυ, έκαναν ένα ζεστό ντους - δεν έχουμε μπανιέρα, τα παιδιά, όχι τα πράγματα.  Τυλίχτηκαν σε φρέσκιες πετσέτες, έβαλαν καθαρές πυζάμες μετά από αγώνα σεταρίσματος μέσα από τις ντάνες των ρούχων, τους στέγνωσε ο μπαμπάς τους τα μαλλιά μετά από άλλου είδους αγώνα, και απλώθηκαν στις μαλακές μαξιλάρες του καναπέ με ένα ποτήρι ζεστό βιολογικό γάλα στο χέρι.  Γύρω τους κανα δυο παραμύθια, ένας καλτσοκούνελος, μερικοί μαρκαδόροι.
Χαμήλωσα τα φώτα, κοίταξα τα μαλακά χαρακτηριστικά στα πρόσωπά τους, τα αφράτα τους μαλλιά, τα κάτασπρα χαμόγελα.  Ευτυχία.  Θαλπωρή.  Τα αυτονόητα.
Τα αυτονόητα;
Για κάποιες οικογένειες ο καναπές, το γάλα και οι κάλτσες δεν είναι αυτονόητες.  Και αν συμβαίνει αυτό, μάλλον τους παγώνει και το αυτονόητο, αγαπησιάρικο, χριστουγεννιάτικο χαμόγελο.
Το ξέρω ότι για εσάς που διαβάζετε όλα αυτά είναι και μελό και δεδομένα.  'Οπως επίσης ξέρω ότι πολλοί - βάζω και τον εαυτό μου μέσα - έχετε διάθεση να βοηθήσετε αλλά σας τρώνε χρόνο οι διαδρομές, τα γραφεία και τα παιδικά πάρτυ.  Ξέρω ότι ξεκινάτε το ξεκαθάρισμα και μετά απλά ξανααποθηκεύετε κάπου όσα δεν σας είναι χρήσιμα, ξέρω ότι ιδανικά θέλετε να πετάξετε τα πάντα τη στιγμή που σας πιάνει η τρέλα και μετά σκέφτεστε ότι είναι αμαρτία και στο τέλος δεν κάνετε τίποτα.  Το ξέρω.
Η φίλη μου η Αλεξάνδρα, σκέφτηκε το ΔέΜΑ - θέλει έτσι να το γράφουμε και στο λογότυπο δεν είναι έτσι και εμένα με πιάνει μια επαγγελματική διαστροφή και μετά το ξεχνάω και συνεχίζω, και κάποιοι άλλοι αποφασίσαμε να την βοηθήσουμε με όσους περισσότερους τρόπους μπορούμε.  Αν είστε κάπου που βαριέστε θανάσιμα (στο κομμωτήριο ή στον οδοντίατρο), αν με συμπαθείτε έστω και λίγο, αν έχετε και εσείς ζωντανά πράγματα στο σπίτι που ένα βράδυ θα σας πνίξουν στον ύπνο σας και θα βρούμε μόνο τα κόκκαλα από το κεφάλι σας, αν σας πιάνει αυτό το χριστουγεννιάτικο τρυφερό λιώσιμο, μπείτε να διαβάσετε περισσότερα σε αυτό το blog  ή το facebook group.
Από Δευτέρα πρωί μαζεύουμε.
'Ολα αυτά τα αυτονόητα, τα ψυχαναγκαστικά, τα περιττά, τα δικά μας ζόμπι.
Θα τους φορέσουμε μια γιορτινή κορδέλα και θα τα πάμε κάπου για να αποκτήσουν επιτέλους μία κάποια αξία χωρίς να στοιχειώνουν κανενός τον ύπνο.
Ελάτε να απαλλαγούμε από τέτοιες τύψεις, να έχουμε όνειρα γλυκά και να περάσουμε καλές γιορτές.  Και μαζί μας και μερικοί ακόμα που δεν έχουν χρόνο να τα σκεφτούν αυτά, παλεύουν μόνο για τα βασικά.

2.12.13

Post-party πρήξιμο.

Το Σάββατο η κόρη μου έγινε τριών χρονών και το σπίτι μας γέμισε κόσμο, αφενός γιατί τα διαμερίσματα, ε, δεν είναι και πολύ δύσκολο να γεμίσουν κόσμο και αφετέρου γιατί η δική μου λίστα δεν ταυτιζόταν απόλυτα με την δική της και θα μπορούσα να συμβιβαστώ μόνο με τους δικούς της, αλλά όχι ρε αδερφέ ήθελα και εγώ τους φίλους μου να λέμε κανένα αστειάκι ενώ μεταφέρω το μπολ με τα κεφτεδάκια που δεν έφτιαξα ξερω γω.
Σε κάποια φάση που λίγο χαλάρωσε το πράγμα βρεθήκα στην βεράντα με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι - που δεν στοιχηματίζω ότι ήταν το δικό μου, μαζί με άλλες φίλες μαμάδες από αυτές που τις ξέρω από παλιά και δεν τους έσφιξα πρώτη φορά με εγκαρδιότητα το χέρι την ημέρα του πάρτυ.
Γενικά είχανε λίγο φρικάρει με το θέμα πάρτυ, με την έννοια ότι αυτή η συγκέντρωση αγνώστων γονέων και ειδικά μαμάδων είναι λίγο σπούκυ, ότι μακάρι να μην τις καλέσουν σε κανένα γιατί τί να κάνεις εκεί και τί να λες, ότι στων δικών τους παιδιών θα καλέσουν 7-8 και όχι από το σχολείο, κυρίως φίλων, ότι πώς την παλεύω γενικώς, ωραίο, αλλά εντάξει, ουφ ζόρικο.  Και ζόρικο όχι το διαδικαστικό, το κοινωνικό.
Δεν ξέρω.  Γενικά δεν είμαι πάρα πολύ εύκολος άνθρωπος και εκνευρίζομαι με αρκετούς γύρω μου σχετικά γρήγορα, ενοχλούμαι από πάμπολλες συμπεριφορές, είμαι ψιλοαπόλυτη στα κριτήριά μου και προτιμώ να είμαι απόμακρη και τυπική αντί να πέσω στην αγκαλιά ανθρώπων που δε γνωρίζω χρησιμοποιώντας όλα τα πιθανά υποκοριστικά και πιεσμένα χαμόγελα.  Επίσης, από όταν ξεκίνησα το blog διαπίστωσα ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μαμάδων είναι κάπως weird για τα γούστα τα δικά μου, αλλά ταυτόχρονα πλέον αναγνωρίζω ότι έχω γύρω μου πολλές από αυτές που δεν έπαθαν καμία απολύτως μετάλλαξη και ξέρουν σοφά να μπαλατζάρουν τον χρόνο τους στην κουβέντα μεταξύ παιδιών και όλων των άλλων.  Κάπως έτσι παίζει η κατηγοριοποίηση. 
'Οταν ήμουν εγώ μικρή τα γενέθλιά μου λοιπόν ήταν πως να το πω, μεγάλο θέμα.  Και για μενα και για όλη την τάξη φυσικά που καλούσα χωρίς καμία εξαίρεση.  Τριάντα Δύο. Παιδιά. Σε. Ένα. Σπίτι. Τότε στο Fresh έφτιαχνε γλυκά ο Παρλιάρος και οι τούρτες μου ήταν πάντα από εκεί, αξέχαστη μου έχει μείνει η ολόσωμη Στρουμφίτα, σκέψου 80s ε, όχι τώρα που οι τούρτες μόνο που δεν βγάζουν μικρόφωνο να τραγουδήσουν το Happy Birthday χτυπώντας παλαμάκια.  Σε μερικούς ακούγεται γλυκανάλατο και cheesy, αλλά δεν έχει περάσει χρονιά που να μην έχω γιορτάσει με διάφορους τρόπους και σε διάφορα μέρη τα γενέθλιά μου και να είμαι ευτυχισμένη.  Αυτές τις αναμνήσεις έχω αποθηκεύσει στο κουτί και με αυτές χαμογελάω όταν κοιτάω τις φωτογραφίες στο σπίτι των γονιών μου.
Κουβαλώντας λοιπόν τα οικογενειακά αυτά βάρη, για μένα το να μην κάνω πάρτυ στα γενέθλια των παιδιών, δεν είναι μία πιθανή εναλλακτική.  Θα το κάνω, έτσι όπως εγώ το μπορώ και μου αρέσει, χωρίς θέμα, χωρίς σεταρίσματα στις χαρτοπετσέτες και τα μαχαιροπήρουνα, χωρίς φαγητά σε ελκυστικά για τα παιδιά σχήματα, χωρίς οργάνωση, ταμπελίτσες και καπελάκια, με αλκοόλ, πεταμένα παπούτσια στους διαδρόμους και μια ωραία τούρτα.  'Οπως έλεγα στις φίλες μου στη βεράντα θα το κάνω στα πλαίσια του κάνω-κάτι-για-τα-παιδιά-χωρίς-να-με-ευχαριστεί-ιδιαίτερα.  Υπάρχει και αυτή η θεματική ενότητα, και πιστέψτε με, έχω κάνει πολλά τέτοια.  Δεν τα ονομάζω καταναγκαστικά, αλλά όχι απόλυτα προσωπική επιλογή ρε παιδί μου, τύπου προτιμάς να κάνεις παιδικό πάρτυ ή να πας σαββατοκύριακο στο 'Αμστερνταμ.  Συνέχιζαν να με κοιτάνε με μία συγκαλυμμένη αποδοκιμασία-απορία του τύπου α πα πα, είσαι τρελή, δεν είμαστε εμείς για τέτοια και ΤΙ ΘΑ ΛΕΜΕ.
Μα δεν μιλάμε και ιδιαίτερα όταν κάνουμε εμείς το πάρτυ, εκτός από τα "α, μα εμείς ευχαριστούμε που ήρθατε", σε στυλ απορρυθμισμένης stepford wife που κόλλησε η μπαταρία, ε ωραία, και όταν θα πηγαίνουμε στων άλλων θα πρέπει να κοινωνικοποιηθούμε και ΤΙ ΘΑ ΛΕΜΕ, τεράστια φρίκη.
Εντάξει μωρέ, σκέψου πόσες φορές έχεις βγει αμήχανο, αποτυχημένο date.  Σκέψου πόσες άλλες έχεις προσγειωθείς σε παρέα που ήθελες να περιλούσεις αν όχι με βενζίνη τουλάχιστον με βρίσιμο, σκέψου μπροστά από πόσες απόψεις έχεις αναγκαστεί για διάφορους λόγους - προσωπικούς, επαγγελματικούς ή κοινωνικούς - να βουλώσεις το στόμα σου ενώ θα τα έλεγες τόσο ωραία και δυναμικά στην πραγματικότητα, σκέψου πόσες συγκεντρώσεις σε σπίτια έχουν καταλήξει σε χασμουρητά αντί σε ακατάληπτα πιωμένα γέλια, σκέψου πόσα τρίωρα από την ζωή σου δεν έχουν αγγίξει οργασμική ευχαρίστηση, σκέψου πόσα συμβιβαστικά δείπνα, ανόρεχτους καφέδες, επικές μαλακίες με βότκα έχεις γευτεί.  Δεν είναι μόνο τα παιδικά πάρτυ στα οποία παρατηρείται φρικαλέα συγκέντρωση ατόμων με εμμονές στην κουβέντα (χμ, φαντάζεστε για τί) και απόψεις που μυρίζουν αποστήθιση από κάποιο ξεχασμένο εγχειρίδιο.
Τώρα αν όλο αυτό είναι not-so-cool τί να σου πω, εγώ κοιτάω τα παιδάκια που ξεκαρδίζονται τρέχοντας γύρω γύρω σαν αφηνιασμένα, τις μαμάδες φίλες μου που βγάζουν φωτογραφίες πάνω από την τούρτα Peppa pig τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους και διαφωνώ περίτρανα και γι'αυτό.

Κλείνω, όπως ξεκίνησα.  Το Σάββατο η κόρη μου έγινε τριών χρονών, χρόνια πολλά Κλο, σ'αγαπώ μέχρι ασφυκτικού σκασμού, το αυτονόητο δηλαδή, αλλά ας το ξαναπώ.

πι.ες: η τούρτα είναι από την Μαρία κ το www.cakesandcookies.gr :)

28.11.13

Poor παππούς.

Δεν θυμάμαι πώς ήρθε η συζήτηση χθες βράδυ, πάντως ο γιος μου στρώθηκε σοβαρός στον καναπέ και με ρώτησε πώς κατουράνε οι άνθρωποι που δεν βλέπουν.
Εκεί μπερδευτήκαμε μάλλον σε πάρα πολλά θέματα για τους τυφλούς εκ γενετής, για τα μπαστούνια, για εκείνους που τυφλώθηκαν στη διάρκεια της ζωής τους, για τους εκπαιδευμένους σκύλους, για την εξάσκηση, για την βοήθεια από τους άλλους, για πράγματα που ξεσήκωναν από πίσω τους ορυμαγδό ερωτήσεων από 5χρονο που δεν ήξερα όλες να απαντήσω και ολόσωστα, ή ίσως κατανοητά για την ηλικία του.
Συνέχεια είχαν οι κωφάλαλοι, όπου ενθουσιάστηκε με την επίτευξη συνεννόησης με τη νοηματική προσθέτοντάς τη με σιγουριά μέσα στις υπόλοιπες γλώσσες που πρέπει να μάθει στο μέλλον για να να κάνει φίλους από όλο τον κόσμο - αυτό έχει προκύψει γιατί ένας κολλητός του μετακόμισε στο Βελιγράδι και το είχε πολύ άγχος, για να προσθέσει μόνος του ότι υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι που δεν έχουν καθόλου χέρια ή πόδια.  Του λέω ότι κατά τη γνώμη μου το χειρότερο είναι η επίκτητη τύφλωση, δεν πείθεται μάλλον, ξαναγυρίζει την συζήτηση στους ανθρώπους που δεν είναι αρτιμελείς.
- Ευτυχώς σε πολλές περιπτώσεις η επιστήμη μπορεί να τους βοηθήσει και να ζουν σαν να έχουν αυτό που τους λείπει.
- Τί εννοείς;
- Εννοώ ότι κατασκευάζονται τεχνητά χέρια ή πόδια και τοποθετούνται εκεί που πρέπει για να μπορούν να κάνουν βασικά πράγματα μέσα στην ημέρα τους.  Να, κοίτα. (ξεκινάω παντομίμα με άκαμπτα δάχτυλα δείχνοντας πώς μπορούν υποτίθεται να φάνε, να πιούνε ή να φορέσουν το παντελόνι τους).
- Δηλαδή, πλαστικά;
- Eεεε, σαν πλαστικά.  Και από άλλα υλικά.
- Μμμμ.  Δηλαδή ψεύτικα.
- Αυτό σου φαίνεται το χειρότερο; Τα ψεύτικα χέρια και πόδια.
- Ναι.  'Οχι, όχι περίμενε.  Το χειρότερο μου φαίνεται αυτό που έχει πάθει ο παππούς.
- Τί έχει πάθει ο παππούς;;;;
- Άστα.  Δεν το ξέρεις; ΕΧΕΙ ΨΕΥΤΙΚΑ ΔΟΝΤΙΑ.

18.11.13

Κάποιοι φίλοι που μιλάνε για τον δημόσιο θηλασμό, κανένα εγχειρίδιο.

via mckenziemilkymamas.wordpress.com 
Διάβασα πριν από λίγο καιρό ότι η πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου έχει θεσπιστεί στη χώρα μας σαν εβδομάδα προώθησης του μητρικού θηλασμού.  Απ'ότι βλέπω στο worldbreastfeedingweek.org, η εβδομάδα αυτή παγκοσμίως είναι στις αρχές Αυγούστου αλλά εδώ αρχές Αυγούστου αράζουν μέχρι και τα μυρμήγκια, άρα μάλλον δεν έπαιζε.
Στα πλαίσια αυτής της εβδομάδας λοιπόν, γίνονται διάφορες δράσεις που στόχο έχουν την ενημέρωση, την αφύπνιση και την ευαισθητοποίηση του κοινού και ειδικά των μαμάδων για τα γνωστά σε όλους - πιστεύω - οφέλη του μητρικού γάλακτος έτσι όπως συζητήθηκαν "το 1990 στη Συνάντηση Κορυφής για τα Παιδιά, όπου οι εκπρόσωποι όλων των κρατών του κόσμου δεσμεύτηκαν να δραστηριοποιηθούν ενάντια στην τάση αποφυγής του μητρικού θηλασμού και υποκατάστασής του από βρεφικό γάλα του εμπορίου" (απόσπασμα από το φυλλάδιο H καλύτερη αρχή για την ζωή, Unicef).  H πιο συνηθισμένη από αυτές τις ενέργειες λοιπόν, είναι ο ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός σε κεντρικά σημεία της εκάστοτε πόλης στην οποία διοργανώνεται, στην Αθήνα για παράδειγμα φέτος έγινε στο Ζάππειο, όπου γίνεται το αυτονόητο.  Μαμάδες θηλάζουν τα παιδιά τους σε εξωτερικό δημόσιο χώρο, σε κοινή θέα, στα πλαίσια μιας γενικότερης γιορτής που όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, επιχειρεί και να μας κάνει όλους λίγο πιο φιλικούς να το πω, άνετους ίσως, υποστηρικτικούς σίγουρα, συνανθρώπους απέναντι στη θηλάζουσα μητέρα.  Να πω βέβαια ότι δεν έχω πάει ποτέ, δεν έχω περάσει καν τυχαία, δεν ξέρω αν γίνονται τίποτα περίεργα πείτε αν είναι.
Για κάποιο λόγο που πάλι δεν κατανοώ - και ξαναλέω για να μην μπερδευόμαστε, αυτό που δεν κατανοώ δεν έχει να κάνει με την άποψή μου για το θηλασμό, την οποία έχω πει πώς την βίωσα τότε, εδώ - διάβασα αναπάντεχα σχόλια απέναντι στην συγκεκριμένη δράση του ταυτόχρονου δημόσιου θηλασμού. Απόρησα με γνώμες περί προκλητικότητας, περί βυζιών, περί ιδιωτικότητας, περί μονομανίας, περί χαζογιορτούλας, περί χούντας, αλλά είπα αυτή τη φορά να μιλήσει και κανένας άλλος γονέας εκτός από εμένα, μπορεί να είμαι και φάουλ ρε άνθρωπε, όσο φάουλ δηλαδή μπορεί να είναι κάποιος που έχει μια άποψη αλλά ακούει και τους γύρω, γιατί εγώ θεωρώ και αυτονόητο τα ομόφυλα ζευγάρια να "γιορτάσουν" ενημερώνοντας για την ανάγκη κατοχύρωσης και προστασίας των δικαιωμάτων τους μέσα από το σύμφωνο συμβίωσης ξέρω γω.
Ευχαριστώ λοιπόν τους φίλους μου Θοδωρή Τσεκούρα, Στέλιο Χριστόπουλο και Στέλλα Κάσδαγλη που μπήκαν στον κόπο, και ελπίζω να διαβάσετε κάτι που δεν είχατε σκεφτεί πιο πριν, θηλάζουσες ή μη, αυτό καθόλου δεν μας απασχολεί.

Θοδωρής:

Πρόσφατα έτυχε να πάω σε ένα αστυνομικό τμήμα και διαπίστωσα ότι οι αστυνομικοί καπνίζουν στα γραφεία τους. Ίσως χρειάζεται εδώ να πω ότι αυτό απαγορεύεται. Όταν αυτοί που πρέπει να εφαρμόζουν το νόμο παρανομούν ασυναίσθητα καταλαβαίνεις ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που όλα είναι τα πάνω - κάτω. Για κάποιο λόγο στη χώρα μας ζούμε σε ένα σαδομαζοχιστικό σύμπλεγμα σχέσεων όπου ο καθένας, με κάθε τρόπο προσπαθεί να μπει εμπόδιο στην ευτυχία του άλλου. Το κράτος μάς παίρνει τα λιγοστά λεφτά που κερδίζουμε. Η εκκλησία έχει γνώμη για το στοματικό έρωτα. Οι άτεχνοι διακόπτουν παραστάσεις. Οι μισάνθρωποι οργανώνουν συσσίτια. Και ασφαλώς ο δημόσιος θηλασμός είναι υπό διωγμό. Λογική συνεπαγωγή του παράλογου. Για εμένα ο δημόσιος θηλασμός είναι αυτονόητος. Μέχρι πρόσφατα δεν ήξερα ότι υπήρχε θέμα. Όμως τα θέματα σε αυτή τη χώρα δεν τα εγείρουν οι σώφρωνες αλλά οι αλλόφρωνες. Χρησιμοποιώντας ως άλλοθι πρότυπα ηθικής που πηγάζουν από γραπτά της εποχής του σιδήρου, παρεμβαίνουν στη ζωή των μόνων ανθρώπων που μπορούν να φέρουν μια ελπίδα σε αυτή τη χώρα. Τις συνειδητοποιημένες μητέρες που έχουν την έγνοια και την αυταπάρνηση να θηλάσουν το παιδί τους αντί να προσφύγουν στην εύκολη λύση του έτοιμου. Στην Αμερική απαγορεύεται η δημόσια κατανάλωση αλκοόλ στο δρόμο. Γι αυτό βλέπουμε στις ταινίες την κλασική σκηνή του αλκοολικού που κρατάει το μπουκάλι μέσα στη χαρτοσακούλα. Αυτό γίνεται γιατί ο νόμος προστατεύει τα παιδιά από το να δουν έναν ενήλικα να κάνει στον εαυτό του κάτι τόσο βλαβερό. Εδώ αυτό δεν ισχύει. Το κράτος στην Ελλάδα δεν έχει φτιαχτεί για να προστατεύει τον πολίτη. Γι αυτό είμαστε μόνοι μας. Η λύση είναι να προστατεύουμε ο ένας τον άλλο. Να δείχνουμε αλληλεγγύη και αν όχι αγάπη τουλάχιστον τουλάχιστον σεβασμό. Ειδικά σ' αυτές τις γυναίκες που θέλουν και μπορούν να κάνουν κάτι τόσο ευεργετικό για το παιδί τους. Κάτι τόσο φυσικό και παραδοσιακό. Κι αν κάποιος σου πει ότι η παράδοσή μας δεν επιτρέπει το γυμνό στήθος μια γυναίκας σε κοινή θέα ας του δώσουμε να καταλάβει ότι ο δημόσιος θηλασμός είναι παλιότερος από οποιαδήποτε παράδοση. Ακόμα κι αν αυτή είναι από την εποχή του σιδήρου.


Στέλιος:


Μου έκανε εντύπωση η ποσότητα της πληροφορίας που δέχτηκα με αφορμή τον 4ο ταυτόχρονο δημόσιο θηλασμό που διοργανώθηκε πριν λίγες ημέρες σε πόλεις ανά την Ελλάδα. Από τη μια επειδή για τους προηγούμενους τρεις δεν είχα μάθει καν οτι έγιναν, απο την άλλη γιατί οι απόψεις και τα σχόλια ερχόντουσαν από όλες τις πλευρές, γονείς και μη, άντρες και γυναίκες, σχετικούς ή όχι με το αντικείμενο. Ξαφνικά όλοι ενδιαφέρθηκαν για το καλό των παιδιών των άλλων - να θηλάσουν να είναι γερά να τα βγάλουν πέρα να μην αρρωσταίνουν να ψηλώσουν και να έχουν λαμπερά μαλλιά και δέρμα. Παίρνω ως δεδομένο πως όλοι οι νέοι γονείς γνωρίζουν πως ο θηλασμός κάνει καλό. Αλλά δεν μπορούν όλες οι μητέρες να το κάνουν, για ξεχωριστούς, δικούς τους λόγους η κάθε μία. Οπότε, από τη στιγμή που δεν υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη για ενημέρωση, σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις έχω την εντύπωση πως επι το πλείστον συμμετέχουν άνθρωποι με μικρές εμμονές, και τάσεις διδακτισμού. Εμμονές γιατί θεωρούν το θηλασμό το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή τους και φαίνονται διατεθειμένοι να εξαντληθούν /υποφέρουν / δοκιμάσουν τις σχέσεις τους με άλλους ενήλικες αρκεί να θηλάσουν, όταν γνωρίζουν πως παιδιά που γεννήθηκαν δεκαετίες πριν και δεν θήλασαν κατάφεραν να μεγαλώσουν κανονικά (κάποια έβγαλαν το λύκειο και με Άριστα, ποιος θα το φανταζόταν), πόσο μάλλον τώρα που οι εναλλακτικές λύσεις είναι πολλές και ποιοτικές. Και τάσεις διδακτισμού γιατί η οργάνωση σε ομάδες αυτόματα διαχωρίζει τους μεν από τους δε, εκείνους που το κάνουν από εκείνους που δεν προσπάθησαν αρκετά (φαντάζομαι πως κανένας λόγος δεν είναι αρκετά σημαντικός για να μην θηλάσει μια γυναίκα). Προσωπικά θεωρώ τον θηλασμό υπερτιμημένο, και ελπίζω μέρος της δημοσιότητας που έχει λάβει τα τελευταία χρόνια να μεταφερθεί προς την παιδική παχυσαρκία και την ενημέρωση για το κάπνισμα. Τα παιδιά κινδυνεύουν περισσότερο από αυτά παρά από το γάλα σε σκόνη.

Στέλλα:


Για αρχή το disclaimer: Θήλασα την κόρη μου 20 μήνες σερί. Και τη θήλασα παντού, στο σαλόνι, στο τραπέζι, στο δρόμο, στην παραλία, σε καφέ, εστιατόρια, συναυλίες και στο γραφείο μια φορά, που είχα πάει να δω αν με χρειάζονταν κάτι. Και είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα κάνει γκριμάτσα μπροστά σε μια γυναίκα που θηλάζει το παιδί της, όχι μόνο γιατί το θέαμα ούτε στο ελάχιστο δεν με ενοχλεί, αλλά και γιατί ξέρω από πρώτο χέρι ότι ούτε δέκα γυναίκες δεν θα θήλαζαν στην Ελλάδα αν δεν μπορούσαν, όλο αυτό τον καιρό, να ζήσουν μια σχετικά νορμάλ ζωή –όχι κλεισμένες στο σπίτι, όχι με την έγνοια «πεινάει το παιδί», όχι σαν να πρέπει να κρύβονται λες και έχουν βγει έξω με στρινγκ και ζαρτιέρες. Όσο σημαντικός κι αν είναι ο θηλασμός. Και, κατά τη γνώμη μου, ο θηλασμός είναι πολύ σημαντικός, για όλους. Όμως έχω κι άλλο (disclaimer): είμαι κάπως πρακτική. Μ’ εκνευρίζουν οι σπατάλες. Σε ενέργεια, λόγια, σαματά. Κι αυτό, στο debate «τι γνώμη έχεις για τις εκδηλώσεις δημόσιων θηλασμών» μεταφράζεται ως εξής: ο λόγος που στην Ελλάδα δεν θηλάζουν αρκετές γυναίκες ΔΕΝ είναι η κοινωνική κατακραυγή. Οι λόγοι είναι η ελλιπής ενημέρωση και η τριβή με την πραγματικότητα του θηλασμού, οι φοβερά αμφιλεγόμενες πρακτικές των μαιευτηρίων, τα συμφέροντα της βιομηχανίας τροφίμων (βλ.γαλάτων), η αθάνατη ελληνική οικογένεια που μοιράζει αβέρτα συμβουλές και δοξασίες σαν κυριακάτικη Free Press σε φανάρι της Αθήνας. Αν μία λεχώνα, που θέλει να θηλάσει, καταφέρει να ξεπεράσει αυτούς τους σκοπέλους, τότε κανένα στραβό βλέμμα στην πλατεία της πόλης δεν πρόκειται να την εμποδίσει να το κάνει. Κι αυτό, με τη σειρά του, μεταφράζεται ως εξής: ας κρατήσουμε δυνάμεις (κόσμο, φωνή, αφιερώματα σε ΜΜΕ, αντοχές απέναντι στις αντιδράσεις, κοινωνικό κεφάλαιο) για δράσεις που χτυπάνε τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος. Και ας αφήσουμε το σαματά στα μωρά που περιμένουν να θηλάσουν, με τρελή χαρά.





11.11.13

Το στρίφωμα.

Βρέθηκα πριν μερικές μέρες σε ένα τραπέζι μόνο με μαμάδες, είχε καιρό να μου συμβεί αυτό, συνήθως βρίσκομαι μόνο με μαμάδες όταν έχουμε και παιδιά μαζί, δηλαδή στα παιδικά πάρτυ.
Γνωριστήκαμε ως μαμάδες, αλλά κάνουμε παρέα από επιλογή, ως νορμάλ άνθρωποι που συζητάνε άλλα εκατό διαφορετικά πράγματα - και για συζύγους φυσικά.
Κάποιες από αυτές τις μαμάδες λοιπόν, ζουν τα ζόρια τους και δεν ξέρω αν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά.  Με τα παιδιά τα πράγματα είναι καταπληκτικά, με τον γάμο είναι δύσκολα.
Αυτό που συμβαίνει και δεν είναι πυρηνική φυσική, είναι ότι συνήθειες και συμπεριφορές που με ευκολία ξεπερνούσες πριν, πλέον είναι απροσπέλαστες.  Οι ατάκες "θέλω το χρόνο μου, θέλω τον χώρο μου" κάποτε ήταν απλά μια καμουφλαρισμένη εισαγωγή ενός καλά προσχεδιασμένου χωρισμού, τώρα αποκτούν μία ουσία και μία σημαντικότητα λόγω της δυσκολίας του εγχειρήματος και λόγω της αμφιβολίας του αποτελέσματος.
Και αν, ας πούμε αν, βρεις ένα όμορφο μικρό διαμερισματάκι που αντέχεις να σαπορτάρεις οικονομικά κοντά στο οικογενειακό σπίτι και πας να κουρνιάσεις εκεί για ένα τρίμηνο ολοκληρωτικά ή τον περισσότερο καιρό, με το παιδί συνέχεια μαζί ή χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε πιθανή βοήθεια, και ανακαλύψεις ότι περνάς ωραία, ήσυχα, ότι μπορείς ακόμα να δουλέψεις, να μαγειρέψεις και να βγεις με τις φίλες σου, ότι αντέχεις να απλώνεσαι σε ένα διπλό κρεβάτι τα βράδια και ότι ξαναβρίσκεις τον χαμένο σου εαυτό, που ω τί οξύμωρο, χάθηκε μέσα στον ανεμοστρόβιλο μιας παθιασμένης σχέσης, τότε γυρίζεις πίσω και βάζεις κανόνες.  'Η χωρίζεις.
Αλλά, ας μην τον κατηγορούμε και συνέχεια αυτόν τον Άλλον, γιατί να είναι υποχρεωμένος να "υποκύψει" σε καινούργιες νόρμες, όταν τον διάλεξες, τον ερωτεύτηκες και τον παντρεύτηκες ατσούμπαλο ή τεμπέλη, κολλημένο πάνω σου και ανασφαλή, εγωιστή και ολοκληρωτικό, ατημέλητο ή απρόσεχτο.  Κατά τα φαινόμενα δεν θα δουλέψει.  Μάλλον το κάνεις γιατί χρωστάς στην οικογένεια μια δεύτερη ευκαιρία ή στην παρούσα φάση δεν θες να το πιστέψεις, είναι και λίγο αποτυχία ή σεισμός πολλών ρίχτερ που γκρεμίζει την ντιζαϊνάτη βιβλιοθήκη που με τόσο κόπο έστησες προσεκτικά και την πλήρωσες πολλά λεφτά αυτή τη γαμημένη επένδυση.
Ζητάμε καμια φορά με θέρμη το αδύνατο.  Ζητάμε από τον Άλλον να αλλάξει, να αλλάξει βαθιά.  Επειδή μάλλον αλλάξαμε εμείς που γίναμε μαμάδες και θέλουμε να είμαστε συνεπείς και σε όλα τα άλλα, αυξάνουμε απροειδοποίητα ταχύτητες και με απόγνωση κοιτάμε πίσω και δεν βλέπουμε κανέναν να ακολουθεί - ούτε καν πάνω σε γαϊδούρι.
Δεν δικαιολογώ ούτε την αδιαφορία, ούτε την προσκόλληση, ούτε την αχαριστία, και σε όλες τις ιστορίες που ακούω από τις φίλες μου είμαι ΣΑΦΕΣΤΑΤΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥΣ, απλά καταλήγω στο ότι οι άντρες είναι μάλλον μονομπλόκ, αν σου πάει το στρίφωμα στην αρχή κοντό, καλώς, αν αλλάξει η μόδα και τώρα τα θέλεις μακριά, tough luck, η μοδίστρα δεν είχε αφήσει μέσα ύφασμα, την πάτησες, πρέπει να αλλάξεις φούστα.
Απλά λέω ότι η μόδα ξανααλλάζει.  Συνέχεια.  Και η καινούργια φούστα κάποια στιγμή θα παλιώσει.
Αν μπορείς να μην την κλάψεις είσαι αρχηγός, διαφορετικά θα πρέπει να βρεις τρόπους να την φοράς και να αισθάνεσαι συνέχεια γκομενάρα. 

30.10.13

Απαγορεύεται η είσοδος.

Προφανώς οι περισσότεροι που διαβάζετε έχετε μεγάλη εμπειρία από μαιευτήρια, μάλλον πρώτη από όλες την δικιά σας, και δεν ξέρω πώς τη βιώσατε αυτή τη φάση, εγώ πάντως τελικά αποφαίνομαι, δύσκολα.
Την περασμένη εβδομάδα επισκέφθηκα το κολλητάρι Λήδα και το newborn κοριτσάκι της και σκεφτόμουν κάθε φορά που κατέβαινα προς την έξοδο τί σκατά άλλο μου φταίει εκτός από τις μαίες, που καρατσεκαρισμένο, έχουν όλες, για όλα, εντελώς διαφορετική και δική τους άποψη.
Τις μέρες του μαιευτηρίου θα τις ήθελα ρε παιδί μου, πριβέ.
Χάρντκορ πριβέ, με ταμπέλες δηλαδή έξω από το δωμάτια που θα γράφουν "Απαγορεύεται η είσοδος" και από κάτω κοντινή φώτο ενός ροτβάιλερ. Κατά προτίμηση και φωτεινή.
Δεν θα ήθελα να έρχεται κανείς, εκτός από τον σύζυγο, άντε και κανέναν γονέα για να μην πέσουν στα χάπια από τη στεναχώρια δηλαδή, και θα αποζητούσα μανιασμένα, όπως η γάτα την ξάπλα στη λιακάδα, ηρεμία.  Ησυχία.  'Οχι γνώμες, όχι άλλες γνώμες με εμπειρίες, με απολυτότητα, με γλώσσες ροδάνι και ακατάπαυστες φιλοφρονήσεις, με γέλια, με χειρονομίες, με μπαλόνια και συνθέσεις.
Πόσο κρίσιμες αυτές οι πρώτες μέρες κατά τη γνώμη μου για να αναλώνονται σε αδιάκοπες επισκέψεις συνήθως οποιαδήποτε ώρα βολευτεί ο καθένας - τόσο μουντρούχα εγώ που κάποιες φορές έκανα ότι κοιμόμουν ψεύτικα όταν ήμουν εντελώς εξουθενωμένη και είχα πια πειστεί ότι έχω το πιο όμορφο νεογέννητο του κόσμου, γιατί ξέρεις συνήθως "όλα τα νεογέννητα είναι μωρέ κάπως, αλλά το δικό σου ε, ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ".
Εντάξει τώρα θα πείτε ότι είμαι περίεργη και πάνω απ'όλα ξινή, και προφανώς ο κόσμος θέλει να δείξει την αγάπη του (δεν είπα το αντίθετο) και επειδή μας/σας αγαπάει ή έστω συμπαθεί, βλέπει και το μωρό μας/σας όμορφο, ναι, και αυτό ισχύει, αλλά σκεφτείτε ένα λεπτό.  'Ενα ήσυχο, καθαρό δωμάτιο που μυρίζει μόνο μωρό, και όχι ενίοτε τσιγαρίλα που φέρνουν τα τσουλούφια από τα μαλλιά, μια μαμά που δεν έχει να ανησυχεί γιατί πρέπει να χαμογελάει ενώ βγαίνει φωτογραφία προσπαθώντας να φαίνεται άνθρωπος με την γκρι φόρμα, με τον σύζυγό της δίπλα που δεν έχει να τσεκάρει αν τελείωσε το asti martini ή το ουίσκυ ή τί σκατά πίνατε εσείς τέλος πάντων, να παρατηρούν βαθιά αυτό το καινούργιο ανθρωπάκι που εισέβαλλε στη ζωή τους για να τη φέρει τούμπα.  Να το κοιτάνε με ουσία, πώς αναπνέει, τρώει και κοιμάται, και όχι να αγωνιούν πότε θα το πασάρουν πίσω γιατί ξαφνικά μπήκαν στο δωμάτιο οκτώ χαρούμενοι άνθρωποι που αποστειρώνουν τα χέρια τους με μανία και θέλουν να δουν "σε ποιον μοιάζει το μωρό."
Να μην ακούν τίποτα άλλο παρά μόνο το ένστικτό τους και τις οδηγίες που εκείνοι έχουν επιλέξει, να αφουγκράζονται αυτό το μικρό δικό τους χωρίς εξωτερικά παράσιτα, να προετοιμάζονται όπως μόνο εκείνοι ξέρουν και νιώθουν ότι μπορούν για τη μαγεία - μην γελάτε, υπάρχει και αυτή - των ημερών που θα ακολουθήσουν.
Καταλήγω στο ότι αυτός ο χείμαρρος μπαλονιών και βασικά συμβουλών δεν κάνει καλό.  Αρχικά πριν ανοίξουμε στόμα και πλημμυρίσουμε την νέα μαμά με αυτές, πρέπει να αναλογιστούμε το αυτονόητο.  Μας τις ζήτησε;  Και αν ναι, της τις ψιθυρίσαμε γλυκά με επίλογο πάντα, μην ανησυχείς, είστε όλοι καλά, θα τα καταφέρεις, ή τις ξεράσαμε σε bullet points με την σιγουριά της αυθεντίας φράου Χέλγκα μπουκώνοντας ταυτόχρονα ένα cup cake σε παστέλ αποχρώσεις.
Θα μου πεις εμείς ζήσαμε το hype κοπελιά και μας άρεσε, αισθανθήκαμε σταρ έστω και για λίγο, εσύ κυρία Παραξενίδου ας ηχογραφούσες κραυγές από αγριόσκυλα να ακούγονται από μέσα, άντε και παράτα μας.
Σεβαστό.  Σας λέω όμως μπουκώνοντας ένα τιραμισού, γιατί δεν μου βρίσκεται εδώ κερασματάκι μαιευτηρίου, με το φρύδι της Φράου σηκωμένο, ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα έτσι και η μετάβαση στην υποτιθέμενη ανώμαλη οικιακή προσγείωση, πολύ πιο γλυκιά.
Εγώ δηλαδή έσφαλα δύο φορές, ασυγχώρητη πραγματικά, τρίτο δεν θα κάνω, αλλά αν, ε και έρθει κανείς.  Θα του κόψω τα πόδια ;-)

πι.ες: Επειδή δεν ανεβάζω αναρτήσεις συχνά δυστυχώς (για εμένα), δεν λέω και νέα ρε σεις.  Γράφω και στο Ταλκ, ένα καθόλα νορμάλ free press για γονείς, καθόλου με το ζόρι.  Δείτε εδώ.

πι.ες: στο section νέα, που ευελπιστώ κάποια στιγμή να γίνει ρε παιδί μου, ξέρεις, SECTION, αναγνωρίζω στην Ήβη, εκτός από τους εξαιρετικούς χυμούς, ότι είναι και ένα brand με χιούμορ.  Για του λόγου το αληθές δείτε τί έστειλε σε εμένα, μεταξύ άλλων (χυμών και ανθρώπων) φυσικά.



  

14.10.13

Κορίτσια αντιλόπες.

Προχωράμε και οι τρεις χέρι χέρι, ο ένας δεξιά, η άλλη αριστερά, εκείνος με πυροβολεί με απορίες από την δημιουργία του σύμπαντος μέχρι τα μπετά της οικοδομής και εκείνη μάλλον τραγουδάει.
Συνήθως δηλαδή τραγουδάει, ή μιλάει θεατρικά, με γκριμάτσες και αλλαγές φωνών.
Δεν φοράει τίποτα στα μαλλιά, τα θέλει να είναι "κουνιστά" και αν ήταν απόλυτα στο χέρι της θα ντυνόταν με μωβ, γκλίτερ, κάπου, έστω στην κάλτσα, μια hello kitty, θα είχε πάνω της κρεμασμένη μία μεγάλη τσάντα με υφασμάτινα λουλούδια και δεν θα φορούσε παπούτσια.
Αυτά που μάλλον κάνουν όλα τα κοριτσάκια δηλαδή.
Δεν ξέρω αν είναι ιδιαίτερη, εμένα τα περισσότερα παιδάκια κοντά στα τρία χρόνια μου φαίνονται χαριτωμένα, έξυπνα και γοητευτικά, αν δε καταφέρνουν να γυρίζουν πίσω το μήνυμα, το χαμόγελο ή την ερώτηση, είναι μάλλον και αξιολάτρευτα.
Παρόλα αυτά οι αντιδράσεις του κόσμου γύρω μας δεν είναι οι ίδιες απέναντι στα κοριτσάκια και τα αγοράκια.  Θυμάμαι ο γιος μου σε αυτή την ηλικία κέρδιζε τους περισσότερους αν φορούσε ένα "ασυνήθιστα" αγορίστικο αξεσουάρ ή αν άνοιγε το στόμα του.
Η κόρη μου δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ.  Σκύβουν όλοι στο μέρος της, της χαϊδεύουν τα μαλλιά οι γιαγιάδες μέσα στα μαγαζιά, την χαιρετάνε οι μαμάδες στο φαρμακείο, την περιμένει υπομονετικά για να σκανάρει η ταμείας στο σούπερ μάρκετ, της βγάζουν γλώσσα οι οδηγοί από τα απέναντι αυτοκίνητα, της στέλνουν φιλάκια νεαρές κοπέλες και μετά σκουντάνε το μπράτσο του αγοριού τους να στείλει και εκείνος - τις πιο πολλές, τα αγόρια της χαρίζουν ένα απίστευτα γενναιόδωρο χαμόγελο.
Βλέπω τα βλέμματά τους στο δρόμο - κατευθείαν πέφτουν εκεί, στ'αριστερά μου, τόσο στοχευμένα που καμια φορά στεναχωριέμαι, και μετά κάτι ψιθυρίζουν.
Η κόρη μου δεν είναι καμία ανεπανάληπτη κουκλίτσα, ούτε κανένα girly girl πώς να το πω, δεν ξέρω καν αν είναι πιο ποζάτη από τα υπόλοιπα κορίτσια της ηλικίας της, βλέπω προσπαθώντας να είμαι "αντικειμενική" ότι είναι πολύ γελαστή, ναζιάρα και με άποψη.  'Οχι όμως extraordinary.
Κάθε παιδί είναι φυσικά ξεχωριστό, και η προσωπικότητά του ξεδιπλώνεται ανάλογα με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε εμείς οι ίδιοι την αντίληψη που έχουμε για τη ζωή του.  Όπως λέει ο dr. David Stein, καθηγητής Ψυχολογίας στο Virginia State University στο Petersburg, "υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που διαχειριζόμαστε τα αγόρια από τα κορίτσια και αυτό ξεκινάει ακόμα και από ίδιες τις μαίες την στιγμή της γέννησης.  Μιλάμε πιο γλυκά και απαλά στα κορίτσια, ενώ συνήθως πετάμε πιο εύκολα τα αγόρια στα βαθιά" (δεν είναι καμια τεράστια σοφία, αλλά αυτό με τις μαίες μου έκανε μια κάποια εντύπωση).
Και αν αντικειμενικά είναι πιο τρυφερή η εικόνα μιας μικρής που νανουρίζει μια κούκλα μωρό, από εκείνη του αδελφού της που εκτοξεύει με μανία το αυτοκινητάκι στους αστραγάλους της νονάς του, δεν καταλαβαίνω γιατί το λιώσιμο είναι τις πιο πολλές φορές μεγαλύτερο κοιτώντας την, όταν και τα δύο χορεύουν την αδιανόητη μαλακιάρα μέγκα παιδικό χιτ gangnam style ή οτιδήποτε παρεμφερές τέλος πάντων.
O κόσμος μοιάζει να είναι αγγελικά πλασμένος για τα μικρά κορίτσια.  Μοιάζει να είναι δημιουργικός, ανάλαφρος, συμπονετικός και με κατανόηση.  Σαν να μη χρειάζεται να προσπαθήσουν πολύ, περπατάνε ξυπόλητες στο Φισκάρδο με ένα μεγάλο καπέλο και ένα ημιδιάφανο φορεματάκι και όλοι βλέπουν μπροστά τους μία μελλοντική Μπε Μπε, λίγο ακόμα και θα ζητήσουν αυτόγραφο, ή, πιο ρεαλιστικά, θα βγάλουν μία φωτογραφία στα κλεφτά.
Και δυστυχώς κάποια από αυτά τα κοριτσάκια πολλές φορές μένουν πίσω μεγαλώνοντας, αυτός ο κόσμος τις μαθαίνει όντως να μην προσπαθήσουν πολύ. Προχωρούν μέσα στην καταιγίδα της ζωής τους και τις νοιάζει μόνο να μην βραχούν, ιδανικά ψάχνουν και κάποιον να τους κρατήσει την ομπρέλα, ενδυναμώνοντας το στερεότυπο της μικρής χαριτωμένης με το μαγιό όλο φρου φρου. Φοβούνται να κοιτάξουν μέσα στην καταιγίδα και να ψάξουν τον ήλιο.  Οι εξελίξεις τις γκρεμίζουν και οι κοινωνικές νόρμες τις φυλακίζουν, καθώς τα αγόρια πατάνε στα πόδια τους και δυναμώνουν, ισχυροποιώντας τη θέση τους σαν αγέρωχοι προστάτες και για εκείνες δεν αρκεί πια γαμώτο το ψάθινο καπέλο για να γίνουν αρεστές.
Αδιαφορούν πρωτίστως οι ίδιες - και συμφωνούν και οι γύρω τους για αυτό - για την εξέλιξη αυτής της έμφυτης χαριτωμενιάς, εγκλωβίζονται σε αυτό που λίγο αργότερα μετατρέπεται σε αστείρευτη σάχλα και εκεί που έπρεπε να κατακτούν τον κόσμο με ευκολία, κατακτώνται εύκολα όσο και αν καλπάσουν, σαν αντιλόπες από τα λιοντάρια και έτσι μάλλον τα λιοντάρια δεν γίνονται ποτέ χορτοφάγα και επέρχεται ισορροπία.
Σκέψου.  Θα ήταν μεγάλο, Κόσμε, το αβαντάζ.






27.9.13

Πραγματικές γατίσιες ιστορίες.

(αν δεν σας συγκινούν τα ζώα, τα παιδιά ή τα αστέρια, μην μπείτε στον κόπο)

Δευτέρα βράδυ πέρασα ένα πολύ δύσκολο βράδυ.
Μετά από 19 χρόνια, πολλά δάκρυα και πάρα πολλά χάδια, η πιο άγρια ντομέστικ γάτα του κόσμου, η Λούνα μας, "κοιμήθηκε" σε ένα ιατρείο στη Μιχαλακοπούλου.  'Οχι, μαλακίες, δεν κοιμήθηκε, πέθανε, της κάναμε ευθανασία γιατί η νεφρική ανεπάρκεια την είχε καταδικάσει πλέον σε μία πολύ κακή, μη αναστρέψιμη ποιότητα ζωής.
Την επόμενη μέρα το μεσημέρι φώναξα τα παιδιά στο δωμάτιό μου και τους ανακοίνωσα ότι η Λούνα δεν τα κατάφερε τελικά χθες που πήγαμε στο γιατρό, και πέθανε, γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη και άρρωστη.
Η Κλο με κοίταξε περίεργα μόνο για δύο δευτερόλεπτα, μάλλον γιατί ήμουν βουρκωμένη.
- Αααα, και τώρα δεν έχουμε γατούλα, ντιν νταν ντον!  Πάω να μαγειρέψω.
"Μικρή γαϊδούρα" σκέφτηκα από μέσα μου.
Ο Βάλτερ άνοιξε θεόρατα τα μάτια και το στόμα, γέμισε τα πνευμόνια με αέρα και τον έβγαλε όλο με δάκρυα, με φοβερή ένταση, με φωνή.  Κουλουριάστηκε στην αγκαλιά μου και με ρωτούσε διάφορα γιατί, του εξήγησα όσο πιο απλοϊκά μπορούσα για τα νεφρά, για τα σωληνάκια που έχουμε μέσα μας και εκεί κυκλοφορούν διάφορα υγρά, για τα χρόνια τα γατίσια που δεν είναι ίδια με τα δικά μας, για το πόσο πολύ έζησε η Λούνα, για την αγάπη που έπαιρνε και έδινε με τον τρόπο της, για το ότι καμία άλλη γάτα που ξέρω δεν έχει αντέξει τόσο καλά και τόσο πολύ.  Εκεί λίγο ηρέμησε, όσο του μιλούσα μου φαινόταν σαν να του έπαιρνα λίγη λίγη στεναχώρια μακριά.
Με ρώτησε τα πάντα για τη ζωή της, ήθελε να μάθει για την μαμά της, τον μπαμπά της, πώς μεγάλωσε και τί έκανε όταν ήταν ένα τόσο δα μικρό γατάκι.  Το ανατριχιαστικό - μη γελάτε - ήταν ότι εγώ ήξερα και την μαμά και τον μπαμπά της.  Ξαπλώσαμε δίπλα και του είπα την ιστορία.  Ανάψτε τσιγάρο.
"O μπαμπάς της, ήταν ο πιο κούκλος γάτος της γειτονιάς, ο γάτος μου.  Γκρι φουντωτός με πράσινα μάτια, μεγάλος αλήτης, τον ήθελαν όλες οι γάτες και τον φοβόντουσαν όλοι οι γάτοι.  Όταν ήταν μαζεμένοι και ο Έλμο έκανε την εμφάνισή του, εκείνοι σκορπούσαν για να τον αφήσουν να περάσει. Μέσα από όλες τις γάτες, ο 'Ελμο ερωτεύθηκε την Βλήτα (νταξ ας μην το αναλύσω και αυτό το όνομα,σε λίγο θα νομίζετε ότι διαβάζετε Κάρμεν Ρουγγέρη), και αυτή πρασινομάτα, τιγρέ, ψηλόλιγνη. Μαζί έκαναν 6 πανέμορφα γατάκια, στην πιλοτή της πολυκατοικίας που ζούσα τότε με την γιαγιά και τον παππού.  Λίγες μέρες μετά ενώ ο Έλμο είχε πάει βόλτα με τους φίλους του και η Βλήτα τάιζε τα γατάκια της μέσα στο μεγάλο κιβώτιο με την χνουδωτή κουβέρτα, άρχισε μία τρομερή βροχή.  Μπουμπουνητά, κεραυνοί, θόρυβοι φοβεροί, λιμνούλες, και η Βλήτα με ένα τιγράκι μωρό γατί στα δόντια, το μόνο που ήταν ολόιδιο με εκείνη, ανεβαίνει στο τσίγκινο υπόστεγο απέναντι από το παράθυρό μου, αγέρωχη, ατάραχη, ψηλόλιγνη, δεν το σκέφτεται ούτε μία στιγμή και το παρατάει εκεί, ανήμπορο, μόνο, μέσα στην καταιγίδα.  Φεύγει αργά και γυρίζει στο κιβώτιο με την χνουδωτή κουβέρτα, στα άλλα μικρά της, τα πιο τυχερά, τα εκλεκτά, αφήνοντας αυτό να σκούζει πανικόβλητο.
'Ετσι απλά επειδή εγώ ήμουν πίσω από το σωστό παράθυρο τη σωστή ώρα, προς τα τέλη του Σεπτέμβρη, το τρομαγμένο μικρό σώθηκε από τις ρόδες των ηλιθίων που γκαζώνουν στα στενά και έγινε η αλανιάρα γάτα του σαλονιού.  H Λούνα."  Παύση.
- Δεν καταλαβαίνω.  Γιατί την άφησε η μαμά της;
- Εμ, μάλλον αγάπη μου είχε πολλά μωρά και δεν μπορούσε να τα ταΐζει όλα, είχε κουραστεί, το γάλα της δεν έφτανε.  Την άφησε για να τη βρούμε.
Η συζήτηση φαινομενικά τελείωσε εκεί.  Οι συζητήσεις όμως με τον Βάλτερ δεν τελειώνουν ποτέ εκεί, οι συζητήσεις βασικά με τον Βάλτερ δεν τελειώνουν ποτέ, ακόμα και τρία χρόνια μετά τις συνεχίζουμε σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Το βράδυ λίγο πριν ανέβουμε τα σκαλιά της πολυκατοικίας μετά από βόλτα, με τράβηξε επίμπονα από την μπλούζα.
- Μαμά, όταν πέθανε η Λούνα στο ιατρείο στη Μιχαλακοπούλου, εκείνη ακριβώς την ώρα, βγήκες στο δρόμο;
Τρίκυ.  Μόνο ναι μπορεί να είναι η απάντηση, αλλιώς μπλέξαμε.
- Εκείνη την ώρα κοίταξες ψηλά στον ουρανό, είδες ένα αστέρι να αναβοσβήνει;
Κόμπος στο λαιμό, κούνημα κεφαλιού, θόλωμα όρασης.
- Την ώρα που κάποιος πεθαίνει, άνθρωπος ή ζώο, εκείνη την ώρα αν κοιτάξεις στον ουρανό θα δεις ένα αστέρι να αναβοσβήνει.  Είναι το δικό του, κάθεται εκεί πάνω.
Γυρίσαμε και οι δύο τα κεφάλια μας ψηλά, ένα αστεράκι τρεμόπαιζε, του είπα νάτο, αυτό είναι, γέμισε το πρόσωπό του από χαμόγελο, άπλωσε το χέρι χαιρετώντας και άρχισε να φωνάζει, γειά σου Λούνα, σε βλέπουμε, μας βλέπεις, μας βλέπεις;
- Μαμά θα αρχίσω να φτιάχνω αυτό το διαστημόπλοιο.  Όταν τελειώσω θα ανέβω εκεί, θα πάρω την Λούνα και την Πέρλα μαζί με τα αστέρια τους και θα τις φέρω σε ένα μεγάλο κλουβί στη βεράντα μας για να μην ξαναφύγουν ποτέ.  Αλλά το καλό ξέρεις ποιο είναι; (φυσάω μύξες, με έχει κάνει κομμάτια και θέλει κι άλλο).  Τώρα που η Λούνα είναι εκεί, έχει βρει τη μαμά της τη Βλήτα.  Και επειδή η Λούνα τώρα είναι μεγάλη, η Βλήτα της έχει εξηγήσει και εκείνη έχει καταλάβει.  Δεν της κρατάει πια κακία της μαμάς της.

πι.ες: έχω κι αυτό.


12.9.13

Τοξικά σχολεία.

Ωραία, τώρα μάλλον έχουμε τακτοποιηθεί όλοι, έχουν πάει τα παιδιά στα σχολεία, έχουμε σκουπίσει τον ιδρώτα της αγωνίας και την συγκίνηση από το πρόσωπο, και ίσως ακόμη να μην έχουμε αγοράσει καινούργιες τσάντες.
Εγώ ας πούμε δεν αγόρασα.  Δεν μου τη ζήτησαν και είπα για μια φορά να μην είμαι μαλάκας, να σκάσουν μύτη με την περσινή και να κρατηθεί η τσάντα αν ζητηθεί ως καβάντζα δώρου σε άλλη περίσταση. (τί, όχι; θα το θυμηθούν; δεν ξεφεύγω με την καμία από την πριγκήπισσα που κρέμεται στο διπλανό γάντζο;)
Και αφού δηλαδή έχουν φανερωθεί περίπου όλες οι σχετικές αναρτήσεις που καλύπτουν την θεματολογία του γονιού που το ψάχνει διαδικτυακά για το ξεκίνημα/επιστροφή στα σχολεία ή αλλιώς, back to school που πολύ αγαπιέται, και έχουν δοθεί οι σχετικές απαντήσεις ή και συμβουλές, εγώ χοροπηδώντας πλέον ανάμεσα στον πολύ ελεύθερο χρόνο μου σκέφτομαι πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι για τα παιδιά ένα ξεκίνημα σε ένα σχολείο που αντιμετωπίζεται από τους γονείς με τον ζήλο που δείχνουν αντίστοιχα για ένα parking αυτοκινήτων.  Δεν ξέρω πώς οι γονείς παρκάρουν τα παιδιά τους στα σχολεία χωρίς καν να κοιτάνε τις φωτογραφίες στους τοίχους.  Σοβαρά τώρα.
Η τηλεπλάτη που μου μετέφερε την ιστορία είναι φίλη νοήμων, για ένα διάστημα πρώην δασκάλα σε υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας, με ένα κοριτσάκι λίγο πιο μικρό από το δικό μου, που ήθελε να πάει σε ένα σχολείο κοντά στο σπίτι τους στο "δύσκολο" κέντρο, με μεγάλο κήπο, με πολλά ερεθίσματα, με αγγλικά, με μεγάλα παράθυρα και με γλυκές δασκάλες.
Ρώτησε, άκουσε, έμαθε, πέρασε απ'έξω, χάρηκε, το βρήκε.  Πριν το παρκάρει είπε να πάει με τον σύζυγο να τσεκάρουν αν σκαμπάζει τίποτα ο φύλακας - φτιάχτηκαν, ενθουσιάστηκαν, πήγαν.
Τί ωραία πρώτη ανάγνωση, παντού φωτογραφίες των παιδιών που έκαναν πραγματάκια, ήταν σε γιορτές, προφανώς έλεγαν ποιηματάκια, χοροπηδούσαν στον μεγάλο κήπο, χαμογελούσαν έτσι που να φαίνονται όλα τα δόντια.  Γιορτές, γιορτές, πολλές γιορτές.  Και τσολιαδάκια, κι άλλα τσολιαδάκια, αμαλίες, βοσκοπούλες, "ωχ κοίτα ρε συ, ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΑΜΑΛΙΕΣ".
Λίγο στρόφαρε το μυαλό τους περίεργα, αλλά είπαν έλα ρε φίλε πώς έχουμε γίνει έτσι και μας τα έχουν κάνει όλα να φαίνονται ύποπτα, τσολιαδάκια είναι τα παιδιά όχι μαϊμούδες καπουτσίνοι που ξεσκίζουν νεογνά κοτοπουλάκια στο κλουβί τους και προχώρησαν με βήμα αυτοπεποίθησης στο γραφείο της διεύθυντριας.
Δεν ήταν ακριβώς γραφείο, αλλά εικονοστάσι, και αυτό πάλι μπορεί να ενοχλεί κάποιους ανθρώπους και όχι όλους, οι δικοί μου ας πούμε ξαναζορίστηκαν, παρόλα αυτά νομίζω ότι αφενός ντρεπόντουσαν να φύγουν (πολύ ευγενικά παιδιά και τα δύο) και αφετέρου άφηναν το γνωστό benefit (και καλοί άνθρωποι).
Η διεύθυντρια άρχισε να τους περιγράφει το ημερήσιο πρόγραμμα, ακουγόταν εξαιρετικό και πλήρες, και εκείνη τόσο πειστική και άνετη, που είχαν αρχίσει να ξεχνάνε τον Αγ. Γεώργιο που καμάκωνε τον δράκο από πίσω της και να φαντάζονται την κόρη να κάνει γύρω γύρω όλοι μαζί με άλλα ευτυχισμένα παιδάκια στην αυλή, ενώ από πάνω τους θα πετούσε η Μαίρη Πόππινς.  Εντάξει όχι ακριβώς, γιατί αν είχαν υπνωτιστεί τελείως μάλλον θα την είχαν γράψει/παρκάρει και θα είχαν φύγει, και κάπου εκεί λοιπόν πετάγεται η φίλη μου από τον κόσμο του ιδανικού και κάνει την ερώτηση κόλαφο στη σατανική διευθύντρια:
- Αλήθεια έχω μια απορία, ξένους έχετε καθόλου στο σχολείο;
- Ξένους;  Tης Κυψέλης;
Ξαφνικά οι δράκοι βγάζουν φωτιές και οι τσολιάδες καριοφίλια.
- Συγγνώμη κυρία μου (λες να την είπε μαντάμ, χοχοχο, πλάκα θα είχε να την είπε μαντάμ), συνεχίζει η Διεύθυνση και αφού τελικά έχουν συνεννοηθεί για τους μη Έλληνες (εννοούν τους Βαρβάρους, ξεκάθαρα), δηλαδή τί μου λέτε τώρα;  'Οτι θέλετε το παιδί να γυρίσει στο σπίτι και να μιλάει αλβανικά;  Αλβανικά;;;;  Και φυσικά έχουμε ξένους.  Έχουμε Αμερικανούς και Άγγλους από όλες τις γωνιές της Αθήνας, έρχονται ειδικά στο σχολείο μας γιατί εμείς εδώ δεν παίρνουμε της κάθε καρυδιάς καρύδι.  Το ξέρετε ότι αυτά τα ξένα που μου λέτε εσείς δεν εμβολιάζονται; Είναι γεμάτα αρρώστιες, θέλετε κάθε σαββατοκύριακο να τρέχετε την κόρη σας στο Παίδων; Εμείς εδώ παλεύουμε για ένα επίπεδο, για έναν πολιτισμό τώρα που όλα αυτά καταρρέουν, και εσείς με ρωτάτε για ΞΕΝΟΥΣ;;; 
Οι δικοί μου άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο και από πίσω τους πόλεμος με τόξα και σφαίρες, η Διεύθυνση Βελζεβούλης, η Μαίρη Πόππινς καταγκρεμισμένη ψυχορραγούσε, τα παιδιά τραγουδούσαν "και ο πατερούλης διαμελισμένος / στέκεται ο καημένος / δε φωνάζει πια / κι εγώ χορεύω μόνος / γιατί είμαι ο δολοφόνος".
'Αντε περαστικά, καλή σχολική χρονιά να έχουμε.

27.8.13

Κλικ.

Το τηλέφωνο έχει λίγες περισσότερες από τρισήμιση χιλιάδες φωτογραφίες, το γράφω και γουρλώνω τα μάτια μου ενώ σκέφτομαι "μαλάκα είσαι τρελή, φωτογραφίες που αποθηκεύεις δυο φορές το χρόνο, που δεν τις κάνεις τίποτα, που δεν εκτυπώνεις, δεν φτιάχνεις όμορφα άλμπουμ, είσαι μουρλή."
Φωτογραφίες που βγάζουν τα παιδιά τα πόδια τους, ένα πόμολο, κάτι κλαδιά, τον ήλιο πορτοκαλί. Εγώ τη μούρη μου για να καταλήξω στα 37 μου ποιο είναι το καλό προφίλ.  Δεν έχω καταλήξει.
Οι γνωστές σε όλους ινσταγκραμιές, μια πόρτα σκουριασμένη, μια σφουγγαρίστρα πεταμένη, κάτι αξιοπερίεργα για το τουίτερ, μαθήματα χορού κοιλιάς για προνήπια π.χ, και βασικά τα παιδιά μου.
Τα παιδιά μου, παντού.  Σε σχεδόν τρισήμιση γαμημένες χιλιάδες φωτογραφίες, στα πάρκα, στα μολς, όταν κοιμούνται, όταν τρώνε σοκολάτα, όταν αγκαλιάζονται, κάνουν φάτσες, φοράνε αστεία ρούχα, μεγάλα παπούτσια, ζωγραφίζουν, κλαίνε, χέζουν - λες να έχω και από όταν χέζουν; Μπορεί κιόλας.
Επιστρέφοντας ίσως από το ωραιότερο καλοκαίρι της μαμαδίστικης ζωής μου, μάλλον δεν έχει να κάνει μόνο με τα locations αυτό αλλά και με το ότι τώρα είναι τα παιδιά μου στην ηλικία τη σωστή, και χαριτωμένα, και ανεξάρτητα, εστιάζω σε αυτές του φετινού καλοκαιριού.  Έχουν πάρει χρώμα, έχουν ξανθύνει, το καλοκαίρι δίνει ωραίο φόντο στα παιδιά να λάμψουν, θέλουν λίγο από την ανεμελιά των σκληρών από το αλάτι μαλλιών και ξυπόλητα πόδια, and there you go, έχεις θέμα μάνα ψώνιο-θύμα-κούκου, έχεις να κοιτάς και να χαμογελάς για όλο τον χειμώνα που έρχεται.
Εγώ βέβαια λείπω από τις φωτογραφίες.  Θυμάμαι εκείνες τις διακοπές που στο γυρισμό το πρώτο που κάναμε ήταν να εμφανίζουμε τα φιλμ.  Να τις βάζουμε κάτω και να τις ξετινάζουμε.  Να κοιτάμε αν βγήκε ο γκόμενος από πίσω, αν φαίνεται καλά το υπεργαμάτο παπούτσι που συνδιάσαμε με το τόσο τέλειο νησιώτικο ντύσιμο, αν η κοιλιά πετάει, αν το γυαλί μας πάει, αν φαίνεται πάνω σε αυτά τα κομμάτια χαρτί πόσα πραγματικά ξεχωριστά και ανεπανάληπτα περάσαμε σε εκείνες τις ξέφρενες διακοπές στα 22 μας.  
Πριν κάποια χρόνια είχε καεί ολοκληρωτικά το σπίτι της θείας μου και ακόμα με ακούω να ρωτάω την μαμά μου βουρκωμένη, και οι φωτογραφίες τους; κάηκαν όλες;
Eίχαν καεί.  Όπως και οι πρώτες φωτογραφίες του γιου μου, από το λεπτό που γεννήθηκε μέχρι που έγινε δύο μηνών, καταστράφηκαν μαζί με τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή.  Όπως ξεθωριάζουν αυτές που κρατούσα μέσα σε ένα κουτί σαν πολύτιμο θησαυρό από τα χρόνια μου στην Αγγλία, τα θεωρώ από τα πιο σημαντικά γιατί φαντάσου, με έκαναν τον άνθρωπο που είμαι σήμερα, και το κουτί δεν ξέρω καν πού βρίσκεται.
Το τηλέφωνο είναι εύκολο, το ανοίγω όπου και όποτε βαριέμαι και τις κοιτάω.  Βασικά βλέπω τους δυο τους, εκείνη έχει αβίαστη φωτογένεια, εκείνος όχι και τόσο, τους τα έχω μάλλον πρήξει γιατί ποζάρουν εύκολα, εκείνος πάντα σοβαρός και εκείνη θεατρική.  Πόσο καλοκαίρι μυρίζει το τηλέφωνό μου, πόσες άγραφες ατάκες, φαγητά που δεν φάγαμε, βουτιές που μας έπνιξαν, φωνές που βούηξαν στα αυτιά μας, ποτά που μας χύθηκαν, χέρια που μας έσφιξαν, δάκρυα που μας ξέφυγαν.
Mε resolution το επόμενο καλοκαίρι να είμαι περισσότερο παρούσα στις φωτογραφίες, έλα τώρα χωρίς πλάκα, μερικά χρόνια μετά δεν θα τους ενδιαφέρει να βλέπουν τις φάτσες τους, αλλά το "πώς ήταν η μαμά νέα" - OMG TΡΟΜΟΣ - με σιγουριά ότι έχω μετατοπίσει πια από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη μου προτεραιότητα, με ανασφάλεια για την καλή πόζα, με υπόσχεση να αλλάξει λίγο αυτό εδώ το blog γιατί φίλε μου κάπως, χμ, σαν να έχουμε κολλήσει, πατάω το κεντρικό κουμπί.
Μέχρι το επόμενο επιτυχημένο - κλικ, καλοκαίρι, κοκτέιλ με βότκα μανταρίνι, φιλί - καλή συνέχεια to all.



































πι.ες: Η φώτο είναι του Βασίλη Ιωσήφ (κουμπαρούλης), οι πλάτες δικές μας και τα νερά του Μύρτου, εκεί που κοιτάς από ψηλά με δέος και για λίγο πείθεσαι ότι ζεις στην ωραιότερη χώρα του κόσμου.

19.7.13

The holiday combo.

Γυρίσαμε την Τρίτη από ένα μακρύ σαββατοκύριακο με φίλους και παιδιά.
Τέσσερα ζευγάρια, τέσσερα παιδιά λάιβ, ένα σε κοιλιά και η φάση από μακριά λίγο ανομοιογενές μείγμα αν δεν μας ξέρεις, ας είναι καλά οι σινγκλ που ξεπατώθηκαν στο σκάψιμο, στη βαρκούλα πάνω κάτω και στις αγκαλιές.
Η συνταγή για τέτοιες μίνι ή μάξι διακοπές είναι όλοι μαζί γαμώ και λίγο χωριστά, δε χαλιόμαστε πάλι.
Θυμάμαι παλιά, πολύ παλιά, που είχαμε πάει στη Μήλο καμια δεκαριά άτομα και έπεφτε φουλ γκρίνια - άλλος ήθελε να πάει να φάει μετά τη θάλασσα, άλλος να κάτσει στην παραλία με μπίρες μέχρι να σκοτεινιάσει, άλλος να ξυπνήσει το μεσημέρι (εχμ) και άλλος να πάει να εξερευνήσει την πιο δυσπρόσιτη παραλία από το χάραμα.  Εντάξει, πιο νέοι, πιο ωραίοι, χωρίς μεταφορικά μέσα και με υψηλές προσδοκίες από το δεκαπενθήμερο των διακοπών - να βγούμε, να πιούμε, να πηδηχτούμε, να περάσουμε σούπερ όπως θα έλεγαν κάποιοι τώρα με το ε τραβηγμένο και έξι θαυμαστικά ουρά.
Τώρα πια δεν την παλεύω τέτοιου τύπου γκρίνια.  Και γι'αυτό δεν πάω διακοπές με ανθρώπους κου κου ρου κου, γνωριμίες καινούργιες - κι ας έχουν παιδιά - γιατί το μόνο που με ενδιαφέρει εκτός από το να περνάμε καλά μαζί με τα κουβαδάκια, τα κοκτέιλ, τα τάντρουμ και το καλαμαράκι γόνο, είναι να μη ζορίζομαι.
Ξέρω ακούγεται απλό, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο παιδιά, χωρίς πλάκα τώρα.
Ξαναέκανα τσατ με τη Θάλεια (κάπου την έχω αναφέρει πάλι, σιγά μη θυμάστε) και μου έλεγε πως τώρα λίγο παλεύει στο συντονισμό των φίλων με το δικό της πρόγραμμα - έχει ένα μωρό και πρέπει να ψάχνει σκιές, χώρο για καρότσια, τσαντάρες που χωράνε μέσα όλο το σπίτι compressed, κάποιον να την σηκώνει από το κρεβάτι πολύ πρωί και κάποιον να την στέλνει για ύπνο το βράδυ όταν τα υπόλοιπα παρτάλια είναι στο πικ των φιλοσοφικών συζητήσεων (αυτά τα τελευταία είναι δικά μου ε, μην τη σχολιάζετε την κοπέλα).  Δεν συντονίζεται απόλυτα γιατί πιστεύω, επειδή το έχω περάσει και εγώ, ότι εκείνη ζορίζεται πιο πολύ να μη γίνει βάρος από ότι το βιώνουν οι άλλοι γύρω της.
Ούτε που θυμάμαι όταν γέννησα τον Βάλτερ πόσο καιρό έκανα να καλέσω άνθρωπο σπίτι από αυτά τα καλέσματα τα κανονικά εννοώ, που ανάβεις κεριά στη βεράντα και πίνεις κρασί μασουλώντας πατατάκια με θαλασσινό αλάτι (έχει και ποταμίσιο, δεν ξέρω) και μαύρο πιπέρι και κουτσομπολεύεις με χάχανα το ανθρώπινο είδος.  Δηλαδή παρακαλούσαν οι άνθρωποι να έρθουν να αράξουμε και ας θήλαζα, και ας σηκωνόμουν κάθε δεκάλεπτο και ας εξαφανιζόμουν για να ξαπλώσω δίπλα στο μωρό μέχρι να ξανακοιμηθεί, να το αλλάξω, να ελέγξω αν ζεσταίνεται, αν κρυώνει, αν αναπνέει.
Το έκανα σιγά σιγά με πολύ πολύ δικούς μου ανθρώπους που δεν έδιναν απολύτως καμία σημασία ούτε στις υστερίες ούτε στις ενοχές μου, που με πίεσαν να είναι εκεί, που απαίτησαν να βγουν με τα παιδιά μου βόλτα, να τα πάω στο σπίτι τους, να φύγουμε όλοι μαζί ένα σαββατοκύριακο, να είναι στη ζωή μας.
Σκέφτομαι ότι με κάποιους ανθρώπους μας ενώνουν τα παιδιά.  Με κάποιους άλλους τα φεστιβάλ, με άλλους τα σόσιαλ μίντια και με άλλους η δουλειά.  Δεν είναι κακό.  Το δυσκίνητο είναι όταν θες να τους κάνεις όλους να τους αφορούν όλα. Πήγα πέρυσι σε μία συναυλία με μία μαμά και νομίζω ότι ήταν η χειρότερή μου έβερ.  Καλά υπερβάλλω αλλά μου τα πρηξε, καλοπροαίρετα πάντα, γιατί νόμιζε ότι βγήκαμε για σμολ μαμαδίστικο τοκ.  Αντίστοιχα έχω φίλη που δεν πολυτρελαίνεται με τα παιδιά και προτιμώ να τη δω λιγότερο, αντί να ζοριστούμε και να φορέσουμε και οι δύο το προσωπείο της γλυκούλας αγαπημένης.  Επίπεδα φιλίας, γνωριμιών, ανοχής.
Και μια ειδική θέση στην καρδιά μου για τους μαγικούς εκείνους ανθρώπους μετρημένους στα δάχτυλα, που παίρνουν όλο το combo χωρίς να διαμαρτύρονται κι ας μην τους αρέσει πολύ η σως με τσένταρ και μπέικον.  Αυτούς θα τους κουβαλάω μαζί μου όλο το φετεινό καλοκαίρι και για πολλά χρόνια ακόμα.


1.7.13

O κύκλος των φωνών.

Δεν θυμάμαι πώς ξεκινάει πάντα, οι αφορμές καμια φορά μπορεί να είναι ότι το σχολικό μάς έχει ήδη χτυπήσει κουδούνι και ο Βάλτερ εκείνη την ώρα θυμάται να ολοκληρώσει τη ζωγραφιά του ή να ψάξει να πάρει μαζί του τα κορδελάκια που έχει μαζέψει από το προχθεσινό πάρτυ, ή ότι έχει κατεβάσει για δέκατη φορά όλα τα μαξιλάρια του καναπέ στο πάτωμα για να φτιάξει σπιτάκια συνήθως μπροστά από την πόρτα του μπάνιου ή της κουζίνας, ή ότι πειράζει τη Χλόη λόγω αυξημένου επίπεδου βαρεμάρας και της τραβάει όλη την ώρα το τσιμπιδάκι, δε ξέρω, άπειρα τέτοια θα συμβαίνουν σε όλα τα σπίτια, σε όλες τις οικογένειες με παιδιά.
Είναι τέλος πάντων εκείνο το κομβικό σημείο που η διαφορά στο πώς αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα γίνεται μέσα στο κεφάλι μου ωρολογιακή βόμβα έτοιμη για έκρηξη.
Τικ Τοκ Τικ Τοκ.
Και αν η βόμβα θα εκραγεί δεν εξαρτάται από έναν μόνο παράγοντα, να πεις θα τον απομονώσω, ή θα παλέψω να τον εξαφανίσω, αλλά από τόσους διαφορετικούς και σίγουρα ανεξάρτητους από εκείνον γαμώτο.
Και φωνάζω. ΦΩΝΑΖΩ και σιχαίνομαι να φωνάζω.
Φωνάζω και ξέρω εκείνη την ώρα ότι δεν πρέπει να το κάνω, ότι το μόνο που μαθαίνει από εμένα είναι να φωνάζει και εκείνος, να αφήνει τον θυμό του να τον κυριεύει, το νεύρο του να τον τυλίγει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, μαθαίνει να μεταμορφώνεται σε έναν άνθρωπο που αν τον συναντούσα έξω θα του γύριζα την πλάτη περιφρονητικά, θα απορούσα με τον τρόπο και τον κόσμο που μεγάλωσε, θα πατούσα γκάζι με χειρονομία είσαι τρόμπας και εκείνος μάταια θα με κυνηγούσε για να ουρλιάξει στο αυτί μου κάτι χαριτωμένο του τύπου "γαμώ τη μάνα σου μωρή" και άλλα τέτοια οδηγικά και πολιτισμένα.
Μιλούσα πριν κάποιες μέρες με τον Θοδωρή και την Κατερίνα και μου έλεγαν ότι όταν ο μικρός τους φωνάζει, εκείνοι ψιθυρίζουν, χαμογέλασα, μου φάνηκε υπέροχη ιδέα και μετά σκέφτηκα όλα αυτά τα φανταστικά που έκανα και εγώ με το πρώτο παιδί.  Που είχα διαβάσει πολλά βιβλία και είχα ακούσει πολλούς ειδικούς, που ήθελα να τα κάνω όλα πάρα πολύ σωστά όχι για εμένα, αλλά για εκείνον, που ήμουν ψαρωμένη, πρωτάρα, με πολλές ανησυχίες για πιθανά λάθη που θα δημιουργούσαν μελλοντικά προβλήματα, τότε που συμβιβαζόμουν, υποχωρούσα, συντονιζόμουν ίσως περισσότερο.
Με το δεύτερο παιδί, έτσι όπως ξεψάρωσα με τα θετικά, με την έννοια ότι δεν ήμουν συνέχεια πάνω από το κεφάλι της, η μικρή έγινε πιο γρήγορα ανεξάρτητη και αυτάρκης, και άλλα τόσα πολλά, τα ξέρετε, ξεψάρωσα δυστυχώς και με τα άλλα.  Κάποια θέματα που είχα στο μυαλό μου στην κατηγορία dont's πέρασαν στην κατηγορία έλα μωρέ και τί έγινε, γίνονται και αυτά καμια φορά και εκεί μέσα ρουφήχτηκαν και ξεβράστηκαν μερικές δικές μου συμπεριφορές που 4-5 χρόνια πριν θα ήταν λόγος για κάψιμο στην πυρά της σύγχρονης, συνειδητοποιημένης, διαβασμένης μητρότητας. 
Ξέρω πολύ καλά ότι σε αυτή την ιστορία δεν μπορούν να κερδηθούν όλες οι μάχες. Το θεωρώ σοφό, το έχω χωνέψει και το έχω διαπιστώσει, προφυλάσσοντας τον εαυτό μου από το να αναλώνεται σε μια αέναη προσπάθεια "σωστής" διαπαιδαγώγησης.  Επίσης, για να κόψω και λίγο την κλάψα ή τις εικόνες της μάνας τέρατος που πιθανόν ξεπετάγονται μπροστά στα μάτια σας διαβάζοντας αυτή την ανάρτηση, είμαι πολύ περήφανη για μερικά από αυτά που έχω καταφέρει - έχουμε, σαν γονείς, γιατί αλλιώς δεν γίνεται, στο δικό μας το μοντέλο μοιραζόμαστε και τις επιτυχίες και τα fails.
Αλλά, όταν τον βλέπω σκυμμένο πάνω από τα Lego - σ.σ. το αγαπημενότερο και τελειότερο παιχνίδι όλων των εποχών - να προσπαθεί απεγνωσμένα να φτιάξει συρόμενη (μη με ρωτάς, άστο) πόρτα για το σπίτι με τα 17 επίπεδα και τα 31 παράθυρα και σοφίτες και δεν τα καταφέρνει και θυμώνει και εκείνη την ώρα περνάει πάνω από την κατασκευή η δεν-με-νοιάζει-τίποτα-θέλω-μόνο-να-τραγουδάω αδεφή του και τα σαρρώνει όλα, ξέρω ότι η δική του ωρολογιακή βόμβα θα σκάσει.
Τικ Τοκ Τικ Τοκ.
Θα πεταχτεί επάνω τρελαμένος, με μάτια κόκκινα, με φλέβες πρησμένες και θα της φωνάξει, θα θολώσει, θα εκνευριστεί έτσι όπως δεν περιμένεις να πάθει ένα πεντάχρονο αγόρι που αγαπάει πολύ τα Lego, τη ζωγραφική και τα αστερόπλοια.
Τον κοιτάω και αναρωτιέμαι τί βλέπει εκείνος όταν του φωνάζω εγώ.
Άραγε θα βλέπει μια μαμά ευαίσθητη, γλυκιά, αστεία, ανίκανη να φτιάξει έστω και μία ομελέτα αλλά ταλαντούχα στο να σκαρώσει μία απίθανη ιστορία μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα;  Θα βλέπει μία μαμά συμπονετική, τρυφερή, που θέλει να χορεύει και να τραγουδάει, αγνοεί την ακαταστασία και τα άπλυτα πιάτα, αλλά όχι τις μυρμηγκοφωλιές και τα αραχνόσπιτα ή θα βλέπει μια μαμά σκληρή, απαιτητική, φοβιστική, με ηλεκτρόδια να ταρακουνάνε το κεφάλι της και στόμα που βγάζει ήχο αποκρουστικό;
'Ο,τι κι αν βλέπει, θα το μιμηθεί.  Και ο κύκλος των φωνών θα συνεχίζεται.  Έτσι όπως εγώ όταν κλείνω τα μάτια μου και ανασύρω εικόνες από τότε που ήμουν παιδί, θυμάμαι πιο εύκολα τους τσακωμούς.  Το λέω στη μαμά μου και λυπάται γι'αυτό.  Μου λέει με ειλικρινή στεναχώρια πόσο κρίμα να θυμάμαι δυο τρία άσχημα περιστατικά vs. τόσων άλλων καθημερινών ευτυχισμένων στιγμών, κάθεται και μου διηγείται ό,τι πιο χαρούμενο της προσγειωθεί στο κεφάλι, τρίβοντας ταυτόχρονα με ένα σφουγγάρι με λευκαντικό οξύ το δικό μου, αλλά, να, αυτά τα άσχημα, τα νευριασμένα, τα βροντοφωναχτά κάνουν μεγάλη ζημιά στις αναμνήσεις.
'Οπως και η καρμπονάρα σφήνα μέσα στη δεκαήμερη αυστηρή δίαιτα της πείνας για να βγεις στην παραλία.
Είναι ένα απόλυτο DON'T.

πι.ες: οποιαδήποτε ομοιότητα με τη σημερινή ανάρτηση που ανέβασαν οι Μικροί Μεγάλοι, είναι συμπτωματική, ήθελα να το γράψω χθες το βράδυ και βαρέθηκα γιατί έκατσα και είδα ένα επεισόδιο The Killing. δηλαδή τόσο που συγχύστηκα που δεν τη διάβασα καν όλη, μόνο μερικές γραμμές μην τυχόν επηρεαστώ και ξεπατικώσω τίποτα.

πι.ες2: Bonus Track, η κόρη μου κι εγώ σε αυτό το σποτάκι, για 3,5 δευτερόλεπτα :-)

17.6.13

'Ελα σταμάτα, καλός είσαι.

'Εχω μαζέψει τα πόδια μου πάνω στον καναπέ και κοιτάω με μάτια ένα στάδιο πριν το βουρκωμένα το φάκελο, που δεν είναι ακριβώς φάκελος, κάτι σαν θήκη χειροποίητη με χοντρά εξώραφα και ένα ωραίο αυτοσχέδιο τσόχινο κουμπί, με τις ζωγραφιές του Walter που μας έδωσαν από το σχολείο.  Αυτά τα σχέδια που κάνει τώρα, σχεδόν καθόλου πια πρόσωπα, σπίτια ανοιχτά και το εσωτερικό τους, σκάλες, σωλήνες, καπνούς, παντού τα γράμματά του, ατελείωτη καθημερινή προσπάθεια να γράφει χωρίς να ρωτάει, όλες οι λέξεις χωρίς φωνήεντα παρά μόνο αν είναι στην αρχή και διαστημόπλοια, αστροναύτες, δρόμοι στα σύννεφα.
Μόλις βλέπει τί κάνω τρέχει δίπλα μου, πήραμε τις ζωγραφιές του την Παρασκευή το βράδυ μετά τη γιορτή στην αυλή του σχολείου και από τότε τις κοιτάει δυο τρεις φορές την ημέρα, παραμιλώντας.
Αρχίζει να μου εξηγεί την κάθε μία ξεχωριστά με εκνευριστικές λεπτομέρειες, θέλω να πάω παρακάτω, του λέω εκατό φορές "κατάλαβα Βάλτερ, πω πω κόλλημα που έχεις φάει", γελάμε.
Μετά με κοιτάει σοβαρός, πολύ σοβαρός.
- Μαμά.  Δεν μου αρέσει το πρόσωπό μου.
Ντιν Ντον Ντιν Ντον, γουατ δε φακ, τί λένε τώρα, πρέπει να μιλήσω σε ψυχολόγο, δεν πάει καλά το παιδί, τα κορίτσια με νευρική ανορεξία ίσως κάπως έτσι ξεκίνησαν, αν ανακαλύψω ποιο κωλόπαιδο του είπε καμια μαλακία το 'φαγα, σιγά τα δέντρα.
- Ο μπαμπάς σου σού αρέσει;
- Ναι.
- Ε άρα μην ανησυχείς, είστε ίδιοι.
Ξαναγελάει.  
- Ναι, αλλά εμένα το δικό μου δεν μου αρέσει.  Και δεν είμαστε και ολόιδιοι! Να, δεν έχουμε ίδια μάτια.
Ξεκινάει μια συζήτηση περί ομορφιάς.
Με ζωγραφιές σκόρπιες στο πάτωμα και ησυχία, γιατί η μικρή έχει βγει με τον μπαμπά της και δύο ποτήρια με χυμό απ'το σούπερ μάρκετ γιατί βαριέμαι να στίψω.
Καταλαβαίνω ότι αρχικά βρίσκει όμορφους τους περισσότερους που συμπαθεί πολύ, ότι του αρέσουν τα μακριά, ίσια μαλλιά στα κορίτσια και τα μεγάλα χαμόγελα στα αγόρια.  'Οτι μου μιλάει για αστείες φάτσες, για φίλους του που κάνουν γκριμάτσες, για τη σημασία που δίνει αφενός στη φωνή, προσποιείται διάφορες φωνές συμμαθητών του καταλήγοντας στο ότι "εκείνος δεν μου αρέσει γιατί μιλάει βραχνά και τσιριχτά" και αφετέρου στη μυρωδιά - α, ναι, μόλις προχθες με έκανε ρόμπα μέσα σε ένα ασανσέρ γιατί μου είπε υποτίθεται φιθυριστά ότι θέλει να κατέβει επειδή ο κύριος δίπλα μας μύριζε όπως η αποθήκη στο χωριό πριν τη φτιάξει ο παππούς.
Μου φαίνεται φανταστική η συζήτηση αυτή, κρύβει για εμένα τόσα πολλά συμπεράσματα και ανησυχίες.  Τον κοιτάω έτσι όπως μιλάει κουνώντας με ένταση τα χέρια και τον βλέπω πανέμορφο.  Πάρα πολλές φορές βέβαια μου έχει φανεί και χάλια, ότι έχει πεταχτά αυτιά, ότι δεν του πάει καθόλου αυτό το κούρεμα, ότι έχει μαύρους κύκλους, ότι από όλα που μπορούσε να κληρονομήσει από εμένα πήρε το απαίσιο χρώμα μου το εκρού, ότι είναι ένα μέτριο αγοράκι, ότι είναι ένα πολύ όμορφο αγοράκι, ότι ρε γαμώτο το αγοράκι μου θα μπορούσε να είναι και πιο ωραίο. Ξέρω γω, εμένα λογικά πράγματα μου φαίνονται όλα αυτά.
Και τα έχω σκεφτεί έτσι ακριβώς όπως τα σκέφτομαι και για τον εαυτό μου κάθε πρωί που ξυπνάω, κοιτάζομαι στον μεγάλο καθρέφτη του μπάνιου και με πιάνει συνήθως όλη η γκάμα του αρνητικού ανθρώπινου συναισθήματος μέχρι έστω, να βάλω κονσίλερ.  'Η να κοιταχτώ στον καθρέφτη του ασανσέρ με τον φωτισμό που κρύβει τις πολλές λεπτομέρειες και σε λίγο λοξή πόζα που δεν προδίδει ότι το ένα μάτι μου είναι μεγαλύτερο από το άλλο - μετά από δέκα λεπτά ανυποχώρητης πίεσης το παραδέχτηκε και ο μπαμπάς μου.
Αυτά, τα χαζά ή και όχι και τόσο.  
Αδιαμφισβήτητα με τo politically wrong επιφανειακό, ό,τι βλέπουμε σε αυτό τον αμείλικτο καθρέφτη του μπάνιου κάθε πρωί είναι κινητήριος δύναμη για τον τρόπο που βιώνουμε απολύτως όλες τις σχέσεις που δημιουργούμε ή εξελίσσουμε - καμία δεν είναι ολοκληρωμένη αν της λείπει η εικόνα, και άρα όσο και αν θες ή υποχρεούσαι να τη σνομπάρεις δεν γίνεται να μη σε αφορά, και μάλιστα αρκετά.
Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο που μιλάμε για όλα αυτά με το γιο μου πάνω από τόσες πολλές δικές του ζωγραφιές, σαν να μου δείχνει τον τρόπο που παρατηρεί τον κόσμο όλο, τη σημασία που δίνει στη λεπτομέρεια, την αχαλίνωτη φαντασία, τα φαινομενικά αταίριαστα.  Δεν ξέρω κατά πόσο η δήλωση του περί ομορφιάς ήταν συνειδητή ή απλώς βαρύγδουπη, αν το χειρίστηκα σωστά που δεν ασχολήθηκα και τόσο, αν όλο αυτό ακούγεται υπερφίαλο ή πολύ ουσιαστικό.
Ξέρω πάντως ότι σε μια ματιά που του έριξα είδα πάθος, είδα εκφραστικότητα, είδα περιέργεια για  τους ανθρώπους, είδα μια διάθεση διερευνητική.  Σταμάτησα εκεί.
Για την ώρα θα προσπαθήσω να του βρω μέρες να ζωγραφίσει σκληρά από την αλμύρα βραχιολάκια, σανίδες που βαράνε στα κύματα και ολοκαίνουργια σημάδια από πατούσες στην άμμο.  Μένει να πετύχει το κούρεμα και ω, θα έχουμε ένα υπέροχο καλοκαίρι ;-)
Η Κόκκινη Πλατεία, ή να ρωτήσω τον καλλιτέχνη όταν γυρίσει.

Εγώ, ένα τεκνικολόρ ρομπότ.






7.6.13

School time και πόσα χρόνια ακόμα.

Τις τελευταίες μέρες έλαβα διάφορα email που αφορούσαν σε ένα θέμα που έχει σκάσει σε γονεϊκά φόρουμς και μπλογκς σχετικά με μία "διαμάχη" μεταξύ ενός ζευγαριού γονιών και ενός σχολείου προσχολικής εκπαίδευσης, χωρίς να δω κάπου αν το σχολείο έχει πάρει επίσημη θέση - περισσότερο γράφουν οι γονείς που στέλνουν εκεί τα παιδιά τους και προφανώς έχουν μείνει ευχαριστημένοι.
Δεν θα βάλω κανένα link γιατί όλη αυτή η "συζήτηση" (περισσότερο κατάθεση απόλυτων, παθιασμένων απόψεων χωρίς διάθεση διαπραγμάτευσης) είναι απλά για μενα η αφορμή να γράψω δυο τρεις σκέψεις για τα σχολεία των μικρών, μιας και η κόρη μου ξεκίνησε πριν από κανένα μήνα, παρότι έχω προσωπική γνώμη και για τους συγκεκριμένους γονείς και, τυχαία, και για το συγκεκριμένο σχολείο.
Επειδή είναι η περίοδος που πολλοί γονείς εμπλεκόμαστε σε σχολειοσυζήτηση - μέγκα άγχος, τί να λέμε, ένα δημοτικό αν μπορεί να ετοιμάσει το Dorothy Snot μέσα στον επόμενο χρόνο και εμείς θα γίνουμε μία πολύ χαρούμενη οικογένεια, σκέφτηκα λίγο πόσο πιο απλή μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας αν απομονώσουμε τα σημαντικά που ζητάμε από τις περικοκλάδες και κοιτάξουμε γύρω μας - με μάτια γουρλωμένα στις τάξεις, στην αυλή, στο γραφείο του ανθρώπου που μας υποδέχεται.
Τα σχολεία μιλάνε.  Οι ζωγραφιές στους τοίχους διηγούνται ιστορίες.  Τα κουρελάκια, τα κρυσταλλάκια που κρέμονται από τα ταβάνια, τα πολύχρωμα χαρτόνια που γίνονται θαυματουργές κατασκευές, τα παιχνίδια που τσιμπάνε την παιδική φαντασία κουβαριασμένη μέσα σε τόσα μυαλά, τα χέρια που ανοίγουν διάπλατα οι δασκάλες, οι φωτογραφίες με τις υπογραφές στους τοίχους, τα δεκάδες παιδικά βλέμματα που ακολουθούν τον επισκέπτη, ακόμα και τα χαμόγελα των γονιών που φέρνουν τους συμμαθητές το πρωί, είναι οι αδιαφιλονίκητοι μάρτυρες του αν το σχολείο αυτό είναι κατάλληλο για το συγκεκριμένο παιδί και την οικογένεια που το περιμένει να συνεχίσει την ημέρα του στο σπίτι.
Γιατί στην τελική, αυτή είναι μια μεγάλη ουσία.  Το παιδί να ζει με συνέπεια και συνέχεια τη ζωή του, μέσα σε ένα περιβάλλον που οι διαφορές δεν είναι απροσπέλαστες και δεν διαταράσσουν την ισορροπία του.
Εγώ έχω τρομάξει γιατί έχω επισκεφθεί σχολεία που βροντοφώναζαν σοκαριστική καθαριότητα και τάξη.  'Εχω πει όχι ευχαριστώ σε άλλα που μου ζητούσαν ο γιος μου να φοράει κάθε μέρα φόρμα για να αποφεύγει τα ατυχήματα στην τουαλέτα.  Έχω φύγει τρέχοντας από αλλού που χρησιμοποιήθηκε η έκφραση από εκπαιδευτικό "έλα μωρέ μικρά παιδιά είναι, τί να κάνουν εδώ, θα παίζουν".  Αντίστοιχα έχω φρικάρει με ανθυγιεινά (για τα δικά μου κριτήρια) προγράμματα διατροφής, με περιγραφές κανόνων πειθαρχίας, με συνέντευξη στον γονέα που δεν είναι και τόσο celeb, έχω γελάσει ειρωνικά όταν μου περιγράφηκε ότι τα παιδιά κατεβαίνουν τις σκάλες με τον κώλο για να μη χτυπήσουν.
ΕΓΩ όμως.  Εγώ, γιατί επισκέφθηκα πριν καταλήξω εφτά διαφορετικά σχολεία και σε δυο τρία επανήλθα με απειλητική, επαναληπτική επίσκεψη - με καινούργιες απορίες, με διάθεση για μεγαλύτερη παρατήρηση, με ερωτήσεις-παγίδες που σκεφτόμουν το προηγούμενο βράδυ η τρελή, ελπίζοντας για την κατάλληλη απάντηση.
Και αν με θεωρείτε υπερβολική είναι ίσως επειδή ναι, σε αυτές τις εύθραστες ηλικίες εκεί που πάμε σύμμαχοι να ατσαλώσουμε μυαλά και συμπεριφορές, για μενα που από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου αντιμετώπιζα πρόβλημα με όλους τους δασκαλοκαθηγητές που πέρασαν από τη ζωή μου, έψαξα με ζήλο να βρω αυτό που μας ταιριάζει.
Έψαξα να βρω ένα σχολείο που δεν φυλάει μόνο παιδιά με ασφάλεια, για μένα αυτό είναι προαπαιτούμενο, ούτε εκείνο που είναι δίπλα από το σπίτι μου.  Έψαξα να βρω ένα σχολείο που με έκανε μέλος του σε μικρές ή μεγάλες αποφάσεις, που αναγνώριζε τα λάθη του και που προχωρούσε τη χρονιά με ευελιξία, ακούγοντας πίσω από τα τραγούδια των παιδιών τις ζωές των οικογενειών τους.
Και αν δυο τρεις φορές ο γιος μου γυρίσει σπίτι με σημάδι από χτύπημα δεν θα αναρωτηθώ, αν γυρίσει όμως δυο τρεις φορές και μου πει "βαρέθηκα", θα σηκώσω το τηλέφωνο.

27.5.13

Μια Τρίτη πρωί και μετά βράδιασε.

Τις τελευταίες μέρες ζω όχι ακριβώς διακοπές, αλλά έτσι μια ανέμελη φάση ποτοφαγίας με φίλους που περιτριγυρίζεται από ιατρικές εξετάσεις που έπρεπε να κάνω περίπου 7 χρόνια πριν, συγκέντρωση χαρτούρας που έπρεπε να έχω κάνει στην προηγούμενη ζωή, μερικά -τα λες και- επαγγελματικά ραντεβού και πολύ παιδί.  Πολύ παιδί, αλλά αλλιώς, δηλαδή καλύτερα.  Με όρεξη.  Και χωρίς κούραση.
Την προηγούμενη εβδομάδα χτύπησε το τηλέφωνο και με πήρε μια φίλη να μου ζητήσει μία τελευταία, από αυτές τις προτελευταίες, χάρη.  Να πάμε στο τάδε μπαρ που θα είναι ο τάδε τύπος που της έχει πει και της έχει κάνει την τάδε μαλακία και εκείνη γουστάρει το τελευταίο οκτάμηνο.  Επειδή η συγκυρία βόλευε τον οικογενειακό προγραμματισμό, πήγα.
Ο τάδε τύπος είναι παντρεμένος και η τάδε φίλη μου είναι ηλίθια - δεν την πειράζει ο χαρακτηρισμός τα έχουμε πει κατάμουτρα.
Κάτσαμε λοιπόν εκεί με άλλον έναν φίλο μας που φυσικά ιδέα δεν είχε ο άνθρωπος και δεν κατανοούσε γιατί η άλλη έβγαζε το λιπ γκλος από την τσάντα με την ταχύτητα που έσκασε ο τύπος από την στρατόσφαιρα, ανέμελες και καλά, ευδιάθετες όντως, μέχρι που ο τάδε ήρθε, ανέμελος κι αυτός μη χέσω, έκατσε λίγο με την παρέα του, μετά πήρε το ποτό του και ήρθε σε εμάς.
Τώρα αυτό αν ήταν καλό ή κακό είναι σχετικό, η δικιά μου το καταδιασκέδαζε, "ανώδυνο" flirting, χαρούμενο, ιδανικό σε οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, ανεβαστικό όπως και να έχει, μέχρι που εμφανίστηκε και κάποια άλλη στο κάδρο.
Μία ακόμα πιο παλιά γνωστή, συμπαθέστατη τολμώ να πω σε εσάς γιατί η φίλη μου μού έδεσε το στόμα με ταινία για να μην το ξεστομίσω, ό,τι και να ήταν πάντως είχε την προσοχή του κολλημένη πάνω της.  Η συνομιλία έγινε πιο δύσκολη, το βλέμμα του είχε παντελώς αποσπαστεί, με τα αστεία της δικιάς μου γελούσαμε μόνο μεταξύ μας, εκείνος ήταν αλλού, όχι με αγένεια, αυτό που δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, το παλεύεις αλλά σ'έχει νικήσει και απ'ότι φαινόταν προ πολλού.
Είχε αεράκι, εμείς είχαμε πιεί πολλά ποτά για να το καταλάβουμε, αλλά η κοπέλα εκεί απέναντί μας με το φανελάκι φλούδα έτριβε τα μπράτσα της, κατέβασε τα μακριά μαλλιά της και τραβούσε την παρέα της να χωθούν σε ελεύθερη γωνία.
'Οπως μιλούσαμε για τον Baz Luhrmann εκείνος σηκώθηκε, υποθέτω ότι ψέλλισε ένα "συγγνώμη", πήγε δίπλα της με ένα χαμόγελο μόνο και της ακούμπησε τη ζακέτα του στους ώμους.  Εκείνη γύρισε, δεν τον είχε δει τόση ώρα, έσφιξε τη ζακέτα του πάνω της και τα μάτια τους έκαναν σαν τους σπινθήρες στα ξυλάκια που χώνω εγώ στις παιδικές τούρτες γενεθλίων.  Λίγο μαγεία, ξανατολμώ να πω.
Η φίλη μου πλήρωσε για όλους και μας είπε το πιο αποφασιστικό Πάμε, από εποχής καμπάνιας Γιώργου Παπανδρέου.  Μου φάνηκε τόσο απογοητευμένη όσο και σίγουρη, σαν να πέρασε στο επόμενο στάδιο της αποδοχής, από τον μικροήχο που έκανε μια ζακέτα ακουμπώντας πάνω σε άλλους ώμους εχθρικούς και όχι στους δικούς της.
- Ρε συ, αφού είναι παντρεμένος ο άνθρωπος, τόσες φορές τα έχουμε πει... ξεκίνησα να λέω.
- 'Οχι.
Τα μάτια της σαν τα δικά τους.
- Είναι ερωτευμένος.
Αφήσαμε τον τρίτο της παρέας και περπατήσαμε πολλούς κύκλους επίτηδες μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο.
Φυσούσε και δεν ήθελε επάνω της τίποτα.





14.5.13

Σ' αγαπώ.

Αντίθετα με ό,τι λέει το τραγούδι για εμένα η πιο δύσκολη λεξη δεν είναι "συγγνώμη."
Είναι σ' αγαπάω.
Το ακούω που πετιέται από εδώ κι από εκεί και ζορίζομαι, ίσως γιατί μόνο στα παιδιά μου μού βγαίνει τόσο φυσικά, εύκολα, το εννοώ απόλυτα κάθε στιγμή αν και δεν θυμάμαι να τους το είπα την πρώτη ώρα που τα κράτησα αγκαλιά.  Ακόμα και αυτό, σε αυτή τη σχέση, έρχεται και γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα και δεν τελειώνει ποτέ.  Μα ποτέ.  Τόσο ποτέ που νιώθω με έναν ανομολόγητο τρόπο και εκείνες τις μανάδες που σέρνονται στα δικαστήρια με άρνηση, βουλωμένα αυτιά και δεκάδες σπαρακτικές δικαιολογίες στις κατηγορίες που στέλνουν τα παιδιά τους για πάντα στη φυλακή ή και πουθενά χειρότερα.
Τα παιδιά όταν το λένε δεν ξέρω πόσο ολοκληρωτικό ή σίγουρο είναι, και από ποια ηλικία και μετά, πάντως είναι συγκινητικό, προκαλεί την αυτόματη αντίδραση ανοίγω τα χέρια- κάνω αγκαλιά - σε σκάω στα φιλιά - πήγαινε κάνε πατίνι τώρα - είμαι καλά για την υπόλοιπη ημέρα.
Πιο φορτισμένη είναι η φάση που είστε ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα στο κρεβάτι.
Πάντα με λίγο φως ανοιχτό και σεντόνι που γίνεται σκηνή.
Εκείνος είναι πέντε.
Και σου λέει:
Είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου.  Σ'αγαπώ μέχρι πιο πάνω απ'το διάστημα.

(μην γράφω τις δικές μου απαντήσεις και ζαλίζω ούμπαλα με τα αυτονόητα).

Σ'αγαπώ πάντα, ό,τι κι αν κάνεις.  Και εκείνη τη φορά που μου φώναξες πολύ δυνατά γιατί δεν ήθελα να πάω σχολείο και όταν με τράβηξες να μπω μέσα στο σχολικό, και τότε.  Εγώ δεν ήθελα να πάω σχολείο όχι για να σε στεναχωρήσω, γιατί ήθελα να είμαι μαζί σου.
Και όταν με έχεις μαλώσει, τότε που πήγαμε στο σπίτι του Δημήτρη και έφυγα με κλάματα.
Και τότε που μου έσφιξες το χέρι πολύ δυνατά γιατί άρχισα να τσιρίζω μες στο σούπερ μάρκετ και ήθελα να πάρω όλα τα τσιπς.
Και τότε που με άφησες μόνο μου στο δρόμο και φοβήθηκα πολύ γιατί δεν σε ακολουθούσα και βιαζόσουν και σκοτείνιαζε, κι ας σου φώναζα, να ξέρεις ότι και τότε σ'αγαπούσα.

Γκλουπ. Σνιφ Σνιφ.

Το ξέρω αγάπη μου, κι εγώ σ'αγαπάω πάντα, ακόμα και όταν ούρλιαζες ότι είμαι η πιο κακιά μαμά στον κόσμο και την άλλη φορά θυμάσαι που μου πέταξες στο κεφάλι επίτηδες εκείνο το βαρύ κουτί και έκανα σημάδι;  Και τότε.

Η ιστορία έχει πάντα δύο όψεις.  Και αν ακουστήκαμε κάπως σαν τον κύριο και την κυρία Σμιθ, είναι επειδή αγαπιόμαστε προφανώς.


12.5.13

Γιατί μπορώ.

Αυτή ίσως και να είναι η πιο αποκαλυπτική ανάρτηση που έχω γράψει.
Και αυτό γιατί σκοπεύω να της την τυπώσω - δεν διαβάζει το μπλογκ μου, παρά μόνο αν της δείξω εγώ κάτι και ούτε απόλυτα το συμμερίζεται - και να την έχω αμείλικτο κριτή εκεί πάνω από το Α4 με σηκωμένο φρύδι στις αράδες που νομίζει ότι την έχω εκθέσει.
Η μαμά μου έχει σκληρά, σκούρα, ατίθασα φρύδια, από αυτά που είναι τώρα της μόδας, φανταστικές γάμπες και υπέροχα νύχια, αν μπορείτε να το κάνετε αυτό κάπως εικόνα.
Πιο νέα, τότε που δεν είχε αρθροιτικά, πόνους στη μέση αλλά λεφτά για ξόδεμα, όχι για κάτι άλλο, είχε τις πιο σικάτες μαμαδίστικες τσάντες και τα πιο αξιομνημόνευτα παπούτσια μεταξύ των μαμάδων που έβλεπα γύρω μου.  Τώρα μπορεί επειδή ήταν της δικιάς μου, αλλά σαν να θόλωναν τα παπούτσια όλων των υπολοίπων όταν η μαμά μου εμφανιζόταν κάπου.  Δεν συζητάω για το σχολείο, παρότι ερχόταν πάντα σοβαρή και μετρημένη, πάντα καταπιεστικά αξιοπρεπής και κομ ιλ φο, το μόνο που κατάφερνε σφίγγοντας το χέρι της Φιλόλογου/Θρησκευτικού/Οικοκυρικού με τον κότσο τσουρέκι και τη μυρωδιά φορμόλης, ήταν να τις κοιτάζω από μακριά ξεκαρδισμένη και μετά να προσποιούμαι για μερικά δευτερόλεπτα ότι νοιάζομαι όταν μου μετέφερε τα σχόλια των καθηγητών.
Εκείνη νοιαζόταν, νοιάζεται. Σε απόλυτη αντίθεση με εμένα, ικανοποιείται ηθικά, ουσιαστικά, με τις καλές εντυπώσεις που αφήνει στον κόσμο, θέλει ακόμα και τώρα να έχουν όλοι μια καλή γνώμη για το παιδί της, και αν όχι καθολικά, για το ήθος του σίγουρα.  Ναι, ναι, γι'αυτό. Η ίδια έχει φωνή, και γνώμη, και διαφωνία, αλλά πάντα με λόγο σωστό και με εκνευριστικά απόλυτη δικαιοσύνη.
Να, ίσως αν έπρεπε να εκφράσω το πρώτο της χαρακτηριστικό που θα μου ερχόταν στο μυαλό να ήταν αυτό.  Δίκαιη.  Τίμια.
Και κάπως, εχμ, που δεν ξέρω πώς να το πω, μετρημένη.  Στη ζωή της όλη έχει καπνίσει 1,5 τσιγάρο, στο μισό ήμουν μπροστά, πήγαινα δημοτικό και μα την παναγία την θυμάμαι ακόμα ως μια από τις πιο αστείες της στιγμές, δεν πίνει, μαλακαμου δεν πίνει ΤΙΠΟΤΑ και δεν χορεύει.  Huh? Δεν έχει ρυθμό - double huh, και επίσης μάλλον αφού το διαβάσει αυτό θα μου θυμώσει πολύ.
Παρόλα αυτά ο μπαμπάς μου ο γόης, έκανε κινηματογραφικές απόπειρες για να την κατακτήσει, την είδε μέσα στη βιτρίνα και κόλλησε, πήγαινε κάθε εβδομάδα και έπαιρνε σουτιέν απ'το μαγαζί που δούλευε για τις αδερφές του και καλά πολύ προχωρημένο για την εποχή ε, και έχει πέντε αδερφές ο άνθρωπος και δεν τους πήρε μόνο ένα, σκεφτείτε πόσες εβδομάδες κάψας πέρασε.
Άλλη φάση εκείνος,  φανταστείτε τη δικιά μου με το μαλλί λάχανο, το νύχι κάγκελο περλέ και τα μόνο, πάντα, αληθινά κοσμήματα, να την πετάει για να μην ανατιναχθούν μαζί από φλεγόμενο αυτοκίνητο στον Αχλαδόκαμπο ή να σπάει στο ξύλο έναν τύπο που της έπιασε τον κώλο στο τραίνο όταν φορούσε εκείνα τα ιλιγγιώδη μίνι που όλοι βλέπουμε στις φωτογραφίες τους τώρα και σχολιάζουμε με έκπληξη "έλα ρε μάνα, αλητεία".
H μαμά μου είναι θαρραλέα, είναι αγωνίστρια, πήγαινε σχολείο περπατώντας τρεις ώρες με τα πόδια, διασχίζοντας ποτάμι με παγωμένο νερό κάθε μέρα, με τον δάσκαλο να την περιμένει να χτυπήσει με τη βέργα τα ξυλιασμένα της χέρια αν αργούσε, δεν κατάφερε να σπουδάσει και αυτό είναι το μεγάλο της απωθημένο, αλλά έγινε μια απίστευτη βιβλιοφάγος, ρουφάει 500 σελίδες μέσα σ'ένα βράδυ, παντρεύτηκε με δανεικό νυφικό φίλης και ξεκίνησε τη ζωή της σ'ένα σπίτι με τέσσερα, ναι τέσσερα, μαχαιροπήρουνα.  Η αγαπημένη ιστορία του νονού μου ήταν που μια φορά πήγαν να φάνε στο σπίτι των γονιών μου και ξέχασαν να φέρουν τα δικά τους και ρούφηξαν γελώντας μακαρόνια με τα χέρια, ήπιαν πολύ κρασί (οι άλλοι), κάπνισαν πολλά τσιγάρα (πάλι) και κοιμήθηκαν στο πάτωμά τους όλο το βράδυ.  Αν καθόμουν να γράψω τί έχει καταφέρει, τί έχει δημιουργήσει μέσα από το απόλυτο τίποτα, κάποιοι γκρινιάρηδες της κρίσης, της ευκολίας, της καλοπέρασης, θα σταματούσαμε να μιλάμε για οικονομικά και θα λέγαμε μόνο ιστορίες για μεγάλους έρωτες και ταξίδια που δεν πήγαμε ποτέ.
Αυτό θα ήθελα να της χαρίσω, λατρεύει, διψάει για ταξίδια, για ωραία μέρη, για καλά εστιατόρια, για λινές, κεντητές χειροπετσέτες και για ασημένια μαχαιροπήρουνα.
Ταξίδια που δεν έκανε γιατί ο μπαμπάς μου δεν ακολουθούσε, γιατί δεν μιλούσε τη γλώσσα, γιατί έβαζε άλλες προτεραιότητες - πάντα είχαν να κάνουν με εμένα - που τώρα περιμένει να πάει τα εγγόνια της στη Eurodisney και στη Βιέννη, που ρε γαμώτο ένα θα το κάνουμε μαζί γιατί καμια φορά μελαγχολεί και με πληγώνει.
Στην ουσία της μαμάς μου δεν έφτασα, και θα την κρατήσουμε μάλλον για πάντα οι δυο μας, μου αρκεί να ξέρει ότι την γνωρίζω, ταξίδι ακόμα δεν έχω καταφέρει να της χαρίσω, αλλά της χαρίζω αυτό.
Κι ας μην έχει κανένα αναγνωστικό ενδιαφέρον, είναι το δικό μου Χρόνια Πολλά Μαμά Μου, γιατί μπορώ.
Γιατί γαμώ την τρέλα μου είμαι η μόνη σε αυτό τον κόσμο που μπορώ να την πω έτσι.
Μαμά Μου, κι αν δεν είναι αυτό σπουδαίο, είναι σίγουρα μοναδικό.